Τον μισό χρόνο της θητείας της κλείνει αυτή την εβδομάδα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα αποτελέσματα της καθοριστικής σημασίας αλλαγής, που επέφεραν οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, τόσο για την κατάσταση εντός της χώρας όσο και για την εικόνα της στην διεθνή πολιτική σκηνή, όλο και περισσότερο (και από περισσότερους) αναγνωρίζονται ως θετικά.

Δύο χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ, η οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα ουκ ολίγα «ναρκοπέδια», που είχε αφήσει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ, και κυβερνητική φθορά δεν υπάρχει ή είναι ελάχιστη και ο Μητσοτάκης καθώς και η κυβέρνησή του έχουν αυξήσει στα επιμέρους ποιοτικά στοιχεία την αποδοχή των πολιτών. Στον πρώτο χρόνο, και παρά το ότι η ΝΔ βρέθηκε αντιμέτωπη με πολύ μεγάλες προκλήσεις, οικονομικές, γεωπολιτικές, υγειονομικές, έχουν γίνει πολλά σε λίγο χρονικό διάστημα. Αναπόφευκτα, η κρίση του Έβρου και η αντιμετώπιση της πανδημίας, που αμφότερα ήταν δύο έκτακτα γεγονότα, αποτελούν την προμετωπίδα των θετικών ενεργειών που χρεώνονται στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τον δεύτερο χρόνο η κυβέρνηση πάλεψε με αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση, που ταλαιπωρεί όλο τον πλανήτη.

Σε αυτήν τη διαχείριση, κατά την οποία ασφαλώς και έχουν γίνει λάθη, υπήρξε σοβαρότητα. Έχει προκληθεί όμως οικονομική ζημία σε χιλιάδες πολίτες και έχει ανατραπεί η κοινωνική ζωή όλων μας. Τι πιο φυσιολογικό να εμφανιζόταν στις διαθέσεις των πολιτών μια δυσαρέσκεια, μια απογοήτευση που να μεταφραζόταν σε φθορά της κυβέρνησης. Κι όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι ερμηνείες πολλές. Η πιο βασική; Οι πολίτες αναγνωρίζουν στην κυβέρνηση μια σοβαρότητα στον τρόπο που κυβερνά και μια αποτελεσματικότητα, που σημειώνεται κάτω από τις παρούσες συνθήκες, η οποία πείθει.

Συμβαίνει όμως και το εξής παράδοξο. Αυτές οι έκτακτες συνθήκες, αντί να ενισχύσουν τον αντιπολιτευτικό λόγο τον έχουν καθηλώσει. Στην προσπάθειά του δε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αναστρέψει το κλίμα, επέλεξε εσχάτως την τακτική του «σκληρού ροκ». Και εντάξει ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας αισθάνεται θυμό για μια σειρά από πράγματα, τον οποίο κάποιοι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν.

Το πρόβλημα όμως για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτό δεν φτάνει. Και είναι να απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν να τα διαβάζουν όλα τόσο λάθος, με κώδικα του 2012 ή του 2015. Διότι τότε, πράγματι, ο θυμός ήταν ένα όχημα που σε οδηγούσε εύκολα στην εξουσία, ακόμα και αν εκστόμιζες θηριώδεις ανοησίες και μοίραζες υποσχέσεις βουτηγμένες σε χυδαίο λαϊκισμό. Τον οποίο λαϊκισμό συνεχίζεις όμως και σήμερα. Μόλις προχθές και σχολιάζοντας ο κ. Τσίπρας τα Freedom pass που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τους νέους, δήλωσε με στόμφο ότι «η αλληλεγγύη δεν εξαργυρώνεται», ξεχνώντας ότι ο ίδιος το 2017 την είχε «εξαργυρώσει» μοιράζοντας «επιδόματα αλληλεγγύης» σε νέους.

Ωστόσο ο θυμός δεν θα είναι αρκετός στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν. Τώρα και στην αρχή της νέας διετίας που ξανοίγεται μπροστά για την κυβέρνηση, αυτό που θα χρειαστεί, μόλις τελειώσει και η πανδημία, θα είναι ένα γερό restart. Χρειάζεται σοβαρότητα, την οποία διαθέτει η κυβέρνηση, και κυρίως ένα νέο αφήγημα, που θα βασιστεί σε καθαρές κουβέντες.

Τώρα και όσο θα περνάει ο σημερινός θυμός από μερίδα των πολιτών και θα επικρατεί η λογική, χρειάζεται να επανέλθει και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Και την ελπίδα αυτή μπορεί να μας τη δώσει σήμερα, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, μόνο ο Μητσοτάκης.
του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο