Διπλό είναι το στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν οι ελληνικές τράπεζες το 2022. Από τη μία πλευρά θα πρέπει να μειώσουν τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ποσοστό κάτω του 10% και από την άλλη να δράσουν υποστηρικτικά και αποτελεσματικά, ώστε τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης να φτάσουν στις επιχειρήσεις και την πραγματική οικονομία. Τραπεζικοί παράγοντες θεωρούν ότι μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος για μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ποσοστό κάτω του 10% εντός της επόμενης χρονιάς. Ήδη η Eurobank έχει καταφέρει να πιάσει τον στόχο και αναμένεται πως και τα υπόλοιπα τραπεζικά ιδρύματα θα το πετύχουν το επόμενο διάστημα.

«Κλειδί» οι τιτλοποιήσεις

Βασικό εργαλείο για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων είναι οι τιτλοποιήσεις στις οποίες προχώρησε ο κλάδος. Προφανώς, στην κατεύθυνση αυτή λειτούργησαν υποστηρικτικά ο «Ηρακλής Ι» και ο «Ηρακλής ΙΙ». Η απελευθέρωση των ισολογισμών από τα «κόκκινα» δάνεια αποδεσμεύει νέα ρευστότητα, νέα κεφάλαια προς τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, και καθιστά πιο ισχυρές τις τράπεζες, καθώς δεσμεύουν λιγότερα κεφάλαια σε προβλέψεις και διατηρούν υψηλά κεφαλαιακά αποθέματα.

Ταμείο Ανάκαμψης

Αναφορικά με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία διαμορφώνονται σε 12 δισ. δανεισμό και 18 δισ. επιχορηγήσεις, θα εξυπηρετήσουν ένα επενδυτικό καλάθι ύψους 37 δισ. ευρώ. Με βάση αυτό, θα απαιτηθούν νέα δάνεια ύψους περίπου 18-20 δισ. ευρώ μέσα σε μία περίοδο τριετίας. Σε αυτό το ποσό εκτιμάται πως θα μοχλευθούν άλλα περίπου 5 δισ. ευρώ, που θα δημιουργήσει το Ταμείο Ανάκαμψης ως χρηματοδοτικές ανάγκες. Το παραπάνω μείγμα θα δημιουργήσει νέες καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες στο σύνολο της οικονομίας συνολικού ύψους 9-10 δισ. ευρώ. Συνεπώς, η συνολική καθαρή πιστωτική επέκταση στην τριετία 2022-2024 υπολογίζεται μεταξύ 33 και 35 δισ. ευρώ.

Ενίσχυση κεφαλαίων και περικοπή κόστους

Αυτά είναι τα κεφάλαια που θα μοιραστούν οι ελληνικές τράπεζες, με τις τέσσερις συστημικές να διεκδικούν μερίδιο περί το 25% η καθεμία. Ήδη οι συστημικές τράπεζες έχουν προετοιμαστεί προς αυτήν την κατεύθυνση, έχοντας έρθει σε επαφή με τους πελάτες τους οι οποίοι διαθέτουν σημαντικά projects προς χρηματοδότηση.

Παράλληλα, οι τράπεζες θα συνεχίσουν να ενισχύουν τα κεφάλαιά τους. Φέτος οι συστημικές τράπεζες σήκωσαν περισσότερα και από 7 δισ. ευρώ με αυξήσεις κεφαλαίου και εκδόσεις ομολόγων. Και τη νέα χρονιά τα τραπεζικά ιδρύματα θα χτυπήσουν την «πόρτα» των αγορών, με δεδομένο μάλιστα πως τα επιτόκια παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.

Δυναμική θα είναι η παρέμβαση των τραπεζών και στο μέτωπο της μείωσης του κόστους. Βασική παράμετρο αποτελούν τα προγράμματα εθελούσιας, μέσω των οποίων μειώνονται σημαντικά οι δαπάνες προσωπικού. Επίσης θα συνεχιστεί η συρρίκνωση των καταστημάτων, αλλά και η περαιτέρω ψηφιοποίηση εργασιών, που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω περικοπή του κόστους.

Αποχωρήσεις και μείωση καταστημάτων

Πάντως μέσα στο 2022 αναμένονται τουλάχιστον 3.000 νέες αποχωρήσεις εργαζομένων, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν μέσα από νέα προγράμματα εθελούσιας εξόδου, καθώς το ζητούμενο για τις τράπεζες, σύμφωνα με τα επιχειρησιακά τους σχέδια, είναι το δίκτυο να μην υπερβαίνει τα 300 καταστήματα –κάτι που το έχει ήδη πετύχει η Eurobank– και ο αριθμός των εργαζομένων να είναι μικρότερος από τα 6.000 άτομα – στόχος που έχει ήδη επιτευχθεί από την Alpha Bank. Σήμερα ο αριθμός των εργαζομένων στις συστημικές τράπεζες υπερβαίνει τα 29.000 άτομα και τα 1.500 τα καταστήματα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την 5ετία 2016-2020 έκλεισαν 582 τραπεζικά καταστήματα και ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε κατά 8.677 άτομα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών το 2016, το δίκτυο των τραπεζών-μελών της ΕΕΤ αριθμούσε 2.206 καταστήματα, που το 2020 μειώθηκαν στα 1.624. Αντίστοιχα, ο αριθμός των εργαζομένων από τα 41.119 άτομα μειώθηκε στις 32.542.

Το 2020 από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες αποχώρησαν περισσότεροι από 4.500 εργαζόμενοι, με τα στοιχεία της ΕΕΤ να δείχνουν ότι:

·    Η Τράπεζα Πειραιώς μείωσε το προσωπικό της στα 9.593 άτομα, από 10.734 το 2019.

·    Η Εθνική Τράπεζα περιόρισε το προσωπικό της σε 7.822 εργαζομένους, από 8.774 το 2019.

·    Η Eurobank περιόρισε το προσωπικό της σε 6.774 εργαζόμενους, από 8.556 το 2019 (περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι που μετακινήθηκαν στην doValue).

·    Η Alpha Bank μείωσε το προσωπικό της σε 6.316 εργαζομένους, από 6.969 το 2019.

Ζητούμενο η επιστροφή στα κέρδη

Στο μεταξύ, ένας από τους στόχους των τραπεζών είναι η επιστροφή στην κερδοφορία. Η αύξηση εσόδων από τόκους και προμήθειες, που δειλά-δειλά άρχισε να εμφανίζεται στις τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις από φέτος, αναμένεται να εδραιωθεί το 2022, αντανακλώντας την αύξηση της οργανικής κερδοφορίας. Άλλωστε, τα αρνητικά επί της ουσίας και μηδενικά ονομαστικά επιτόκια καταθέσεων αφήνουν μεγάλο περιθώριο για εγγραφή κέρδους, ακόμη και αν τα επιτόκια δανεισμού είναι σήμερα χαμηλά. Ανοδική είναι και η πορεία των εσόδων από χρηματο-οικονομικές πράξεις. Όπως ανέφερε σε σχετική της ανάλυση η Bank of America-Merrill Lynch, το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες γύρισαν σελίδα στα «κόκκινα» δάνεια σημαίνει ότι δεν θα χρειαστεί να εγγράψουν έκτακτες ζημιές στο μέλλον, θα διευρύνουν την κεφαλαιακή βάση τους και, σε κάποιο σημείο, θα μπορέσουν να διανείμουν μερίσματα στους μετόχους τους. Όμως, η διατηρήσιμη βελτίωση της κερδοφορίας τους απαιτεί ανάπτυξη και όχι μόνο μείωση του ρίσκου, τονίζει η BofA. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι όγκοι των νέων δανείων θα αυξηθούν σημαντικά με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις θα υποχωρήσουν και τα κόστη θα βελτιωθούν. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες θα χάσουν έσοδα από τα NPEs, οι πιέσεις στα επιτοκιακά περιθώρια θα επιμείνουν και, σε κάποιο σημείο, όλες οι τράπεζες θα χρειαστεί να εκδώσουν AT1s. Συνολικά, πάντως, εκτίμηση του οίκου είναι ότι η κερδοφορία θα ανακάμψει.

Τι «βλέπει» η Τράπεζα της Ελλάδος

Η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2021 επισημαίνει σχετικά με την υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το εννεάμηνο του 2021, λόγω της εφαρμογής του σχεδίου «Ηρακλής»: Δεν επιτρέπουν εφησυχασμό η συστηματική καταγραφή νέων ΜΕΔ και το γεγονός ότι η πλήρης επίπτωση της πανδημίας στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών αναμένεται να εμφανιστεί με χρονική υστέρηση. Το απόθεμα των ΜΕΔ ανήλθε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021 σε 20,9 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 26,3 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2020 και κατά 86,3 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2021 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 26,2 δισ. ευρώ (λόγω της αξιοποίησης του προγράμματος «Ηρακλής»), και λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω αναδιαρθρώσεων/ρυθμίσεων δανείων, είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.). Επίσης, τη μείωση των ΜΕΔ υποβοήθησαν, μετά και τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δόσεων, τα μέτρα των τραπεζών για διευκόλυνση πελατών τους όσον αφορά τους όρους αποπληρωμής των δανείων τους. Συνολικά στην έκθεση διαπιστώνεται προσπάθεια των τραπεζών να βελτιώσουν την ποιότητα του ενεργητικού τους και να ενισχύσουν τα χρηματο-οικονομικά τους μεγέθη. Σε λίγες επιμέρους περιπτώσεις, ιδίως μικρότερου μεγέθους τραπεζών, απαιτείται ωστόσο εντατικοποίηση της προσπάθειας αυτής. Βέβαια, το μέγεθος της επίπτωσης της πανδημίας, το οποίο δεν μπορεί ακόμη να ποσοτικοποιηθεί, εκτιμάται ότι θα εκδηλωθεί με κάποια υστέρηση, δηλαδή μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Για τον λόγο αυτόν, οι τράπεζες θα πρέπει να επανεξετάζουν συνεχώς την επάρκεια των προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, να ενισχύσουν τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για ενδεχόμενη αθέτηση πληρωμής δανείων, ενώ είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να υπάρξει προσεκτικός σχεδιασμός του χρονοδιαγράμματος άρσης των μέτρων στήριξης που έχουν λάβει το Ευρωσύστημα, η ΕΕ, η κυβέρνηση και οι εποπτικές Αρχές.

 

της Αμαλίας Κάτζου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο