Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί νέες δυσμενείς συνθήκες για όλες τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για επιχειρήσεις και βιομηχανίες που έκαναν εισαγωγές ή εξαγωγές σε Ρωσία και Ουκρανία, επεσήμανε προ ημερών η πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος (ΣΒΘΣΕ) Ελένη Κολιοπούλου, η οποία, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε μαζί της, χαρακτήρισε θετικό βήμα από την κυβέρνηση τον διπλασιασμό της επιδότησης της τιμής της μεγαβατώρας από 65 σε 130 ευρώ.

Αυτή όμως είναι η μία όψη του προβλήματος, διότι η άλλη αφορά τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, που συνεχίζουν να πλήττουν την ανταγωνιστικότητά της εγχώριας βιομηχανίας και δη της ενεργοβόρου στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, δυσχεραίνοντας συνολικά τις συνθήκες λειτουργίας της.

Διαχρονικό πρόβλημα

Σημειώνεται ότι ο κανονισμός της ΕΕ, που αφορά στην ακεραιότητα και διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας, θεσπίζει και το πλαίσιο για την παρακολούθηση των χονδρικών αγορών ενέργειας όπου γίνεται η εμπορική διαπραγμάτευση μεταξύ των προμηθευτών λιανικής (π.χ. εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας) και μεγάλων χρηστών ενέργειας. Ο κανονισμός αποσκοπεί και στην απαγόρευση καταχρήσεων, όπως είναι η εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών και η χειραγώγηση της αγοράς.

Τι συμβαίνει όμως στην Ελλάδα και επανέρχονται με παρέμβασή τους Βιομηχανικοί Σύνδεσμοι της χώρας, ζητώντας την παρέμβαση της κυβέρνησης για τον έλεγχο των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας;

Αιτιολογώντας το αίτημά τους προς την κυβέρνηση, οι Σύνδεσμοι Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας (ΣΕΒΠΔΕ), Βιομηχανιών Αττικής-Πειραιώς (ΣΒΑΠ), Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας (ΣΒΘΣΕ), Βιομηχανιών Στερεάς Ελλάδας (ΣΒΣΕ) και η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) αναφέρουν αναλυτικά: Τελευταίως διαπιστώνεται η αδικαιολόγητη εκτόξευση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο των 360-400 ευρώ ανά Mwh, με αναφορά στην εκτόξευση των χρηματιστηριακών τιμών του φ.α. λόγω της κρίσης στην Ουκρανία, η οποία όμως θα επηρεάσει την ελληνική αγορά τον Απρίλιο. Η αύξηση των τιμών διευρύνει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα του υψηλού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, από το οποίο επιβαρύνεται η ελληνική βιομηχανία, με αρνητικές επιπτώσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Είναι γνωστό ότι στη χώρα μας η τιμή που προμηθεύονται το φ.α. όλοι οι προμηθευτές και οι ηλεκτροπαραγωγοί διαμορφώνεται από τις χρηματιστηριακές τιμές TTF (Title Transfer Facility ή Ταμείο Μεταφοράς Τίτλων) του προηγούμενου μήνα (front month), όπως αυτό καθορίζεται στις σχετικές συμβάσεις τους, καθώς στη χώρα μας δεν υπάρχει spot αγορά (τοις μετρητοίς), αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές.

Η επίκληση των τιμών, συνεχίζουν οι Σύνδεσμοι, «που διαμορφώνονται στις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές δεν αποτελεί πλήρη αιτιολογία για την άνοδο των τιμών στην ελληνική αγορά, διότι αφενός στις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές ηλεκτρισμού διαπραγματεύεται μόνο το 20%-30% της κατανάλωσης σε κάθε χώρα, αφετέρου στις εν λόγω αγορές η διαπραγμάτευση του φ.α. γίνεται μέσω των spot αγορών (τοις μετρητοίς) και όχι βάσει των τιμών του προηγούμενου μήνα».

Μέτρα στήριξης

Οι Βιομηχανικοί Σύνδεσμοι θεωρούν ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει: «να προχωρήσει άμεσα στη λήψη πιο αποτελεσματικών μέτρων στήριξης της βιομηχανίας, στο πλαίσιο που καθορίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση της υπερβολικής αύξησης των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, συμπεριλαμβανομένης και της φορολόγησης των υπερκερδών (windfall profits) των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας».

Όπως μας είπε η πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος (ΣΒΘΣΕ) Ελένη Κολιοπούλου, ένα μέτρο στήριξης θα ήταν και η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων για net metering (αυτοπαραγωγή) από τις επιχειρήσεις και virtual net metering (εικονικό ενεργειακό συμψηφισμό), με χρηματοδοτικό εργαλείο το Ταμείο Ανάκαμψης. Στον εικονικό ενεργειακό συμψηφισμό (virtual net metering) είναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός της παραγόμενης ενέργειας (από έναν ΦΒ σταθμό) με την καταναλισκόμενη ενέργεια από μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις κατανάλωσης του αυτοπαραγωγού, χωρίς να υφίσταται ο περιορισμός η εγκατάσταση παραγωγής να είναι στον ίδιο (ή όμορο) χώρο με την εγκατάσταση κατανάλωσης και να συνδέεται ηλεκτρικά με αυτή (σύνδεση στο δίκτυο μέσω της αυτής παροχής), όπως συμβαίνει στον κλασικό ενεργειακό συμψηφισμό.

Σε ότι αφορά τη θέση του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (πρωτοβουλία των μεγαλύτερων ιδιωτικών εταιρειών), όπως έχει αποτυπωθεί από τα μέλη του, είναι ότι βασική επιδίωξή του είναι «να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας πραγματικά απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που θα λειτουργεί προς όφελος των τελικών καταναλωτών». Οι εταιρείες του ΕΣΑΗ έχουν επενδύσει 1,5 δισ. σε έξι σύγχρονες ηλεκτροπαραγωγές μονάδες φυσικού αερίου.

Η ελληνική ενεργειακή αγορά δεν λειτουργεί με ανταγωνιστικούς όρους, διευκρινίζει η «Ελληνική Παραγωγή»- Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη: «Tο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για την ελληνική βιομηχανία είναι έως και 30% υψηλότερο από εκείνο των βασικών ανταγωνιστών της. Για τις βιομηχανίες εντάσεως ενεργείας είναι ένας παράγοντας επιβαρυντικός για τις εξαγωγές τους, αλλά και για να ανταγωνιστούν ομοειδή εισαγόμενα προϊόντα. Η χώρα μας οφείλει να ακολουθήσει το παράδειγμα της υπόλοιπης Ευρώπης, οργανώνοντας μια ανταγωνιστική αγορά, στο πλαίσιο της μετάβασης στο Ευρωπαϊκό Μοντέλο-Στόχο (Target Model), αυξάνοντας τις διασυνδέσεις με το εξωτερικό και επιτρέποντας να εισάγουν οι καταναλωτές ενέργειας φθηνότερο ρεύμα από εκεί χωρίς διοικητικές επιβαρύνσεις του κόστους του. Παράλληλα χρειάζεται ένα μακροχρόνιο εθνικό ενεργειακό πρόγραμμα, που να διασφαλίζει επάρκεια και ανταγωνιστικό ενεργειακό κόστος, προϋπόθεση για μια ανταγωνιστική εξωστρεφή βιομηχανία».

Απροσδόκητα οφέλη

Σύμφωνα με τους Βιομηχανικούς Συνδέσμους, «η τιμή προμήθειας για τον Μάρτιο είναι 80 ευρώ ανά Μwh, βάσει της οποίας το υπολογιζόμενο μεταβλητό κόστος για μια μονάδα φυσικού αερίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 200 ευρώ ανά Μwh, εάν λάβουμε υπόψη μας και τη σημαντική πτώση των τιμών των δικαιωμάτων CO2 στα 60 ευρώ ανά Mwh, από το επίπεδο των 90 ευρώ ανά Mwh που είχε φθάσει τους δύο τελευταίους μήνες. Επομένως, οι τιμές των 360 ευρώ ανά Mwh στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κρίνονται ως υπερβολικές και αδικαιολόγητα υψηλές, επιφέροντας απροσδόκητα οφέλη, αλλά τα οποία πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών καταναλωτών ενέργειας».

Η «επιδότηση των 65 ευρώ ανά Μwh, που δίδεται στις βιομηχανίες για τον μήνα Μάρτιο (σ.σ. η κυβέρνηση διπλασίασε την τιμή για τον Απρίλιο) προφανώς δεν επαρκεί για να καλύψει τις κατά πολύ επαυξημένες τιμές. Είναι πλέον σαφές ότι η κρίση θα διαρκέσει τουλάχιστον έως και τις αρχές του επομένου έτους. Το πλήγμα που θα υποστεί η βιομηχανία της χώρας θα είναι καίριο και τίθεται ζήτημα βιωσιμότητας για την πλειοψηφία αυτών».

Πιεστική κατάσταση

Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα πιεστική για τις επιχειρήσεις που εισάγουν πρώτες ύλες από τις αγορές Ουκρανίας – Ρωσίας, καθώς αποκόπτονται αιφνίδια από τις συγκεκριμένες αγορές, εξηγεί η Ελένη Κολιοπούλου, πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος: Επίσης, η ανεύρεση νέων προμηθευτών είναι εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία και πολλές φορές απαγορευτική, λόγω της γενικής έλλειψης αλλά και της απόστασης της χώρας μας από εναλλακτικές αγορές.

 

του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο