Ο υψηλός πληθωρισμός, η έκρηξη του οικοδομικού κόστους, οι νέες αυξημένες αντικειμενικές αξίες στις περισσότερες ζώνες της χώρας, η εκτίναξη των ενοικίων και οι μηδενικές αποδόσεις των καταθέσεων ωθούν τους καταναλωτές στην απόκτηση κατοικίας για την κάλυψη των αναγκών τους ή για την ενοικίαση, ώστε να αποφέρουν ικανοποιητικό ετήσιο εισόδημα και υψηλές αποδόσεις.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, πέρυσι οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν με πολλαπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τον πληθωρισμό, ενώ τώρα πηγαίνουν… χέρι-χέρι. Αυτό σημαίνει ότι η διατήρηση χρημάτων σε αποταμιευτικό λογαριασμό «φαγώνεται» από τον τιμάριθμο, οπότε αυτός είναι ένας βασικός λόγος για να συνεχίσει να εκδηλώνεται ζήτηση για ακίνητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι τιμές των κατοικιών κατά το α’ τρίμηνο του 2022 αυξήθηκαν κατά 8,6% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ πέρυσι είχαν αυξηθεί κατά 7,4%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019.

Από την άλλη πλευρά, ικανοποιητική κρίνεται η εικόνα και στα επαγγελματικά ακίνητα, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του 2021. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το 2021, οι τιμές πώλησης των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών σημείωσαν αύξηση 2,1%, ενώ τα ενοίκια αυξήθηκαν 1,1%. Αντίστοιχα, για τα γραφεία υψηλών προδιαγραφών, η μέση τιμή πώλησης αυξήθηκε κατά 1,8%, ενώ τα ενοίκια κατά 3,7%. Σε κάθε περίπτωση, η αγορά των επαγγελματικών ακινήτων, λόγω των… τραυμάτων που αφήνει η πανδημία, εμφανίζει υποπολλαπλάσια αύξηση σε σχέση με τις κατοικίες.

Κέρδος χωρίς ταλαιπωρία

Η ισχυρή ζήτηση για τα ακίνητα είναι αποτέλεσμα της ενισχυμένης τάσης των καταναλωτών, για την εξασφάλιση ικανοποιητικών αποδόσεων αλλά και την αποφυγή της ταλαιπωρίας των ενοικίων.

Για παράδειγμα, με 150.000 ευρώ, μια οικογένεια μπορεί να καλύψει αξιοπρεπώς τις στεγαστικές της ανάγκες, κάνοντας χρήση καταθέσεων, αλλά και στεγαστικού δανείου με χαμηλό επιτόκιο 2,5%. Ο φόβος των «τσουχτερών» ενοικίων και των συνεχών μετακινήσεων, σε συνδυασμό με την αύξηση των αναγκών των οικογενειών, λόγω της πανδημίας (επιπλέον χώρος για γραφείο και τηλεργασία), καθιστούν το οικιστικό ακίνητο ως μία από τις πιο αποδοτικές επενδύσεις.

Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από την ακτινογραφία της ζήτησης, η οποία αφορά νεόδμητα και παλαιά διαμερίσματα. Χιλιάδες αγοραστές δεν πτοήθηκαν από την αύξηση του κατασκευαστικού κόστους κατά τουλάχιστον 300 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, την τελευταία περίοδο, καθώς η αγορά σύγχρονου σπιτιού οδηγεί και σε συντομότερη απόσβεση των λειτουργικών δαπανών για ρεύμα, θέρμανση και ψύξη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, η αύξηση των τιμών των νεόδμητων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) κατά το α΄ τρίμηνο του έτους διαμορφώθηκε στο 10,3%, ενώ τα παλαιά άνω των 5 ετών σημείωσαν αύξηση 7,4%. Το 2021 η τιμή πώλησης των νεόδμητων διαμερισμάτων ήταν 7,9% υψηλότερη σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020, όταν είχε καταγραφεί αύξηση 4,9%, έναντι του α’ τριμήνου του 2019. Αντιστοίχως, οι τιμές πώλησης των παλαιών διαμερισμάτων αυξήθηκαν πέρυσι κατά 7% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2020, ενώ το συγκεκριμένο διάστημα είχε καταγραφεί αύξηση κατά 4,2% σε σχέση με το 2019.

Κρίση και ζήτηση        

Πάντως, η οικονομική κρίση αναμένεται να κάμψει τη ζήτηση και να λειτουργήσει σταθεροποιητικά ή και ελαφρά πτωτικά στις τιμές, όπως εκτιμούν παράγοντες της κτηματαγοράς. Μεγάλοι κερδισμένοι είναι όσοι διαθέτουν «ζεστό» χρήμα και δεν επηρεάζονται από την αύξηση των επιτοκίων. Ειδικά όσοι επενδύουν σε ακίνητα, μπορούν με ένα ποσό των 100.000 ευρών να εξασφαλίσουν μηνιαίο ενοίκιο 400 ευρώ, έναντι ετήσιου εσόδου από τόκους, μόλις 350 ευρώ, τα οποία «καταπίνει» ο πληθωρισμός! Έτσι, σε ετήσια βάση τα έσοδα από την ενοικίαση ανέρχονται σε 4.800 ευρώ ή περίπου 4.000 ευρώ μετά την αφαίρεση του φόρου μισθωμάτων 15% και του ΕΝΦΙΑ, τα οποία, είναι ικανοποιητικά σε σχέση με τον υψηλό πληθωρισμό.

Η… πρωταθλήτρια

Η Αθήνα ανακηρύσσεται αυτονόητα ως «πρωταθλήτρια» στο ποσοστό αύξησης των τιμών πώλησης των ακινήτων με 9,7%, ενώ ακολουθούν η Θεσσαλονίκη με 8,3%, οι μεγάλες πόλεις της χώρας με 8,2% και οι λοιπές περιοχές με 6,4%. Αντιστοίχως, τα ποσοστά του α’ τριμήνου του 2020, σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019, είχαν διαμορφωθεί σε 9,4%, 7,2%, 5,7% και 4,8%.

 

του Λουκά Γεωργιάδη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο