Μεταβολές, μικρές μεν αλλά ίσως κρίσιμες ως προς την κυβερνησιμότητα.

Τα ευρήματα των πρόσφατων (μετά την υπόθεση των «παρακολουθήσεων») δημοσκοπήσεων, παρόλο που δεν δείχνουν μία ανατροπή στους συσχετισμούς ή στην εκλογική δυναμική των κομμάτων, θεωρούνται ιδιαιτέρως σημαντικά.

Κι αυτό γιατί, σε μία ξεκάθαρα προεκλογική περίοδο, εμποτισμένη με έντονη τοξικότητα,καταγράφονται μεταβολές, μικρές μεν, αλλά ίσως αποδειχθούν κρίσιμες ως προς το βασικό επίδικο, το οποίο είναι η κυβερνησιμότητα. Η αναγκαιότητα δηλαδή για πολιτική σταθερότητα, για στιβαρή και αποτελεσματική κυβέρνηση, σε ένα περιβάλλον αστάθειας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά πόσο όμως το νέο πολιτικό σκηνικό, όπως τώρα διαμορφώνεται, θα επηρεάσει την κυβερνησιμότητα, την πολιτική σταθερότητα, στην οποία προσδοκά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και την οποία έχει ανάγκη ο τόπος, για να οδηγηθεί στην ανάπτυξη και στην πρόοδο;

Το αδύναμο σημείο

Είναι χαρακτηριστικό πως τις τελευταίες ημέρες όσοι διαβάζουν με προσοχή τις εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης και τις αναλύσεις για την Ελλάδα διαπιστώνουν το εξής παράδοξο: Ενώ η εικόνα της χώρας έχει αναβαθμιστεί και οι προβλέψεις κάνουν λόγο για δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, υπάρχει ένα αδύναμο σημείο, εξαιτίας του οποίου οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχουν φτάσει στο σημείο εκείνο της αναβάθμισης, ώστε να πάρουμε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.

Πολιτική αστάθεια

Ποιο είναι αυτό; Η πολιτική αστάθεια που διαφαίνεται στον ορίζοντα ως μια πιθανότητα, επειδή οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και σε κλίμα τοξικότητας. Έτσι, ενώ έχουμε μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να προηγείται με διαφορά στις δημοσκοπήσεις, έναν πρωθυπουργό πολιτικά κυρίαρχο στο εσωτερικό και με θετική εικόνα στο εξωτερικό, οι αγορές δεν έχουν πειστεί απόλυτα ότι θα έχουμε σταθερή κυβέρνηση μετά το 2023. Ο κίνδυνος που «βλέπουν» οι αγορές μπορεί να αποδειχθεί υπαρκτός, αν στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο δεν δούμε καθαρά ορισμένα βασικά πράγματα:

·       Πρώτον: Ύπαρξη ισχυρού δικομματικού συστήματος,απαραίτητου στοιχείου για τον σχηματισμό αυτοδύναμων κυβερνήσεων.

·       Δεύτερον: Ευνοϊκές συνθήκες για σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων.

Αν το πρώτο δεν υπάρχει, γιατί ο ένας πόλος εμφανίζεται αδύναμος, τότε είναι σχετικά εύκολο –και αναμενόμενο– να απελευθερωθούν δυνάμεις και από τον άλλον πόλο. Αν δεν υπάρχει το δεύτερο, γιατί κυρίως δεν θα υπάρχει διάθεση συνεννόησης μεταξύ κομμάτων, τότε καλλιεργείται πολωτικό κλίμα. Αλλά στην πόλωση χωράνε δύο, δεν χωράνε τρεις.Και τα γκάλοπ εδώ και τρία χρόνια, ακόμη και τα πρόσφατα, καταγράφουν ένα σκηνικό που δεν παραπέμπει στον κλασικό δικομματισμό.

Οριακές διακυμάνσεις

Η δημοσκοπική εικόνα σήμερα δείχνει ότι υπάρχει ένα μεγάλο κόμμα (ΝΔ), ένα μεσαίο (ΣΥΡΙΖΑ) κι ένα μικρομεσαίο (ΚΙΝΑΛ). Όσον αφορά την πρόθεση ψήφου, σε όλες τις δημοσκοπήσεις οι αλλαγές δεν είναι τόσο σημαντικές. Τα στενά «ακροατήρια» των κομμάτων μπορεί να φορτίζονται, να αλλάζουν αξιολογήσεις για τους πολιτικούς αντιπάλους, αλλά προς το παρόν δεν δείχνουν σημαντικές τάσεις μετακίνησης. Η σημαντικότερη διαφοροποίηση είναι αυτή της εκτίμησης ψήφου στη ΝΔ, η οποία έχει μία μικρή απώλεια της τάξεως του 1%-1,7%, ενώ όλοι οι υπόλοιποι σχηματισμοί παρουσιάζουν οριακές διακυμάνσεις κάτω της ποσοστιαίας μονάδας, καθώς οι απώλειες του κυβερνώντος κόμματος διαχέονται και δεν κινούνται προς μία κατεύθυνση.

Μέσα από αυτό το σκηνικό, όπως καταγράφεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, είναι πιθανόν να προκύψει πολιτική αστάθεια στις προσεχείς εκλογές.

Απλή αναλογική

Με δεδομένο ότι οι πρώτες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και δεν θα οδηγήσουν σε σχηματισμό κυβέρνησης, θα ακολουθήσουν αμέσως δεύτερες, με ενισχυμένη αναλογική, στις οποίες το πρώτο κόμμα χρειάζεται περίπου 38% ή ακόμη και μεγαλύτερο ποσοστό για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Δημοσκοπικά, η ΝΔ είναι δυνατόν να κερδίσει την αυτοδυναμία κατά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.Αν όχι, θα αρχίσει ο κύκλος των διερευνητικών επαφών για τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης ήη χώρα θα οδηγηθεί σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση.

Αυτοδυναμία ή συνεργασία

Στην περίπτωση της απλής αναλογικής, σε μια σειρά υποθετικών σεναρίων και κάνοντας τη βασική παραδοχή ότι το ποσοστό της μη αντιπροσωπευόμενης ψήφου (ποσοστό κομμάτων εκτός Βουλής) παραμένει στα επίπεδα των εκλογών του 2019, δηλαδή 8%, προοπτική αυτοδυναμίας υπάρχει εφόσον το πρώτο κόμμα συγκεντρώσει τουλάχιστον 46%.Χρησιμοποιώντας ως βάση ανάλυσης τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων και με δεδομένη βέβαια την απλή αναλογική, το σενάριο της κυβέρνησης συνεργασίας ή της αυτοδύναμης κυβέρνησης, που προσδοκά ο Μητσοτάκης,μπορεί να μην προβάλλει τόσο ισχυρό, ωστόσο είναι πολύ πιθανόν,ενώ το σενάριο της «προοδευτικής διακυβέρνησης» που προωθεί ο Τσίπρας καθίσταται εφικτό μόνο με τη συμμετοχή τεσσάρων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25). Ρυθμιστικός ρόλος και στις δύο περιπτώσεις είναι το ΠΑΣΟΚ.

Στις επαναληπτικές εκλογές και με τον νέο εκλογικό νόμο της ΝΔ, έχοντας πάντα ως βάση τα τελευταία δημοσκοπικά δεδομένα, για να φτάσει το πρώτο κόμμα τις 151 έδρες, θα πρέπει να συγκεντρώσει τουλάχιστον 38,4% του συνόλου των έγκυρων ψήφων. Το πρώτο κόμμα, όταν ξεπεράσει το 25%, λαμβάνει 20 επιπλέον έδρες. Για κάθε μισή ποσοστιαία μονάδα προστίθεται μία έδρα, μέχρι το πολύ άλλες 30.

Εύθραυστη πλειοψηφία

Η ΝΔ, εισάγοντας τον νέο εκλογικό νόμο και διατηρώντας κάποια στοιχεία αναλογικότητας, με τη χρήση του κλιμακωτού μπόνους δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να βρεθεί με μια οριακή πλειοψηφία 151 βουλευτών που, όπως έχει δείξει η πολιτική μας ιστορία, είναι εύθραυστη και επιβάλλει στην οποιαδήποτε κυβερνητική πλειοψηφία μια συνεχόμενη άσκηση ισορροπίας. Για να βρεθεί λοιπόν με μια σχετικά ασφαλή πλειοψηφία 153 βουλευτών, θα χρειαστεί ένα ποσοστό 38%, 39% ή και 40%. Θα χρειαστεί, δηλαδή, να επαναλάβει την εκλογική επίδοση του Ιουλίου του 2019.

Το τρίτο κόμμα

Το καθοριστικό συμπέρασμα από την εφαρμογή της αναλογικής είναι ότι, ενώ το πρώτο κόμμα μπορεί να βρει έδρες πλειοψηφίας σε συνεργασία με το τρίτο (160 ή 157 έδρες στο περιθώριο των δύο σεναρίων), η εκδοχή που αγνοεί το πρώτο κόμμα για να υπάρξει άλλη πλειοψηφία δεν είναι–τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα– ρεαλιστική.Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμία τέτοια εκπεφρασμένη επιθυμία, αλλά και γιατί οι έδρες που συγκεντρώνονται θεωρητικά από τρία κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ25) είναι μόλις 132 έως 137.Έτσι μπαίνει ουσιαστικά στην εξίσωση ένα σημαντικό δίλημμα για το τρίτο κόμμα, που όλα δείχνουν ότι θα είναι το ΠΑΣΟΚ. Θα συνεισέφερε τις έδρες του για σχηματισμό κυβέρνησης με το προπορευόμενο κόμμα ή θα προτιμούσε να μείνει στην αντιπολίτευση, ελπίζοντας ότι θα αυξήσει την επιρροή του με αναβαθμισμένο ρόλο στο μέλλον; Οπότε, η επανάληψη των εκλογών θα ήταν μάλλον αναπόφευκτη.

Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, θα άλλαζαν και τα δεδομένα με την εφαρμογή του εκλογικού νόμου που ψήφισε η ΝΔ στις αρχές του 2020, ο οποίος, πριμοδοτώντας σχετικά το πρώτο κόμμα, διευκολύνει τον σχηματισμό κυβέρνησης στα όρια που αναδεικνύουν μια μάλλον ήπια αναλογική, πλειοψηφικής κλίσης, όπου από το 25% για το πρώτο κόμμα κλιμακώνεται μια ονομαστική πριμοδότηση 20 εδρών αρχικά, που αυξάνεται κατά μία έδρα για κάθε 0,5% παραπάνω, μέχρι 50 έδρες στο 40% και άνω. Η πριμοδότηση αυτή είναι σε κάθε περίπτωση ονομαστική και όχι πραγματική, αφού το πρώτο κόμμα δικαιούται έτσι ή αλλιώς την αναλογία του στις έδρες που διαχωρίζονται ως μπόνους.

«Βαρόμετρο» οι ψηφοφόροι

Το σίγουρο είναι ότι το 40% εξασφαλίζει μονοκομματική πλειοψηφία, ανάλογα με τη μη αντιπροσωπευόμενη ψήφο. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με λίγο μικρότερα ποσοστά, αλλά τα όρια είναι ασφαλώς περιορισμένα. Αν και το προπορευόμενο κόμμα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με την αναλογική, η συζήτηση για συνεργασίες δεν είναι εξ ορισμού απίθανο να προκύψει και έπειτα από δεύτερες συνεχόμενες εκλογές. Με δεδομένο όμως, βάσει των σημερινών ευρημάτων και των όσων έχει δηλώσει ο Ανδρουλάκης, ότι πιθανότητα συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ δεν υφίσταται, η χώρα θα οδηγηθεί σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση, προκειμένου να επιτευχθεί η αυτοδυναμία.

Εκτός και αν υπάρξει εκδήλωση ενδιαφέροντος για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας εκ μέρους του Βελόπουλου, ο οποίος για λόγους εθνικού συμφέροντος μπορεί να «τείνει χείρα βοηθείας» στον Μητσοτάκη. Το είχε εξάλλου…υπαινιχθεί ο Ανδρουλάκης, ο οποίος,κλείνοντας την πόρτα σε κάθε πιθανότητα «συγκυβέρνησης με τη Δεξιά», υποστήριξε ότι, αν χρειαστεί κυβερνητικό εταίρο, ο Μητσοτάκης «πρέπει να τον ψάξει στον Βελόπουλο».

Θα μπορούσαν να υπάρξουν εξελίξεις που να μετατοπίσουν το κέντρο βάρους; Προς το παρόν, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό, γιατί θα απαιτούσε θεαματική βελτίωση των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει. Είναι σημαντικό ωστόσο και θα πρέπει να υπολογιστεί σοβαρά από όσους καταφεύγουν σε σχεδιασμούς και σενάρια–που μπορεί να προκύψουν κατά την πρώτη, αλλά κυρίως κατά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση– το δημοσκοπικό εύρημα που αφορά τις διαθέσεις των πολιτών για την κυβέρνηση. Πέραν της δημοφιλίας του πρωθυπουργού και της αποδοχής του κυβερνητικού έργου σε μεγάλο ποσοστό και από ψηφοφόρους των αντιπολιτευόμενων κομμάτων,το 50%των ερωτηθέντων εμφανίζεται να επιθυμεί μία αυτοδύναμη κυβέρνηση και το 48% μία κυβέρνηση συνεργασίας.

Λαμβάνοντας υπ’ οψιν και το δημογραφικό αυτό στοιχείο, πολιτικοί παρατηρητές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο το νέο πολιτικό σκηνικό, όπως αυτό τώρα διαμορφώνεται, να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την κυβερνησιμότητα, και μάλιστα θετικά, προς την κατεύθυνση της αυτοδυναμίας και της κυβερνητικής σταθερότητας.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο