Η διπλωματική νίκη Μητσοτάκη και τι προγραμματίζεται για τις «συνομιλίες κορυφής» στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο

Με το βλέμμα στην επόμενη συνάντησή τους το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, ο πρωθυπουργός και το κυβερνητικό επιτελείο προετοιμάζουν ήδη τα επόμενα βήματα μετά την πολιτική συμφωνία για την εγκαθίδρυση διαύλου επικοινωνίας σε επίπεδο κορυφής, στην οποία κατέληξαν ο Κυρ. Μητσοτάκης και ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν στο Βίλνιους της Λιθουανίας.

Η Αθήνα εμφανίζεται συγκρατημένα ικανοποιημένη από την πέμπτη, κατά σειρά, συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία, κατά γενική εκτίμηση, ήταν διαφορετική από όλες τις προηγούμενες, προφανώς λόγω και των νέων πολιτικών ισορροπιών που διαμορφώνονται ευρύτερα.

Οι τρεις άξονες

Η συμφωνία, στην οποία κατέληξαν οι κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν κινείται σε τρεις άξονες: στην απευθείας επικοινωνία των δύο υπουργών Εξωτερικών και την επίβλεψη των θεμάτων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία τους, στην προώθηση των στρατιωτικών Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και στη συνέχιση της θετικής ατζέντας, πρακτικά με την ανακοίνωση της συνεδρίασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών στη Θεσσαλονίκη το ερχόμενο φθινόπωρο.

Ουσιαστικά οι κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν, στην πέμπτη συνάντησή τους σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, συμφώνησαν σε αλλαγή του πλαισίου επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Ακόμα και το γεγονός ότι διήρκεσε μισή ώρα περισσότερο από τον αρχικώς προγραμματισμένο χρόνο έχει την αξία του. Και σε συμβολικό επίπεδο και επί της ουσίας όσων δρομολογούνται. Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι μετά το πέρας της συνάντησης, Αθήνα και Άγκυρα εξέδωσαν πανομοιότυπες ανακοινώσεις, με εξαιρετικά προσεκτικά διατυπωμένα τα όσα νωρίτερα είχαν συμφωνηθεί και η Τουρκία δεν επανέλαβε τη γνώριμη τακτική των εμπρηστικών αναφορών και διαρροών, στις οποίες παραδοσιακά προβαίνει μετά από κάθε Συνάντηση Κορυφής.

Εκτίμηση του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι όλη η παρουσία του Τούρκου προέδρου στο Βίλνιους εξέπεμπε το μήνυμα ότι η Άγκυρα θέλει να κλείσει τα μέτωπα στις σχέσεις της με τη Δύση, περιλαμβανομένων προφανώς και των ελληνοτουρκικών.

Υπουργική «επιστασία»

Η πιο σημαντική ίσως από τα όσα εξαγγέλθηκαν στο Βίλνιους, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, ήταν η συμφωνία να έχουν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών Γ. Γεραπετρίτης και Χ. Φιντάν την πολιτική επιστασία στις συζητήσεις μεταξύ των δύο χωρών για τις βασικές διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας. Η συμμετοχή των δύο υπουργών, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, πέραν των θεμάτων υψηλής πολιτικής, όπως οι συζητήσεις για θέματα όπως η υφαλοκρηπίδα, θα συνομιλούν και για τρέχοντα ζητήματα. Κάτι που εκτιμάται βασίμως ότι ενισχύει σημαντικά τις πιθανότητες διατήρησης του κλίματος ηρεμίας στις σχέσεις των δύο χωρών.

Στο Μέγαρο Μαξίμου και το ΥΠΕΞ εργάζονται ήδη πυρετωδώς για την αναμόρφωση της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών, στη βάση όσων συμφωνήθηκαν στο Βίλνιους. Πλέον, θα συμπεριληφθούν και κρίσιμα ζητήματα, με πρώτο το μεταναστευτικό, στο οποίο η συνεργασία Αθήνας – Άγκυρας υπερβαίνει κατά πολύ το διμερές σκέλος των μεταξύ τους σχέσεων και εκτείνεται στις ευρύτερες ευρωτουρκικές σχέσεις.

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο παρελθόν έχει πάρει αποφάσεις σχετικά με το πλαίσιο των σχέσεων ΕΕ- Τουρκίας. Είχε ανοίξει δύο δρόμους για την Τουρκία: τον καλό και τον λιγότερο καλό. Πρόθεσή μας είναι να πορευτούμε στον θετικό δρόμο. Και σίγουρα η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μόνο να βοηθήσει μπορεί τη συνολική προσέγγιση της Τουρκίας προς την ΕΕ, από τη στιγμή που δεν έχω λόγο να αμφισβητώ ότι αυτή η πρόθεση της Τουρκίας φαίνεται αυτή τη στιγμή να είναι ειλικρινής», ήταν το μήνυμα που εξέπεμψε ο κ. Μητσοτάκης μετά τη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο.

Πού επενδύει η Αθήνα

Η ελληνική πλευρά επενδύει στη θετική ατζέντα, την οποία μνημόνευσε εκ νέου ο πρωθυπουργός, επιβεβαιώνοντας ότι θα αποτελέσει και τη βάση της επόμενης συνάντησης των δύο ηγετών, στη Θεσσαλονίκη, όπου και θα συγκληθεί το φθινόπωρο το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το οποίο, σημειωτέον, επρόκειτο να συνέλθει μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ανεβλήθη λόγω της τότε επιθετικής στροφής του Τούρκου προέδρου.

Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία απόπειρα είχε πραγματοποιηθεί το 2016 στη Σμύρνη.

Σε αυτήν τη συγκυρία, η Αθήνα ευελπιστεί ότι η επανέναρξη της συζήτησης για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και τη λεγόμενη «θετική ατζέντα» θα οδηγήσουν στη διάνοιξη μιας διαδικασίας διαλόγου, ενδεχομένως με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Ρεαλισμός και όχι όνειρα

Βεβαίως, ουδείς τρέφει προσδοκίες ότι μπορεί να προκύψουν εύκολα ευρύτερες συγκλίσεις στις νομικές ή τις «γεωπολιτικές» διαφορές των δύο πλευρών. Ούτε ότι η Άγκυρα θα αποδεχθεί εύκολα τις βασικές αρχές του Δικαίου της Θάλασσας, θα αποσύρει από το τραπέζι το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο ή θα απεμπολίσει τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών».

Ο διάλογος αυτός καθαυτός, όμως, διευκολύνει την παράταση της νηνεμίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την επιδίωξη των Ηνωμένων Πολιτειών να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τις Ένοπλες Δυνάμεις των δύο χωρών, δίνοντας στη μεν Τουρκία τα πολυπόθητα F-16, καθιστώντας, όμως, ταυτόχρονα την Ελλάδα ακόμα ισχυρότερη στους αιθέρες με τα υπερσύγχρονα F-35. Σε μία στιγμή που οι όροι του Μενέντεζ για την αγορά των F-16 από την Τουρκία δίνουν στην Αθήνα απρόσμενα διπλωματικά όπλα,για να δείξει στην Τουρκία ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας οδηγούν σε καλύτερες ευρωτουρκικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Άλλωστε αυτή ήταν και μια προειδοποίηση του Αμερικανού προέδρου προς τον Ερντογάν.

 

της Έλλης Τριανταφύλλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο