Η αλήθεια είναι ότι για κυβέρνηση που εκλέχθηκε πανηγυρικά πριν από μόλις δύο μήνες δεν είναι λίγα τα σύννεφα που μαζεύτηκαν τόσο γρήγορα στον ορίζοντά της. Μικρής σημασίας, μεν, τα πρόωρα φάλτσα κυβερνητικών στελεχών, η μεγάλη εικόνα όμως εξαιτίας των πυρκαγιών και των τραγικών γεγονότων στη Νέα Φιλαδέλφεια δεν θυμίζει το 2019, που η εκκίνηση εκείνης της κυβέρνησης είχε γίνει με όρους που παρέπεμπαν σε εκ των προτέρων καλοκουρδισμένη μηχανή.

Αλλά ούτε και η αντιπολίτευση παρουσίαζε τότε τη σημερινή εικόνα της διάλυσης. Ο πρωθυπουργός σε πρόσφατη συνέντευξή του χαρακτήρισε οξύμωρο τον προεκλογικό ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο η κυβέρνησή του θα ήταν «αντιπολίτευση του εαυτού της». Αναγνώρισε σωστά ότι «δεν επιβάλλει αυτό η θεσμική μας τάξη» και επαναλαμβάνει ότι βάζει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών και δεν συμβιβάζεται με μία δεύτερη τετραετία που να είναι «απλά διαχειριστική». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόσταση των 23 μονάδων που χωρίζουν την κυβερνητική παράταξη από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το γεγονός ότι το άθροισμα των υπόλοιπων παραδοσιακών κομμάτων υπολείπεται του σχεδόν 41% που πήρε η ΝΔ δίνουν μεγάλο πλεονέκτημα στον κ. Μητσοτάκη και στους συνεργάτες του.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα της έλλειψης αξιόμαχου αντιπάλου, εξαιτίας και του κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, μπορεί να γίνει το μεγάλο μειονέκτημα της δεύτερης κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όχι μόνον διότι τα στελέχη της μπορεί να βάλουν χαμηλά τον πήχη, επειδή δεν προβάλλει στον ορίζοντα αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αλλά κυρίως διότι, με δεδομένη τη φάση της ομφαλοσκόπησης στην οποία έχει περιπέσει η αντιπολίτευση, το μεγαλύτερο μέρος από τα φώτα της κοινής γνώμης είναι στραμμένο στις ενέργειες της κυβέρνησης. Οι πολίτες αναμένουν έργο και λύσεις προβλημάτων από τους υπουργούς και όχι… επανάπαυση επάνω στον θρίαμβο. Και θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση.