Δύο σύνοδοι κορυφής, η μία στη Μαδρίτη, για το κλίμα και την ενέργεια, σήμερα, Δευτέρα 2 Οκτωβρίου–συμπίπτει με την ισπανική προεδρία στο Συμβουλίου της ΕΕ–και η άλλη, η σημαντικότερη, στο Ντουμπάι,για την κλιματική αλλαγή ΟΗΕ COP28, στις 30 Νοεμβρίου με 12 Δεκεμβρίου, θα προσπαθήσουν να γεφυρώσουν τα αγεφύρωτα: Από τη μια ο πόλεμος, που εμποδίζει τη δράση για το κλίμα, και από την άλλη η κλιματική κρίση,που θέτει επιτακτικά την ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, για την επίτευξη του στόχου μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το 2050 και περιορισμό της θερμοκρασίας στον 1,5°C (Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα).

Ενεργειακή κρίση

Ο συνεχιζόμενος πόλεμος εντείνει την ενεργειακή κρίση παγκοσμίως,επιβαρύνει τις εθνικές οικονομίες και αυξάνει την ζήτηση ορυκτών καυσίμων –κυρίως αερίου–, συμβάλλοντας στην άνοδο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα(επιστήμονες εκτιμούν ότι ο πλανήτης έχει ήδη θερμανθεί κατά τουλάχιστον 1,1°C σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα), ενώ η κλιματική κρίση υπαγορεύει στις κυβερνήσεις να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, να απαγορεύουν νέες δραστηριότητες ορυκτών καυσίμων και να καταργούν σταδιακά τις υπάρχουσες!

Μια οξύμωρη κατάσταση, που έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα κλίμα δυσφορίας στην Ευρώπη: Πληθαίνουν οι φωνές που δίνουν «μεγαλύτερη βαρύτητα στο κόστος ζωής από ό,τι στις μηδενικές εκπομπές ρύπων»!

Σημειώνεται επίσης ότι οι υψηλές και ασταθείς τιμές ενέργειας «αλλάζουν τους υπολογισμούς για την περίοδο απόσβεσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και προσθέτουν πολιτικά και περιβαλλοντικά επιχειρήματα κατά της εγκατάστασής τους».

Αύξηση τιμών

Η έναρξη του πολέμου,σύμφωνα με τον οργανισμό διεθνών υποθέσεων Chatham House,είχε ως αποτέλεσμα ένα απότομο βραχυπρόθεσμο άλμα στις τιμές της ενέργειας: Σε ονομαστικούς όρους, οι τιμές του αργού πετρελαίου αυξήθηκαν κατά 350% από τον Απρίλιο του 2020 έως τον Απρίλιο του 2022 –η μεγαλύτερη αύξηση για οποιαδήποτε ισοδύναμη διετή περίοδο από τη δεκαετία του 1970.Οι τιμές του άνθρακα και του φυσικού αερίου έφτασαν όλες σε ιστορικά υψηλά. Οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αύξησαν το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές.Οι μέσες τιμές των νοικοκυριών σε ολόκληρη την ΕΕ αυξήθηκαν,από 23,5 ευρώ ανά 100 κιλοβατώρες (kWh) το δεύτερο εξάμηνο του 2021, σε 28,4 ευρώ ανά 100 kWh το ίδιο χρονικό διάστημα του 2022.

Μέτρα στήριξης

Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας το 2022 και στις αρχές του 2023 επιβάρυναν οικονομικά τις χώρες και συνάμα ο πληθωρισμός μείωσε την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών(ο ήπιος χειμώνας το 2023 επέτρεψε σταθερές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη).

Για να αμβλύνουν τον αντίκτυπο στους καταναλωτές τους, πολλές χώρες εισήγαγαν μέτρα στήριξης, εντείνοντας παράλληλα τις προσπάθειες απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, με εισαγωγές υγροποιημένου (LNG) και αύξηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (στο πλαίσιο του σχεδίου REPower EU, η ΕΕ σχεδιάζει να αυξήσει στον εφοδιασμό της το μερίδιο ΑΠΕ στο 42,5με 45% έως το 2030, από τον στόχο του 40% που είχε συμφωνηθεί στα τέλη του 2021).

Τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας δείχνουν ότι «περισσότερα από 500 δισ. δολάρια σε επιπλέον δαπάνες δεσμεύτηκαν για τη μείωση των λογαριασμών ενέργειας το 2022, κυρίως στις προηγμένες οικονομίες».Αυτά «τα μέτρα μπορεί να βοήθησαν βραχυπρόθεσμα, αλλά είχαν μακροπρόθεσμο κόστος όσον αφορά το αυξανόμενο χρέος και λιγότερους πόρους για επενδύσεις σε προτεραιότητες όπως η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή».Το ΔΝΤ εκτιμά ότι «το 2022 οι επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα  ήταν 7 τρισ. δολάρια παγκοσμίως».

Κόστος μετάβασης 

Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι ένα ζήτημα που περνάει μέσα και από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες, για να αλλάξουν τεχνολογίες και (ρυπογόνα) μοντέλα ανάπτυξης, πρέπει να υποστηριχθούν οικονομικά από τις ανεπτυγμένες.Το 2009, οι ανεπτυγμένες χώρες δεσμεύτηκαν «να κινητοποιούν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από το 2020, μέσω δημόσιων και ιδιωτικών πηγών, για τις αναπτυσσόμενες χώρες, που χρειάζονται οικονομικούς πόρους, μεταφορά τεχνολογίας και ανάπτυξη ικανοτήτων, για να μειώσουν τις εκπομπές, να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή και να αντιμετωπίσουν τις απώλειες και τις ζημιές.Αυτός ο στόχος, όμως,δεν υλοποιήθηκε ποτέ(!) γεγονός που προκάλεσε απογοήτευση σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες.

Το 2022, το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ υπολόγισε «την ετήσια προσαρμογή των αναπτυσσόμενων χωρών στις ανάγκες να είναι 160-340 δισ. δολάρια έως το 2030 και 315-565 δισ. δολάρια έως το 2050».

Θα μπορέσουν άραγε οι μεγάλες οικονομίες να τα βρουν και να υλοποιήσουν, εκτός από τις δικές τους δεσμεύσεις,και τις δεσμεύσεις τους απέναντι στις αναπτυσσόμενες χώρες, για μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα το 2050;

Τα πράγματα δεν είναι ρόδινα, αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από την Κίνα, που έχει μεταθέσει τη μετάβαση, ευρωπαϊκές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο σχεδιάζουν να επιτρέψει εκατοντάδες νέες άδειες έρευνας – εξόρυξης φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα, στο όνομα της «ενεργειακής ανεξαρτησίας».

Η Ευρώπη,για την απεξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και τον ασφαλή εφοδιασμό της, εξαρτάται όλο και περισσότερο από το εισαγόμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο (κυρίως) των ΗΠΑ.

Υπερ-προσφορά

Μια άλλη διάσταση για το θέμα του εφοδιασμού με φυσικό αέριο μάς δίνει ο οργανισμός διεθνών υποθέσεων Chatham House, επικαλούμενος ανάλυση από την προηγούμενη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα COP27, τον Νοέμβριο του 2022: Η ώθηση των ευρωπαϊκών και άλλων χωρών να αντισταθμίσουν τις απώλειες των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου μπορεί να καταλήξει σε μια τεράστια υπερπροσφορά σε υποδομές φυσικού αερίου.Αν ολοκληρώνονταν όλα τα νέα έργα φυσικού αερίου που ανακοινώθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης, θα υπήρχε παγκόσμια υπερπροσφορά περίπου 500 μεγατόνων LNG μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Αυτή η ποσότητα ισοδυναμεί με πενταπλάσιο αέριο από αυτό που εισήγαγε η ΕΕ από τη Ρωσία το 2021 και διπλάσιο των συνολικών εξαγωγών φυσικού αερίου της Ρωσίας εκείνο το έτος!

Υγροποιημένο αέριο

Η φύση του LNG ενοχοποιείται από τους υπέρμαχους των ΑΠΕ ως ακόμα μία ρυπογόνος πηγή(αν και μικρότερης από τον άνθρακα): «Επειδή τo LNG επεξεργάζεται, μεταφέρεται και ψύχεται, σημαίνει ότι, υπό κανονικές συνθήκες, το κλιματικό του αποτύπωμα είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο του φυσικού αερίου, που διοχετεύεται με αγωγούς».Συνεπώς, «η αυξημένη εξάρτηση από το LNG θα επεκτείνει το αποτύπωμα άνθρακα των ευρωπαϊκών προμηθειών φυσικού αερίου στο σύνολό τους (συμπεριλαμβανομένου αερίου και LNG).Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, οι συνολικές εκπομπές άνθρακα σε σχέση με το αέριο είχαν αυξηθεί λίγο περισσότερο από 30 kg διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ) ανά βαρέλι πετρελαίου ισοδύναμο (boe) – σχεδόν 40 kg CO 2 ανά boe».

Να δούμε πώς θα τα «παντρέψουν»όλα τούτα στις επερχόμενες συνόδους. Καλού κακού, ας κρατάμε μικρό καλάθι…

Δέσμευση άνθρακα

Σε συνέδριο της ενεργειακής βιομηχανίας, η διευθύνουσα σύμβουλος της Occidental Petroleum Βίκι Χόλαμπ υποστήριξε ότι η άμεση δέσμευση από την ατμόσφαιρα –αναδυόμενη τεχνολογία για την άμεση αφαίρεση του διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα– θα μπορούσε να επιτρέψει στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου να συνεχίσει να λειτουργεί για τις επόμενες δεκαετίες.

 

του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο