«Φίλος βλάπτων ου διαφέρει εχθρού», μας έλεγε ο Αίσωπος και η αλήθεια είναι πως αυτό το απόφθεγμα, δε θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα, στους κατά τα άλλα, συμπαθείς γείτονές μας Ιταλούς. Οι περισσότεροι Έλληνες, είναι αλήθεια ότι στο άκουσμα της χώρας Ιταλία, αισθάνονται μία οικειότητα, ένα αίσθημα συμπάθειας, ακόμη – ακόμη μία βαθιά φιλιά. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;

Στη μακρόχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους, υπήρξαν πολλοί που το επιβουλεύονταν: Πέρσες, Οθωμανοί, Γερμανοί, οι χώρες αυτές, κατά μία έννοια έχουν αποτυπωθεί στο ιστορικό υποσυνείδητό μας, ως εχθροί του παρελθόντος. Το παράδοξο της ιστορίας όμως, είναι ότι ενώ υπάρχει μία χώρα-εθνότητα, η οποία υπήρξε διαχρονικά και όχι τμηματικά ανά περιόδους, εχθρική απέναντι στην Ελλάδα, εμείς σχεδόν… τη λατρεύουμε.

Παρότι ο «μυθικός» Αινείας διέφυγε από την Τροία για να μετοικήσει στην ιταλική Χερσόνησο και κατά πολλούς, οι απόγονοι του (Ρέμος και Ρωμύλος) ίδρυσαν τη Ρώμη, παρότι οι Κορίνθιοι έσπειραν στα εδάφη των Συρακουσών τον σπόρο του πολιτισμού, οι σχέσεις των δύο λαών, όχι μόνο δεν ήτανε ποτέ ομαλές, αλλά μάλλον το αντίθετο.

Τα πρώτα ιστορικά δείγματα αυτής της πραγματικότητας, φανερώνονται ήδη στους Μακεδονικούς Πολέμους (215 π,Χ) του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου, έναντι των Ρωμαίων, ο οποίος προσπάθησε να υπερασπίσει τους Έλληνες της Magna Graecia (κάτω Ιταλίας) που δεινοπαθούσαν από τη νέα δύναμη που εμφανίστηκε στην περιοχή. Η συνέχεια όμως είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Η κατάληψη της Αθήνας και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου το 146 π.Χ. από την επερχόμενη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ήταν η πρώτη ιστορικά καταγραμμένη κατοχή του έθνους και η απαρχή μιας βαθιάς παρακμής των ελληνικών πόλεων σε όλα τα επίπεδα. Μερικούς αιώνες μετά, η (προσωρινή) Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους «φίλους» και πάλι Λατίνους, με τις ανελέητες σφαγές αμάχων και τις ασύλληπτες αρχαιοκαπηλίες (επιπέδου Έλγιν), υπήρξε η ουσιαστική κεκρκόπορτα που έστρωσε το χαλί στους Οθωμανούς, δυόμισι αιώνες αργότερα, να καταλάβουν την Πόλη. Κι αν όλα αυτά φαντάζουν πάρα πολύ μακρινά, η συνέχεια έχει μεγαλύτερη εγγύτητα. Εδραιωμένη πια η μισαλλοδοξία μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών, η οποία είχε καθιερωθεί από το «Σχίσμα» του 1054, έσυρε τα απόνερά της μέχρι τον 20ο αιώνα.

Κι ενώ λοιπόν, το Βυζάντιο βρισκόταν σε παρακμή, μετά την ανακατάληψή του  (1261), υπό τον στρατηγό Στρατηγόπουλο και με την άλωση του 1453 να πλησιάζει, οι Ιταλοί (Βενετοί, Ενετοί) από τα μέσα του 14ου ως τα τέλη του 18ου αιώνα (1386-1797 ) κατακτούν σταδιακά τα Επτάνησα. Περίπου έναν αιώνα μετά, το 1912, ξεκινά και η ιταλοκαρατία στα Δωδεκάνησα, η οποία διαρκεί 31 χρόνια. Για να εξασφαλίσουν μάλιστα την κατάληψή τους στα νησιά, οι Ιταλοί υποσχέθηκαν στους κατοίκους, ότι θα ήταν προσωρινή  και οι νησιώτες τους υποδέχτηκαν ως ελευθερωτές, αφού απομακρύνθηκε ο Οθωμανικός ζυγός που επικρατούσε. Στην πραγματικότητα  η αποδοχή αυτή, ήταν μια αυταπάτη, με τους νέους κατακτητές να δείχνουν το σκληρό τους πρόσωπο, παίρνοντας βάναυσα και απολίτιστα μέτρα έναντι των ντόπιων.

Μερικά χρόνια μετά και παρότι μέσα στους κόλπους της «Αντάντ» κατά τη διάρκεια πια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), Ελλάδα και η Ιταλία, κατέληξαν σύμμαχοι, οι γείτονες, δεν άργησαν να δείξουν και πάλι τον κακό τους εαυτό με την πρώτη ευκαιρία. Την ώρα λοιπόν που οι Έλληνες πολεμούσαν για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας, η Ιταλία, προσπάθησε να υπονομεύσει τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας και συμμάχησε με το ακραία εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, του επονομαζόμενου Ατατούρκ, προσφέροντάς του άφθονη στρατιωτική βοήθεια σε επίπεδο στρατιωτικού υλικού, πληροφοριών και παρεμπόδισης των ελληνικών στρατιωτικών δραστηριοτήτων, συμβάλλοντας έτσι καταλυτικά στην τραγωδία της Σμύρνης το 1922.

Τον Αύγουστο του 1940 ( ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κόντευε να συμπληρώσει ένα χρόνο), δεν είχαν περάσει καλά-καλά 20 χρόνια και η φασιστική τότε Ιταλία, σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας,  ξαναχτυπά, προβαίνοντας ύπουλα στον τορπιλισμό της «Έλλης», ενός ελαφρού καταδρομικού πλοίου που είχε αγκυροβολήσει στην Τήνο για τη γιορτή της Παναγίας, εξαναγκάζοντας την κυβέρνηση  Μεταξά, λίγο καιρό μετά, να εμπλακεί στον πόλεμο. Παρότι όμως οι Έλληνες κατατροπώνουν τους Ιταλούς στο έπος της Αλβανίας, η γερμανική εισβολή που ακολούθησε, τους υποτάσσει και θέτει τελικά τους ταπεινωμένους Ιταλούς κατοχική δύναμη στην νότια Ελλάδα με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, έως ότου τελικά καταρρεύσει κομμάτι-κομμάτι ο «Άξονας».

Οι Ιταλοί λοιπόν, μπορεί να μην ήταν φίλοι μας κατά το παρελθόν, είναι όμως πλέον, αφού οι σχέσεις, οι ανάγκες, ακόμα και τα συμφέροντα διαφοροποιούνται και η ίδια η ζωή μεταλλάσσει τα πάντα μέσα στο πέρασμα της κι ενώ τα προγεγραμμένα, δεν έχουν σκοπό να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα αντιπάθειας απέναντι στο γειτονικό μας λαό (ο οποίος άλλωστε είναι και συμπαθέστατος) στοχεύουν να επισημάνουν, ότι η ιστορία αποτελεί έναν φάρο αλήθειας για να φωτίζει τον δρόμο μας όταν δεν είναι ορατός λόγω άγνοιας και να μας αφυπνίζει, όταν θεωρούμε ότι μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι γιατί οι γείτονες μας είναι καλοί και «παραφυλάνε». Άλλωστε, όπως λέει κι ένα ρητό: «Όποιος δε γνωρίζει την ιστορία του, είναι αναγκασμένος να την ξαναζήσει».

 

Γράφει ο Γιώργος Γρηγορόπουλος

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο που κυκλοφόρησε εκτάκτως την Παρασκευή 27/10.