«Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί εγωιστικά, γιατί βάζει πάνω απ’ όλα το κομματικό του ψυχόδραμα και όχι τις επείγουσες ανάγκες των πολιτών», δηλώνει ο Δημήτρης Μαρκόπουλος και επισημαίνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ξεκαθαρίσει επιτέλους αν θα είναι κόμμα του «Κοινοβουλίου ή του πεζοδρομίου».

Επίσης, μιλάει στο «Π» για την πολιτική του διαδρομή, τονίζοντας πως «οι πολιτικοί στα δύσκολα φτιάχνουν χαρακτήρα, όχι στα μετόπισθεν» και μας λέει για τις «μάχες» που δίνει στα τηλεπαράθυρα αλλά και για τη μάχιμη δημοσιογραφία που υπηρέτησε επί 20 χρόνια.

Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να λύσει όλα τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας, δίνοντας επιδόματα. Τι απαντάτε; 

Η εύκολη ανάλυση και η στρατηγική υποτίμησης των μεγάλων, διεθνών ως προς τις ρίζες τους προβλημάτων από το σύνολο της αντιπολίτευσης είναι ένας εκ των πολλών παραγόντων που την οδήγησαν σε απανωτές ήττες. Ο κόσμος έχει μάτια και βλέπει την κυβερνητική προσπάθεια στον τομέα της ακρίβειας. Μια προσπάθεια κάτω από αντίξοες συνθήκες, η οποία όμως διέπεται από τιμιότητα. Το ερώτημα περί «ακρίβειας Μητσοτάκη» τέθηκε στους πολίτες στις διπλές εθνικές εκλογές. Και ο λαός αναγνώρισε στον πρωθυπουργό την προσπάθεια ανακούφισής του. Προφανώς δεν μπορεί εσαεί να χρησιμοποιούνται επιδοματικές λύσεις. Όμως, όπου υπάρχει ανάγκη, η κυβέρνηση αυτή ακούει και πράττει. Ενεργεί υπέρ των συμφερόντων των πολλών, υπέρ των πολιτών που δοκιμάζονται.

Εκλέγεστε σε μια δύσκολη εκλογική περιφέρεια. Ποιο είναι το βασικότερο πρόβλημα που σας μεταφέρουν οι πολίτες στη Β’ Πειραιά;  

Οπωσδήποτε, η ακρίβεια αλλά και η ασφάλεια. Θα προσέθετα επίσης και την υγειονομική κάλυψη. Τα ποσοστά όμως που η παράταξη μας έλαβε στη Β’ Πειραιά, και τα οποία είναι ιστορικά τα υψηλότερα, δείχνουν πως ο πολίτης αισθάνεται πως υπάρχει κυβέρνηση που κατανοεί και προσπαθεί να επιλύσει τα προβλήματα αυτά. Κανένας μας δεν μιλάει για το «μαξιλάρι» του 41%. Μακριά από εμάς η αλαζονεία και ο κομπασμός. Όμως ο πολίτης αυτών των περιοχών δείχνει να εμπιστεύεται περισσότερο τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς.

Πώς κρίνετε τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ; 

Αισθάνομαι πως αυτήν τη στιγμή το συγκεκριμένο κόμμα λειτουργεί εγωιστικά. Πάνω απ’ όλα βάζει το κομματικό ψυχόδραμα, όταν οι πολίτες επείγονται για λύσεις.

Πιστεύετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να ανταποκριθεί στον θεσμικό του ρόλο και να ασκήσει άμεσα εποικοδομητική αξιωματική αντιπολίτευση;  

Όχι. Θεωρώ πως ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνει τον ιστορικό του κύκλο ως κόμμα εξουσίας. Εδώ και χρόνια έχω επισημάνει–και μάλιστα το είχα επισημάνει σε παλιότερη συνέντευξή μου σε εσάς– πως ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να ξεκαθαρίσει αν θα εξακολουθούσε να είναι κόμμα «Κοινοβουλίου ή πεζοδρομίου». Δηλαδή κόμμα με ρεαλιστικές προτάσεις για τα προβλήματα ή κόμμα διαμαρτυρίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να εξελιχθεί στο δεύτερο. Σε κόμμα συγκυρίας. Γι’ αυτό βιώνει τα πολιτικά του αδιέξοδα.

Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλεται το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να κερδίσει πολιτικά οφέλη από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ;   

Στη στρατηγική κατάληψης του πολιτικού κέντρου από τη ΝΔ, στην προσέγγιση της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, να μην απευθύνεται στα ευρύτερα στρώματα αλλά μόνο στην Αριστερά, και στο γεγονός πως η προσωπικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη διαθέτει την ηγετικότητα που οι πολίτες αναζητούν σε καιρούς σύνθετους. Πάντως, η εκτίμησή μου είναι πως το ΠΑΣΟΚ ενδέχεται να έχει την ευκαιρία του ως αξιωματική αντιπολίτευση, αν αλλάξει γραμμή πλεύσης. Αν δεν εξελιχθεί σε ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο πιο πολύ φωνάζει, τόσο πιο πολύ απωθεί. Αν καταθέσει προτάσεις θα έχει μια ευκαιρία, αν και με μεγάλη διαφορά από τη ΝΔ.

Ωστόσο, μετά το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών, ακούστηκαν ορισμένες απόψεις ότι η ΝΔ πλέον έχει κάνει τόσο μεγάλο άνοιγμα προς το Κέντρο, με αποτέλεσμα να έχει απομακρυνθεί από τη βάση της. Ποια είναι η άποψή σας;

Το άνοιγμα στο πολιτικό κέντρο ήταν και είναι σωστό. Όταν οι παρατάξεις «ανοίγονται», τότε κερδίζουν. Όταν «κλείνονται»,τότε συρρικνώνονται. Στις νίκες, ψάχνεις κι άλλους να αθροίσεις και να μοιραστείς την εξουσία. Πρέπει να…απλωθείς για να κερδίσεις κι άλλα, χρήσιμα κοινά. Στις ήττες, ψάχνεις τις ρίζες και τον «εαυτό σου». Το έχουμε δει και το 2019 και το 2023, αλλά και με τη στρατηγική του «μεσαίου χώρου» στη δεκαετία του 2000. Το ζήτημα στις αυτοδιοικητικές εκλογές που πρέπει να ερευνήσουμε ως παράταξη είναι γιατί με ευκολία, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα κεντρώα ακροατήρια γοητεύτηκαν από άλλες υποψηφιότητες συγκριτικά με τις δικές μας. Για ποιον λόγο οι κεντρώοι επέλεξαν άλλες προτάσεις. Ίσως να έχει να κάνει με τα πρόσωπα. Ίσως με την υπέρμετρη πολιτικοποίηση της αυτοδιοικητικής ψήφου από την πλευρά μας.

Τι εννοείτε πως έχει να κάνει με τα πρόσωπα;

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι δεν νιώθουν, ξέρετε, εγκλωβισμένοι. Δεν έχουν την «πιστότητα» των δεξιών. Οι δεξιοί-κεντροδεξιοί αποτελούν τον κορμό μας. Οι κεντρώοι τον επιταχυντή νίκης που χρειαζόμαστε. Σε επίπεδο προσώπων, ξεκάθαρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκφράζει καλύτερα τα κεντρώα κοινά, κι αυτό θα φανεί και στο μέλλον. Φυσικά, η ΝΔ οφείλει να είναι εξίσου προσεκτική και στα δεξιά της. Παράδειγμα είναι η Βόρεια Ελλάδα. Σε καμία περίπτωση δεν λέω πως η ΝΔ κινδυνεύει από κάτι. Όμως οφείλουμε να ανοίξουμε τον διάλογο και προς το Κέντρο και προς τα δεξιά, παραδοσιακά μας ακροατήρια. Να δούμε το μείγμα πολιτικών και προσώπων που τα εκφράζουν. Η ΝΔ ήταν και παραμένει, εξάλλου, ένα κόμμα διαλεκτικό.

Σε όλες τις δημοσκοπήσεις καταγράφεται η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ. Μήπως όμως η απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης δημιουργεί το αίσθημα του εφησυχασμού ή της αλαζονείας σε ορισμένα κυβερνητικά στελέχη; 

Ο κίνδυνος μπορεί να είναι αυτός. Παρά ταύτα, με έναν πρωθυπουργό που είναι προσωπικά επάνω στα προβλήματα, δεν μπορεί να νιώθει εφησυχασμένος κανένας μας. Ούτε εμείς ως κυβερνητικοί βουλευτές, ούτε οι υπουργοί. Όποιος κάνει αυτό το λάθος, θα εκπλαγεί δυσάρεστα. Θεωρώ πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συγχωρεί τέτοιες στάσεις ζωής.

Θα τα καταφέρει τελικά το υπουργικό σχήμα να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πρωθυπουργού και στις απαιτήσεις της κοινωνίας ή θα πρέπει να γίνουν άμεσα διορθωτικές κινήσεις;  

Όλοι κρίνονται καθημερινά. Από τον πρωθυπουργό και την κοινωνία. Είμαι αισιόδοξος πάντως. Η ΝΔ ήταν, είναι και θα είναι το κόμμα της ευθύνης και της μετριοπάθειας. Ιδιαίτερα σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία, με τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας και την ανασφάλεια που αυτός γεννά, δεν χωράνε συμπεριφορές «ντίβας» από κανέναν μας. Οι Έλληνες χρειάζονται σταθερότητα. Όχι πολιτικούς που με έπαρση δεν θα πατούν τα πόδια στη γη. Και η ΝΔ σε αυτό –ευτυχώς– δεν έχει μεγάλο πλεόνασμα.

Πριν από λίγες μέρες, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι είναι αποφασισμένος να προχωρήσει το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, προκειμένου η Ελλάδα να γίνει Ευρώπη. Σε ποιους τομείς χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια από την κυβέρνηση; 

Ήδη προεκλογικά, αλλά και στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός προσδιόρισε τους τομείς όπου η χώρα οφείλει να επιταχύνει. Η Υγεία, για παράδειγμα, αποτελεί μια πρόκληση. Όπως και οι υποδομές, η Δικαιοσύνη, το σύστημα της στελέχωσης στο Δημόσιο, στο οποίο πραγματοποιούνται ήδη τομές, η αστυνόμευση. Αίτημα της Ελλάδας είναι να αλλάξει. Γιατί να μην τα καταφέρει μια κυβέρνηση μεταρρυθμιστική όπως αυτή, η οποία έχει δώσει δείγματα γραφής με το ψηφιακό κράτος που παρουσίασε ή με την εξαιρετική της στρατηγική στη διεθνή διπλωματία και την προσέλκυση επενδύσεων;

Γενικότερα, είστε από τα στελέχη που βγαίνουν μπροστά και υπερασπίζονται το έργο της κυβέρνησης, ακόμα και σε περιόδους μεγάλων κρίσεων. Πώς αισθάνεστε απέναντι σε αυτούς που επιλέγουν να μη δώσουν τις μάχες που δίνετε εσείς; Και τι απαντάτε σε όσους κάνουν λόγο για υπερέκθεση; 

Ο δικός μου αγώνας είναι αγώνας άποψης και ιδεών. Πιστεύω σε αυτό που κάνω, σε αυτά που λέω, στα όσα ψηφίζω. Επίσης θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμά μου να λέω την όποια άποψη έχω. Ακόμα κι αν αυτή δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Το ότι είμαι μαχητικός, κάποιοι ίσως το εκλαμβάνουν ως αδυναμία. Εγώ, πάλι, το θεωρώ δύναμη. Οι πολιτικοί στα δύσκολα φτιάχνουν χαρακτήρα. Όχι στα μετόπισθεν.

Όντως, θα ομολογήσω, κα Καραβοκύρη, πως έχω ακούσει σχόλια συναδέλφων περί «υπερέκθεσης». Σε αυτά απαντώ πως «καλύτερα να δίνεις το “παρών” παρά να είσαι απών». Κανένας δεν δοξάσθηκε κρυπτόμενος. Και στο κάτω-κάτω της γραφής, συνήθως μιλάνε δημόσια αυτοί που έχουν και κάτι να πουν. Τα πηγαδάκια και τα όποια υπόγεια, εμένα δεν μου πηγαίνουν.

Μιας και αναφερόμαστε σε «μάχες», υπήρξατε για πολλά χρόνια μάχιμος δημοσιογράφος. Σας λείπει η δημοσιογραφία; 

Πάρα πολύ. Το επάγγελμά μου το αγαπώ πολύ και δεν σας κρύβω πως καθημερινά «κάνω το ζύγι» μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφίας. Πιστεύω πως κάποια στιγμή θα επιστρέψω.

Ποια ήταν, κατά τη γνώμη σας, η μεγαλύτερη δημοσιογραφική επιτυχία σας και γιατί; Τι έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη σας;  

Επιτυχία θεωρώ το γεγονός πως σε έναν ευθέως ανταγωνιστικό κλάδο και σε μεγάλα ΜΜΕ, που εύκολα σε ανεβάζουν αλλά και εύκολα σε ρίχνουν στα σχοινιά, επιβίωσα κι έκανα καριέρα για πάνω από 20 χρόνια, και μάλιστα βραβεύτηκα από το Ίδρυμα Μπότση. Στη μνήμη μου βαθιά χαραγμένη είναι η προσωπικότητα του Θέμου Αναστασιάδη. Ενός πολυεπίπεδου ανθρώπου και δημοσιογράφου. Στη μνήμη μου είναι όλοι οι άνθρωποι που με βοήθησαν να εξελιχθώ ως επαγγελματίας και ως άνθρωπος. Ο Τάσος Καραμήτσος, ο Νίκος Ευαγγελάτος, ο Βασίλης Στεφανακίδης, ο πρώτος μου εκδότης Βαγγέλης Παπαλιός. Εκείνοι μου έδωσαν ευκαιρίες, κι αυτό ποτέ δεν θα το ξεχάσω. Ξέρετε ως άνθρωπος έχω πολλά ελαττώματα. Δεν θεωρώ όμως πως σε αυτά περιλαμβάνεται η αχαριστία. Αχάριστος δεν υπήρξα ποτέ.

 

Συνέντευξη στην Άννα Καραβοκύρη

Φωτό: Γιώργος Παπαδάκης

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο