«Από όλα όσα έχουν αναδειχθεί στη δημόσια συζήτηση και την διαδικασία της προανάκρισης, το έγκλημα των Τεμπών έχει συνδεθεί με σοβαρότατες πολιτικές ευθύνες και ιδιαίτερα της πολιτικής ηγεσίας. Έχουμε ευθύνη να μην αφήσουμε κανένα αναπάντητο ερώτημα», τόνισε ο πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, κατά την ομιλία του στη Βουλή, στη συζήτηση για το αίτημα του ΚΚΕ για σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τα Τέμπη.

Σημείωσε ότι πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα ξανασυμβεί τέτοιο δυστύχημα, να αποδοθούν οι ευθύνες, ότι θα βρουν δικαιοσύνη οι συγγενείς, «και αυτή η ευθύνη βαραίνει τη Βουλή αλλά και την ελληνική δικαιοσύνη που ερευνά το δυστύχημα». Ζήτησε να δεσμευτούν όλοι, ότι δεν θα μείνει τίποτα κρυφό, ότι κανείς και καμία δεν θα υποκλιθεί σε κομματικές προτεραιότητες, ελιγμούς, μεθοδεύσεις. «Να μην επιτρέψουμε καμία αμνήστευση και καμία απαλλαγή από ευθύνες πολιτικών προσώπων που μπορεί να στηριχτεί σε νομοτεχνικές παγίδες…». Επισήμανε τους «κινδύνους» «αυτές οι διαδικασίες των εξεταστικών και προκαταρκτικών επιτροπών να υποκλιθούν σε συσχετισμούς και πολιτικά κίνητρα. Πρόσθεσε ότι «θα υπερασπιστούμε όμως αυτή τη διαδικασία και θα κριθούμε όλοι και όλες έναντι των πολιτών στο τέλος αυτής της διαδικασίας, που δεν θα περιλαμβάνει μόνο την εξεταστική επιτροπή που συζητάμε σήμερα, αλλά και τις προκαταρκτικές επιτροπές που θα υποβληθούν σήμερα ή σε επόμενο χρόνο για το έγκλημα των Τεμπών».

Επισήμανε ότι η σημερινή διαδικασία δίνει τη δυνατότητα στην αντιπολίτευση με τα 2/5 των ψήφων της Βουλής να προχωρήσει στη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής, δηλαδή ενισχύει τη δυνατότητα της μειοψηφίας να ελέγχει την κυβέρνηση. Σημείωσε ότι η κυβερνητική πλειοψηφία θα κριθεί πολύ σύντομα αν έχει τη διάθεση να κρυφτεί πίσω από τον κανόνα της πλειοψηφίας και τόνισε ότι θα κριθεί πολύ γρήγορα: από τη συγκρότηση του προεδρείου της επιτροπής, από την αποδοχή ή όχι οι συνεδριάσεις της να γίνουν δημόσιες, από τους περιορισμούς που θα θέσει στον κατάλογο των μαρτύρων.

«Εμείς λέμε ξεκάθαρα ότι ο κ. Μητσοτάκης φοβάται τις πολιτικές ευθύνες και την κατακραυγή της κοινωνίας κατά της κυβέρνησης του. Στο χέρι σας είναι να αποδείξετε μέσα στην εξεταστική αλλά και στις προτάσεις μας για προκαταρκτικές επιτροπές, ότι δεν φοβάστε την αλήθεια», τόνισε.

Ο κ. Φάμελλος είπε ειδικότερα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αναλαμβάνει την ευθύνη και την πρωτοβουλία να υπάρχουν ομόφωνες αποφάσεις, ανακοινώνοντας ότι «θα ψηφίσουμε την εξεταστική του ΚΚΕ, παρ’ όλες τις αμφιβολίες, τις ανησυχίες, τον ελλιπή προσδιορισμό του πεδίου έρευνας, τους κινδύνους που η κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να βάλει στην Εξεταστική Επιτροπή». Παράλληλα όμως ρώτησε όλα τα υπόλοιπα κόμματα αν είναι διατεθειμένα να ψηφίσουν ομόφωνα για τις πολιτικές ευθύνες για το «έγκλημα των Τεμπών», ψηφίζοντας δηλαδή τα δυο αιτήματα που θα καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ: αφενός για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης «για το δυστύχημα, το έγκλημα, υπερβαίνοντας κάθε κίνδυνο αποσβεστικής προθεσμίας» και, αφετέρου, «για την ποινική δικογραφία για τη σύμβαση 717 με απαράβατο όρο τη συμπερίληψη της περιόδου διαμόρφωσης της σύμβασης και την ενσωμάτωση των ευθυνών».

Ο κ. Φάμελλος σχολίασε ότι υποτιμά τη δημοκρατία να ακούγεται ότι «επειδή η ΝΔ έλαβε 41%, δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για τις ευθύνες για τα Τέμπη ή για το σκάνδαλο των υποκλοπών», ζητώντας «να απαντήσουμε όλοι μαζί ότι το σύνολο της Βουλής και της κοινωνίας ενδιαφέρεται».

Είπε ότι τόσο η Εξεταστική του ΚΚΕ όσο και η Προανακριτική του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ «έχουν κινδύνους και οι δύο, γενικότητας, περιορισμού της έρευνας. Μπορούν όμως να αποτελέσουν την αρχή μιας συζήτησης και τη δυνατότητα να έχουμε μια συμφωνία όλοι στη Βουλή». Τόνισε ότι ζητά από τη Βουλή να δεχτεί ομόφωνα, ότι θα δεχτεί κάθε κοινοβουλευτικό εργαλείο που θα εξετάζει «το έγκλημα και όλες τις αφετηρίες του».

Είπε ότι η πρόταση του ΚΚΕ όπως υποβλήθηκε έχει ένα πολύ μεγάλο χρονικό εύρος. «Δεν μας ανησυχεί να ψάξουμε, αλλά κινδυνεύουμε να χαθούμε στη μετάφραση στον όγκο των εγγράφων και να έχει η ΝΔ τη δυνατότητα να αποκρύψει τις ευθύνες της», είπε, ρωτώντας το ΚΚΕ πώς δεν το ανησυχεί η «προθυμία της ΝΔ να στηρίξει άμεσα το αίτημα του». Σημείωσε ότι «μια χαοτική εξεταστική δεν εξυπηρετεί ούτε τις οικογένειες των θυμάτων ούτε την ίδια την κοινωνία και δεν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα τι και ποιος έφταιξε για το έγκλημα και πώς θα διασφαλίσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών». Είπε ακόμα ότι η σύνδεση των ευθυνών με ευρωπαϊκές πολιτικές και σκιές ιδιωτικοποιήσεων δεν πατούν στο δυστύχημα εφόσον το δίκτυο και οι σταθμάρχες είναι στο Δημόσιο. Επιπλέον, ανέφερε ότι από το κείμενο της πρότασης του ΚΚΕ απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην ποινική δικογραφία της Ευρωπαίας εισαγγελέως «και τις συγκεκριμένες και κακουργηματικές ευθύνες του κ. Καραμανλή».

Αναφερόμενος στο ΠΑΣΟΚ, είπε ότι «δεν πρέπει να μείνει τίποτα έξω από τον έλεγχο. Μην περιοριστούμε δηλαδή στην 717 ξεχνώντας το δυστύχημα και τους υπεύθυνους και μην περιορίσουμε τον έλεγχο για την 717 ξεχνώντας την αφετηρία της». Σχολίασε ότι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ αξιοποιεί την ποινική δικογραφία της εισαγγελέως, αλλά δεν εξετάζει την αφετηρία της. «Γιατί φτάσαμε σε μια ελλειμματική σύμβαση το ’14; Γιατί χρειάστηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο και η Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου να ζητήσουν αλλαγές; Στα ελλείμματα της σύμβασης του ’14 οφείλονται πολλές από τις καθυστερήσεις, όπως τεκμηρίωσαν αδιαμφισβήτητα οι θεσμοί», είπε. Πρόσθεσε ότι ο Χρήστος Σπίρτζης ενώπιον της επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας «κατέθεσε σωρεία εγγράφων που αποδεικνύουν ότι η σύμβαση 717/2014 ήταν μια σύμβαση με πολλές πλημμέλειες και ελλείψεις» και πως αυτό το επιβεβαιώνει η ΕΔΕΛ και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Σχολίασε πως δεν πιστεύει ότι ενοχλεί το ΠΑΣΟΚ ότι η συμπερίληψη της ωρίμανσης και προετοιμασίας της 717 στην προκαταρκτική περιλαμβάνει και την περίοδο με υπουργό τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.

Μιλώντας για την υπόθεση καθαυτή των Τεμπών, ο κ. Φάμελλος είπε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια προαναγγελθείσα τραγωδία» και πως αυτό «το μαρτυρούν οι καταγγελίες των ίδιων των εργαζόμενων στον Σιδηρόδρομο, οι οποίες είχαν εκφραστεί με επιστολές, παραιτήσεις και προειδοποιήσεις και με εξώδικα στον κ. Καραμανλή». «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την προσπάθεια του Μητσοτάκη να προδικάσει ότι η τραγωδία οφείλεται σε “ανθρώπινο λάθος”, αφήνοντας να εννοηθεί πως όλα οφείλονται στο λάθος του σταθμάρχη. Κάτι που μάζεψε 5 μέρες μετά, υπό την πίεση της κατακραυγής, όταν και τόλμησε να ψελλίσει μία συγγνώμη», είπε. Πρόσθεσε ότι παρά τις συντονισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης, οι εργαζόμενοι απέδειξαν ότι στο σιδηροδρομικό σταθμό στη Λάρισα υπήρχε συγκεκριμένη ευθύνη της κυβέρνησης». Παρέπεμψε στην επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Λάρισα 20 μέρες μετά το δυστύχημα, όταν «οι εργαζόμενοι μπροστά στις κάμερες απέδειξαν ότι αν λειτουργούσε η τηλεδιοίκηση, όπως λειτουργούσε από το 2009 έως το 2019, το δυστύχημα δεν θα γινόταν». «Ο σταθμός τηλεδιοίκησης της Λάρισας τέθηκε εκτός λειτουργίας τον Ιούλιο του 2019, μετά από μία πυρκαγιά και δεν αποκαταστάθηκε και δεν ξαναλειτούργησε μέχρι το έγκλημα. Και το βασικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι ο σταθμάρχης την ώρα του δυστυχήματος δεν μπορούσε να “δει” την κυκλοφορία στο σημείο του δυστυχήματος», συνέχισε. Πρόσθεσε δε, ότι στην επίσκεψη του υφυπουργού Μεταφορών Μιχάλη Παπαδόπουλου, ο σταθμάρχης Λάρισας on camera δήλωνε ότι δεν υπάρχει τηλεδιοίκηση. Είπε ακόμη ότι «οι εργαζόμενοι είχαν έγκαιρα ειδοποιήσει για τα προβλήματα στην ασφάλεια των σιδηροδρόμων με 3 εξώδικα του Σωματείου στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, στις 9 Μαρτίου 2022 και στις 31 Οκτωβρίου του 2023, στα οποία διαμαρτύρονταν για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και η διοίκηση του ΟΣΕ τους απάντησε με εξώδικο». Επιπλέον, είπε ότι τα ερωτήματα γύρω από την πρόσληψη του σταθμάρχη «εκθέτουν τις μεθοδεύσεις» της κυβέρνησης. Επιπλέον ρώτησε γιατί «αγνοήθηκαν όσα εγγράφως κατήγγειλε ο πρόεδρος της επιτροπής ETCS, η οποία ήταν αρμόδια για τα έργα σηματοδότησης και ασφάλειας στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Στην από 27.4.2022 επιστολή παραίτησης του έλεγε ότι “δεν υπάρχει καμία ένδειξη της κατάστασης της γραμμής, ακόμα και θραύση αυτής με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην ασφάλεια κυκλοφορίας των τρένων” και παράλληλα άφηνε αιχμές για τη γνώση των αρμοδίων». Ακόμη μίλησε για τεράστιες ευθύνες της ΝΔ στην απαξίωση του ΟΣΕ. Σχολίασε ότι «ακόμα και το πόρισμα που “παρήγγειλε” η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέδειξε τις πολλαπλές ευθύνες των Μητσοτάκη και Καραμανλή». Τόνισε επίσης ότι «και το GSMR, που αφορά την ασύρματη σιδηροδρομική επικοινωνία, ενώ παραδόθηκε εγκατεστημένο από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και το προσωπικό του ΟΣΕ εκπαιδεύτηκε στη χρήση του, δεν τέθηκε ποτέ σε λειτουργία μέχρι και το μοιραίο δυστύχημα. Η λειτουργία αυτών των συστημάτων θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τη σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών».

Τι έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

Ο κ. Φάμελλος σημείωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ δεν φοβάται τη συζήτηση για την σύμβαση 717 της τηλεδιοίκησης, καθώς «η ελληνική Πολιτεία μέχρι το 2019 είχε εργαλεία για να καλύψει το κενό από την καθυστέρηση της τηλεδιοίκησης και αυτά τα εργαλεία απαξιώθηκαν και καταστράφηκαν κυριολεκτικά κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της ΝΔ». Τόνισε ότι η «κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που ολοκλήρωσε το πιο δύσκολο τμήμα του σιδηροδρομικού δικτύου στο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, δηλαδή τη διπλή γραμμή το 2018 με σήραγγες χιλιομέτρων, με γέφυρες πάνω σε ρήγματα, με εκατοντάδες χιλιόμετρα ηλεκτροκίνησης. Γιατί αν δεν ολοκληρωνόταν αυτή η διπλή γραμμή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί κανένα σύστημα τηλεδιοίκησης και αυτό το υλοποίησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ο Χρ. Σπίτζης είχε αυτή την ευθύνη».

Είπε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε από την κυβέρνηση Σαμαρά μια σύμβαση (717) εξαιρετικά προβληματική, «όπως αναφέρουν οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το πόρισμα της ΕΔΕΛ» και πως «για την ολοκλήρωση της έκανε ό,τι μπορούσε και αυτό αποδεικνύεται και τις αποφάσεις Ελεγκτικού και ΕΔΕΛ, από την βεβαιωμένη πρόοδο του έργου με επίσημα έγγραφα, με την επιστροφή εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης σε ποσοστά τουλάχιστον 72%». Σημείωσε ότι «άλλωστε, το από 30/9/2021 διαβιβαστικό έγγραφο της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ) που πρωτοκολλήθηκε στο Γραφείο υπουργού Μεταφορών Κ. Καραμανλή στις 04/10/2021 και στο οποίο γίνεται λόγος ακόμα και για ποινικές ευθύνες, αποδεικνύει ότι ο κ. Καραμανλής όταν δήλωνε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας πως δεν γνώριζε, απλά κορόιδευε».