«Η επιχειρούμενη (από ορισμένες χώρες ή συνασπισμούς) επιτάχυνση της διείσδυσης των ΑΠΕ εις βάρος άλλων μορφών ενέργειας, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία της αγοράς και τις απαραίτητες προβλέψεις από πλευράς υποδομών, δημιουργεί σοβαρές ανισορροπίες που οδηγούν τελικά σε δυσλειτουργίες της καθημερινής αγοράς και επηρεάζουν σε επικίνδυνο βαθμό τη διαμόρφωση των τιμών. (…) Η πολυμορφία των μορφών ενέργειας και η ίση πρόσβασή τους στο ενεργειακό μείγμα εγγυάται την ενεργειακή ασφάλεια και ανταγωνιστικές τιμές». Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι μέρος από μια διάλεξη του Κωστή Σταμπολή, προέδρου και εκτελεστικού διευθυντή του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), που φέτος έκλεισε μία εικοσαετία πολυπρόσωπης δραστηριότητας στον ενεργειακό τομέα.

«Το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας έχει και πάλι επανέλθει για τα καλά στο προσκήνιο, δήλωσε ο κ. Σταμπολής, στην εκδήλωση για την επέτειο των 20 χρόνων συνεχούς λειτουργίας του ΙΕΝΕ: Ήδη επηρεάζει αποφάσεις στη χάραξη ενεργειακής πολιτικής, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο, στα διάφορα κράτη-μέλη. Όμως, το ερώτημα παραμένει ως προς τη συμβατότητα της ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας με την προσπάθεια επίτευξης των στόχων της πράσινης μετάβασης, όπως αυτοί έχουν τεθεί σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο, στην περίπτωση της Ελλάδας, μέσω του πρόσφατα υποβληθέντος ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα). Μπορεί να επιδιωχθούν παράλληλα και οι δύο στόχοι; Και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό στην ενεργειακή μετάβαση και στις απαιτούμενες επενδύσεις;».

Ειδική έκθεση

Τη χρονιά αυτή, το ΙΕΝΕ παρουσίασε την ετήσια έκθεση 2023, για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα, και προσφάτως στο 27ο Εθνικό Συνέδριο (Ενέργεια και Ανάπτυξη) την ειδική έκθεση, για την ενεργειακή αποδοτικότητα, στο πλαίσιο της σειράς στρατηγικών μελετών του ινστιτούτου, με τίτλο «ο ρόλος της ενεργειακής αποδοτικότητας στην ενεργειακή πράσινη μετάβαση», με κύριο μελετητή τον Κωνσταντίνο Θεοφύλακτο, μηχανολόγο – μηχανικό, ενεργειακό σύμβουλο και πρόεδρο της επιτροπής ενεργειακής αποδοτικότητας του ΙΕΝΕ.

Όπως τονίζεται στην έκθεση, «η ενεργειακή αποδοτικότητα έχει αναδειχθεί σε μείζονα πολιτική προτεραιότητα όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά, πλέον, παγκόσμια, για μια σειρά από λόγους, όπως: η ενεργειακή ασφάλεια (ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από εισαγωγές πετρελαίου και αερίου που προέρχονται από ασταθείς πολιτικά περιοχές του πλανήτη, όπως η Ρωσία ή η Μέση Ανατολή), η οικονομία (μείωση κόστους παραγωγής και υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα σε σχέση με την Κίνα και τις χώρες της Ασίας) και το περιβάλλον (μείωση των εκπομπών CO2 και τήρηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη του Παρισιού).

Μεγαλύτερος καταναλωτής

Εστιάζουμε ενδεικτικά σε μία από τις θεματικές ενότητες της ειδικής έκθεσης του ΙΕΝΕ, «στην ενεργειακή αποδοτικότητα στον κτιριακό τομέα» – στον μεγαλύτερο καταναλωτή ενέργειας παγκοσμίως. «Στην Ευρώπη αντιπροσωπεύει περίπου το 40% της κατανάλωσης Ενέργειας και το 36% των εκπομπών CO2. Αυτό θεωρείται ένα κρίσιμο θέμα, που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, εάν η ΕΕ θέλει να επιτύχει τη μακροχρόνια δέσμευσή της να γίνει «Ουδέτερη Ήπειρος από Άνθρακα το 2050 – Carbon neutral continent in 2050».

«(…) Μόνο στην Ευρώπη, περισσότερα από 220 εκατομμύρια υπάρχοντα κτίρια, ή το 75% του κτιριακού αποθέματος, είναι ενεργειακά ενεργοβόρα, με πολλά να βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα για τη θέρμανση, τον κλιματισμό, ενώ μόλις το 25% του αποθέματος θεωρείται «ενεργειακά αποδεκτό».

«Οι άνθρωποι περνούν περίπου το 80% της ζωής τους μέσα σε κτίρια – κτίρια γραφείων, σχολεία, νοσοκομεία, οικίες και αλλού».

«Κατά μέσο όρο, ο ετήσιος ρυθμός βαθιάς ενεργειακής ανακαίνισης απόδοσης (deep energy renovation) μόλις αγγίζει το 0,2%, τόσο για οικιστικά όσο και για μη οικιστικά κτίρια της ΕΕ. Η ευρωπαϊκή ανάλυση, στα πλαίσια της πρωτοβουλίας System Value, δείχνει ότι, στη θέρμανση, μια στροφή 20% προς τις εφαρμογές αντλιών θερμότητας (heat pumps), που λειτουργούν με πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, θα μείωνε τις εκπομπές CO2 κατά 9%. Οι αντλίες θερμότητας, σε συνδυασμό με την τηλεθέρμανση, συνιστούν την κύρια εναλλακτική λύση θέρμανσης, αντί των συστημάτων θέρμανσης με χρήση ορυκτών καυσίμων. Το 2020 υπήρξε αύξηση 7,5%, σε σχέση με το 2019, στην αγορά αντλιών θερμότητας, με περίπου 1,8 εκατομμύρια ευρωπαϊκά νοικοκυριά να την προτιμούν, ενώ το 2022 τα νούμερα είναι πολύ υψηλότερα, όπως και οι προοπτικές μεγέθυνσης της αγοράς. Αυτή η στροφή στις αντλίες θερμότητας, σε συνδυασμό με έξυπνες λύσεις, βασισμένες στις νέες τεχνολογίες ιδιαίτερα στον τομέα των αυτοματισμών, θα μπορούσε να εξοικονομήσει 3 δις. ευρώ, με οφέλη και για την ανθρώπινη υγεία από τη μειωμένη ατμοσφαιρική ρύπανση, από τώρα έως το 2030».

Βελτίωση προβλήματος

Υπάρχουν δύο κύριοι τρόποι για να επιτευχθεί αυτό:

·        «Ο παραδοσιακός τρόπος είναι η βελτίωση του περιβλήματος του κτιρίου, με βελτίωση της μόνωσής του, για μείωση απωλειών θερμότητας και με την αλλαγή των ανοιγμάτων και των Η/Μ (ηλεκτρομηχανολογικά) εγκαταστάσεών του, με νέα υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης».

·        Ο δεύτερος, «πιο καινοτόμος, πιο αποτελεσματικός και, εντέλει, ο πλέον φθηνότερος τρόπος είναι να εξοπλιστούν τα κτίρια με ψηφιακά εργαλεία που τους επιτρέπουν να προσαρμόζουν αυτόματα τη θέρμανση, τον φωτισμό και τα άλλα Η/Μ συστήματα στον αριθμό των ατόμων που είναι παρόντα ανά πάσα στιγμή, χρησιμοποιώντας ανάλυση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Επίσης, τέτοια “αυτόνομα κτίρια” είναι εξαιρετικά πιο αποδοτικά, εάν χρησιμοποιούν συστήματα ΑΠΕ (π.χ. μικρά αιολικά ή φωτοβολταϊκά συστήματα ή γεωθερμικές αντλίες θερμότητας/ψύξης) για την παροχή πράσινης ενέργειας, που θα τα διαχειρίζονται από απόσταση, μέσω υπολογιστικών προγραμμάτων και λογισμικού. Είναι φανερό ότι ο τρόπος αυτός έχει εφαρμογή στις νέες κτιριακές κατασκευές, όπου έχουν εφαρμοστεί ήδη πολιτικές εξοικονόμησης στο περίβλημα, στον φωτισμό, στα Η/Μ συστήματα».

«(…) Στην Ευρώπη, τα κτίρια του μέλλοντος –οικιακά ή μη– βρίσκονται στο επίκεντρο της Πράσινης Μετάβασης, για ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα με την ψηφιοποίηση στον πυρήνα της πολιτικής αυτής. Η προώθηση της ψηφιοποίησης του οικοδομικού τομέα απαιτεί, όμως, κίνητρα για επενδύσεις προς τις τεχνολογίες αυτές. Η λειτουργία και η συντήρηση των κτιρίων αντιπροσωπεύουν μεγάλες κεφαλαιουχικές δαπάνες. Τα συστήματα διαχείρισης κτιρίων, που ενισχύονται από ψηφιακές τεχνολογίες, όπως το Internet of Things και η Τεχνητή Νοημοσύνη, πιθανώς να αλλάξουν ριζικά τον τρόπο διαχείρισης της ενέργειας».

Κλείνοντας, να σημειώσουμε ότι ξεκίνησε στο Ντουμπάι η COP-28 –30 Νοεμβρίου έως 12 Δεκεμβρίου–, η 28η μεγάλη ετήσια διεθνής διάσκεψη που γίνεται για το Κλίμα, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ως συνήθως δεν περιμένουμε πολλά, εκτός κι αν γίνει θαύμα.

Είκοσι χρόνια ΙΕΝΕ

Είκοσι χρόνια συνεχούς λειτουργίας και προσφοράς στην ενεργειακή κοινότητα, στην Ελλάδα και τη ΝΑ Ευρώπη, συμπλήρωσε φέτος το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), το οποίο ιδρύθηκε το 2003, έχοντας επιδείξει όλο αυτό το διάστημα «μεγάλο και πολυδιάστατο έργο, σε όλο το φάσμα του ενεργειακού τομέα».

Το ΙΕΝΕ «εδώ και 20 χρόνια, συμβάλλει αποφασιστικά στη διάδοση της ενημέρωσης και της επιστημονικής γνώσης στον τομέα της ενέργειας, σε αλληλεπίδραση με τις τεχνολογικές, οικονομικές, γεωπολιτικές και άλλες εξελίξεις. Με τον τρόπο αυτόν, έχει συστήσει, όλα αυτά τα χρόνια, ένα δίκτυο ειδικών, επαγγελματιών και έγκριτων ακαδημαϊκών από τη ΝΑ Ευρώπη, αλλά και ευρύτερα, προωθώντας την ανταλλαγή απόψεων και πληροφόρησης, πάντα με στόχο τη δημιουργία μίας επιστημονικής κοινότητας προστιθέμενης αξίας, με επάρκεια και εγκυρότητα».

 

 του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο