Στην ομιλία του, με τίτλο: «Όψεις της φιλοσοφικής επιρροής του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στην διαμόρφωση των θεσμών της Ρωμαϊκής “Res Publica”», κατά τον διάλογο που οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών μεταξύ Β΄ και Γ΄ Τάξης με θέμα: «Ρωμαίων Πολιτεία, Ελλήνων Στοχασμός», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Η ιστορική έρευνα γενικώς, σε συνδυασμό με την ειδικότερη έκφανσή της στο πεδίο της Ιστορίας του Δικαίου, τεκμηριώνει με σαφήνεια ότι ναι μεν στην Αρχαία Ελλάδα -και ιδίως στο πλαίσιο των Πόλεων-Κρατών- ο Νόμος ήταν άκρως διαδεδομένος ως μέσο κανονιστικής ρύθμισης των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, όπως συνάγεται από αρκετά διασωθέντα «σπαράγματα» των Αρχαίων Ελληνικών Δικαίων και πρωτίστως του Δικαίου της Αρχαίας Αθήνας, κατά τις «μαρτυρίες» προεχόντως του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους και των Ρητόρων, με «προεξάρχοντα» τον Δημοσθένη. Αλλά και οι θεσμοί της Άμεσης Δημοκρατίας είχαν θέσει έκτοτε ορισμένες από τις βάσεις της δημοκρατικής διακυβέρνησης, με τον τρόπο που αυτή εξελίχθηκε έως την εμπέδωση της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Πλην όμως η ίδια ως άνω έρευνα τεκμηριώνει, επίσης ασφαλώς, ότι η θεσμική υπόσταση του Νόμου και του Κράτους, όπως «ωρίμασε» μέσ’ από πολλές πολιτειακές «περιπέτειες» και αντίστοιχες πολιτικονομικές διεργασίες για να εδραιωθεί ως θεμελιώδης «αντηρίδα» της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, έλκει σημαντικές ρίζες της από την Αρχαία Ρώμη και, κατά βάση, από συγκεκριμένες πτυχές της οργάνωσης και της λειτουργίας της «Res Publica».

Α. Για την ιστορική ακρίβεια το, ούτως ή άλλως «εύθραυστο», πολιτειακό σύστημα της κλασικής Άμεσης Δημοκρατίας, κατά το πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης της Αρχαίας Αθήνας είχε αρχίσει να παρακμάζει ήδη από την εποχή του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως δε μεταγενεστέρως, κατά την Ελληνιστική Περίοδο των επιγόνων του Μεγάλου Στρατηλάτη. Και τούτο γιατί οι επίγονοι αυτοί, πολλώ μάλλον λόγω και των μεταξύ τους καταστροφικών συγκρούσεων, είχαν την τάση να υιοθετούν «βασιλικές» μεθόδους διακυβέρνησης, παντελώς ασυμβίβαστες με διαδικασίες λαϊκής συμμετοχής -έστω και για απλή διαβούλευση- κατά την λήψη αποφάσεων. Απλώς οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου «ανέχθηκαν» -όπου τούτο δεν δημιουργούσε εμπόδια στην άσκηση της απόλυτης εξουσίας τους- ορισμένες Πόλεις-Κράτη στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο που συνέχιζαν να συντηρούν κάποιους θεσμούς Άμεσης Δημοκρατίας, οι οποίοι όμως υπολειτουργούσαν, και μάλιστα με διαρκώς φθίνουσα τάση. Εν πάση δε περιπτώσει δεν πρέπει να τίθεται «σε δεύτερη μοίρα» και το ότι όλες εκείνες οι συνθήκες οι οποίες ευνόησαν την, έστω και σε περιορισμένη έκταση, εμφάνιση και λειτουργία των θεσμών της Άμεσης Δημοκρατίας, φυσικά υπό τις προεκτεθείσες επεξηγήσεις, είχαν εκλείψει πλέον ουσιαστικώς. Με σπουδαιότερη ένδειξη ή και απόδειξη ως προς τούτο την αντίστοιχη «κατάρρευση» των θεσμοπολιτικών συστατικών στοιχείων της, αμιγώς Αρχαιοελληνικής προέλευσης Πόλης-Κράτους.

1. Το «αδήριτο» τέλος της κλασικής Άμεσης Δημοκρατίας επήλθε οριστικώς με την «άνοδο» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η οποία, κατεξοχήν στην ακμή της, δεν ήταν δυνατόν, οπωσδήποτε εξαιτίας και του μεγέθους της αλλά και της γενικότερης πολιτικής παράδοσης και νοοτροπίας των Ρωμαίων -με την απώτερη καταγωγή τους να έλκει αρκετές ρίζες της από την «παρακαταθήκη» των «Mores Maiorum»- να λειτουργήσει κατά το σύστημα της «αυθεντικής» Άμεσης Δημοκρατίας. Ακόμη και στις Ελληνιστικές Πόλεις-Κράτη, οι οποίες τελούσαν πια υπό ρωμαϊκή κατάκτηση, το σύστημα της Άμεσης Δημοκρατίας που συνέχισαν -με την ανοχή των Ρωμαίων αυτή την φορά- να εφαρμόζουν ήταν πια «σκιά του εαυτού του», «απομεινάρι» μιας άλλης λαμπρής εποχής η οποία «αποσυρόταν» αργά αλλά σταθερά. Οι πολιτειακοί και πολιτικοί θεσμοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακολούθησαν μια πολλαπλώς διαφορετική διαδρομή κρατικής, lato sensu, οργάνωσης. Διαδρομή, η οποία άφησε να εμφανισθούν πίσω της τα πρώτα δείγματα αντικατάστασης της «αμεσότητας» της λαϊκής παρέμβασης δια της, προδήλως εξαιρετικά περιορισμένης, έμμεσης λαϊκής συμμετοχής. Αυτή η λαϊκή συμμετοχή είχε την μορφή της «ανερχόμενης» διαδικασίας της «αντιπροσώπευσης» -έστω και αν δεν πήρε ποτέ την υπόσταση, ούτε καθ’ υποφοράν οργανωτικώς, της θεσμικής βάσης της αντιπροσώπευσης με τα κύρια διακριτικά γνωρίσματα που την χαρακτηρίζουν στο πλαίσιο της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και εξελίχθηκε υπό την, καίριας σημασίας, επιρροή του όλου πολιτειακού και πολιτικού οικοδομήματος της «Res Publica» και του εντός αυτής κανονιστικού εποικοδομήματος του Νόμου, με την νοοτροπία και τάση εφαρμογής του κατά το «dura lex sed lex». Ήταν δε η στρατιωτικοπολιτική «ιδιοσυγκρασία» των Ρωμαίων, ήδη από τότε που ξεκίνησαν την πορεία τους προς τις μεγάλες κατακτήσεις με αφετηρία το Λάτιο, η οποία συνέτεινε στην διαμόρφωση της «Res Publica» ως θεμελιώδους «οχήματος» εξέλιξης καθοριστικής σημασίας στοιχείων της «Ρωμαίων Πολιτείας».

2. Άλλωστε η ίδια η Ρωμαϊκή Ιστορία, υφ’ όλες τις εκδοχές της, «πιστοποιεί» -και τούτο δεν επιδέχεται πλέον σοβαρή αμφισβήτηση- ότι δίχως το θεσμικό «οπλοστάσιο» της «Res Publica» και την κανονιστική δραστική επενέργεια του Νόμου, κατ’ ουδένα τρόπο ο «Populus Romanus» θα ήταν σε θέση να φέρει σε πέρας το, κοσμοϊστορικής σημασίας ακόμη και για σήμερα, επίτευγμα της «γέννησης» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της συντέλεσης των κατακτήσεων που την ανέδειξαν, υπό τα δεδομένα της εποχής εκείνης, «κοσμοκράτειρα». Σχετικώς διευκρινίζεται ότι αυτή η ιστορική αξιολόγηση δεν βασίζεται στο αν και κατά πόσον η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σεβάσθηκε και εφάρμοσε δημοκρατικές διαδικασίες οργάνωσης και λειτουργίας της. Και τούτο διότι είναι ιστορικώς οιονεί «αυταπόδεικτο» ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί στην Αρχαία Ρώμη ήταν, κατά κανόνα και για το συντριπτικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επιδεικτικώς «απόντες». Γι’ αυτό και υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι τα κάθε είδους συλλογικά όργανα, λαϊκά ή μη, στην Αρχαία Ρώμη και στην «Ρωμαίων Πολιτεία» δεν διακρίνονταν για τις, έστω και «μακρινές», δημοκρατικές τους καταβολές. Κάτι το οποίο ισχύει περισσότερο για την περίοδο της Βασιλείας, πλην όμως δεν μεταβάλλεται «εκ βάθρων» και μετά την κατάλυσή της, αφού οι «Λαϊκές Συνελεύσεις», κάθε μορφής, ναι μεν διατηρούσαν εμφανή χαρακτηριστικά αντιπροσώπευσης, αλλά τα χαρακτηριστικά αυτά δεν τους προσέδιδαν και στοιχεία ουσιαστικής δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας.

3. Κατά συνέπεια, αυτή η ιστορική αξιολόγηση περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο πόσο και πώς το πολιτειακό εποικοδόμημα στην Αρχαία Ρώμη, με κύριες «αντηρίδες» την «Res Publica» και τον Νόμο, διευκόλυνε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να επεκταθεί στο μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, καταλείποντας στην πορεία της αλλά και «κληροδοτώντας» στο μέλλον το «αυτοκρατορικό πρότυπο» που υιοθέτησε και το διάδοχο «σχήμα» της, το Βυζάντιο. Πραγματικά, το πολιτειακό και πολιτικό «οικοδόμημα» της «Res Publica» στην Αρχαία Ρώμη άφησε ανεξίτηλα χαραγμένα τα εγγενή χαρακτηριστικά του στην όλη δομή και λειτουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως το τέλος της. Είναι δε άξιο μνείας ότι και μετά το χρονικό τούτο όριο τα ως άνω χαρακτηριστικά «ανιχνεύονται» και στην δομή και λειτουργία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με «οδηγό» το θεσμικοπολιτικό «κληροδότημα» προς αυτήν εκ μέρους της «προκατόχου» της, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, πολλά από τα συστατικά στοιχεία της «Res Publica» και του Νόμου «επιβίωσαν» και κατά την, επίσης μακραίωνη, πολιτειακή και πολιτική εξέλιξη του Βυζαντίου, κυρίως κατά τις περιόδους της ακμής του και της εν γένει επιρροής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πέραν των συνόρων της, ιδίως δε προς την τότε Δύση. Είναι άκρως ενδεικτικό ότι με τον τρόπο αυτό πολλά στοιχεία, θεσμικά και πολιτικά, της «Res Publica» ήταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, «παρόντα» εν συνεχεία ακόμη και στις φεουδαρχικές δομές της τότε Δύσης. Πολύ περισσότερο δε ήταν «παρόντα» στις μετέπειτα Μεγάλες Αυτοκρατορίες -οι οποίες προηγήθηκαν της εμφάνισης του σύγχρονου Έθνους-Κράτους- αρκετές από τις οποίες, αν όχι όλες, επιχείρησαν να υιοθετήσουν το «υπόδειγμα» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της διαδόχου της, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκεί όμως όπου η «Res Publica» και ο Νόμος «ξαναβρήκαν» σημαίνοντα θεσμικά χαρακτηριστικά τους ήταν στο πλαίσιο του Έθνους-Κράτους μετά το -σχεδόν προδιαγεγραμμένο εξαιτίας της όλης πολιτικής και πολιτισμικής ιδιοσυστασίας τους- τέλος των Μεγάλων Αυτοκρατοριών. Μέσα από αυτή την εξέλιξη, η κατά τ’ ανωτέρω «μετάγγιση» των θεσμικοπολιτικών χαρακτηριστικών της «Res Publica» και του Νόμου -φυσικά με τις αναπόφευκτες, εξαιτίας των επιμέρους συνθηκών, μεταλλάξεις- έφθασε έως τα χρονικά «κράσπεδα» της έναρξης της διαδικασίας «γέννησης» των πρώιμων θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Β. Τα όσα όμως επισημάνθηκαν αναλυτικώς προηγουμένως δεν μπορούν, και πάλι με βάση τα τεκμήρια της ιστορικής έρευνας, ν’ απομειώσουν την σημασία και της ακόλουθης, φιλοσοφικής προδήλως προέλευσης, αλήθειας: Οι κατά τα προεκτεθέντα Αρχαιορωμαϊκές καταβολές της έννοιας και της δομής του Νόμου και του Κράτους, υπό την σύγχρονη εκδοχή τους, δεν μπορούν ούτε επιτρέπεται να υποβαθμίζουν την ουσία του αδιαμφισβήτητου γεγονότος πως σε ό,τι αφορά την εν γένει διαμόρφωσή τους και την εφαρμογή τους στην πράξη καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η «εμβληματική» φιλοσοφική σκέψη της Αρχαίας Ελλάδας, με «κολοφώνα» την Στωϊκή Φιλοσοφία. Τούτο προκύπτει εναργώς π.χ. από το έργο του Παναίτιου του Ρόδιου (185-110 π.Χ.), τελευταίο Σχολάρχη της Στωϊκής Σχολής της Αρχαίας Αθήνας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που εισήγαγε συστηματικά την Στωϊκή Φιλοσοφία στην Αρχαία Ρώμη. Είχε δασκάλους τον Κράτητα τον Μαλλώτη στην Πέργαμο και τον Διογένη τον Σελεύκιο καθώς και τον Αντίπατρο του Ταρσέως στην Αρχαία Αθήνα. Στον Παναίτιο οφείλεται η ανάδειξη της αξίας της ολοκληρωμένης ανάπτυξης των δυνατοτήτων του Ανθρώπου και της προσωπικότητάς του κατά τους γενικούς κανόνες της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου χαρακτήρα. Το φιλοσοφικό έργο του Παναίτιου εμπλούτισε και επεξέτεινε, κατά τρόπο που άφησε το «αποτύπωμά» του και στην όλη κατανόηση της πεμπτουσίας του Νόμου και του Κράτους στην Αρχαία Ρώμη, ο Επίκτητος (50-138 μ.Χ.), μαθητής του Ρωμαίου φιλοσόφου και κορυφαίου εκπροσώπου της «Νέας Στοάς» Γάϊου-Μουσώνιου Ρούφου, κατ’ ουσία δια μέσου της εκ μέρους του πρωτοποριακής, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, φιλοσοφικής διερεύνησης της έννοιας της Ελευθερίας.

1. Στην Νικόπολη -εξόριστος από την Ρώμη επί Δομιτιανού το 93 μ.Χ.- ο Επίκτητος ολοκλήρωσε την φιλοσοφική του «κοσμοθεωρία» οδηγώντας τον Στωϊκισμό, με σπουδαιότερο άξονα του φιλοσοφικού του διαλογισμού την έννοια της Ελευθερίας, στα όριά του εκείνα, τα οποία του επέτρεψαν να επηρεάσει σε βάθος τα μετέπειτα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδίως στην Δύση. Μετά την ολοκληρωμένη διαμόρφωσή της, η Στωϊκή Φιλοσοφία του Επικτήτου επέδρασε εμφανώς στους επακολουθήσαντες Νεοπλατωνιστές, ακόμη δε και στους πρώτους Χριστιανούς στοχαστές. Άλλωστε, ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει την συμβολή του Στωϊκισμού -με βάση το έργο του Επικτήτου πάντοτε- σε ό,τι αφορά την εμφάνιση τουλάχιστον εκείνων των στοιχείων της Χριστιανικής Διδασκαλίας, τα οποία αφορούν τον Ανθρωποκεντρισμό της, κατ’ εξοχήν στο πλαίσιο διαχείρισης της προσωπικής Ελευθερίας από τον φορέα της. Με τον ίδιο όμως δυναμισμό, η Στωϊκή φιλοσοφική αντίληψη του Επικτήτου έφθασε και έως τον χώρο της σύγχρονης φιλοσοφικής αναζήτησης.

2. Επισκοπώντας το φιλοσοφικό έργο του Επικτήτου, εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως παρέμεινε πιστός στις «αρχέγονες» ρίζες του Στωϊκισμού, οι οποίες κυριαρχούνται από τα νοήματα της καρτερίας, της πραότητας και της αποχής. Και μόνον η εμβληματική ρήση του Επικτήτου «ανέχου καί απέχου» βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Κατά τούτο φαίνεται, λοιπόν, prima faciae παράδοξο το ότι ο «Φιλόσοφος της Νικόπολης» αφιέρωσε μεγάλο μέρος της σκέψης του στην διερεύνηση της φύσης της εξουσίας του Ανθρώπου μέσω της διαχείρισης της ισχύος. Όμως το παράδοξο τούτο «διαλύεται» όταν, με μια πιο ενδελεχή προσέγγιση της σκέψης του Επικτήτου, γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι η ενασχόλησή του με την εξουσία και με την ισχύ δεν επιχειρείται αυτοτελώς. Με την έννοια ότι ο Επίκτητος δεν είχε ως στόχο την per se ανάλυση της πεμπτουσίας της εξουσίας και της ισχύος αλλά, όλως αντιθέτως, προσέφυγε στην ανάλυση αυτή προκειμένου να ορίσει, μέσω της εξουσίας και της ισχύος, το νόημα -ακριβέστερα δε τα όρια- της Ελευθερίας. Και είναι η κατά τ’ ανωτέρω φιλοσοφική, μεθοδολογική αλλά και ουσιαστική, στάση του Επικτήτου, η οποία του επέτρεψε να οδηγήσει, καθώς αναφέρθηκε ήδη, τον Στωϊκισμό στην κορύφωσή του. Συγκεκριμένα, ήταν η Στωϊκή θεώρηση της Ελευθερίας, του νοήματός της και των ορίων της από τον Επίκτητο, η οποία επέτρεψε στον Στωϊκισμό -και, άρα, στην σκέψη του Επικτήτου- ν’ ακολουθήσει μια οιονεί «διαδρομή αιωνιότητας», όπως αυτή πέρασε από τον Νεοπλατωνισμό και από την Χριστιανική Διδασκαλία για να φθάσει στην σύγχρονη εποχή και να «ζωογονεί» τον περί Ελευθερίας φιλοσοφικό στοχασμό έως τις μέρες μας. Και είναι μάλλον δεδομένο ότι η διαδρομή αυτή θα συνεχίσει την πορεία της στο μέλλον, αφού είναι αρρήκτως συνυφασμένη με την φύση και τον προορισμό του Ανθρώπου, κατά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και την τάση του να ζει μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύνολο χτίζοντας «οχυρά» Πολιτισμού, ικανά να υπερασπισθούν την πορεία του και εκείνη της Ανθρωπότητας προς το μέλλον.

3. Η μέσω της εξουσίας αναζήτηση του νοήματος της Ελευθερίας, κατά τον Επίκτητο, διέρχεται από το συλλογιστικό «διάνυσμα» που συνδέει την εξουσία με την θέληση του εξουσιάζοντος. Με άλλες λέξεις, ο Επίκτητος θεωρούσε πως η εκ μέρους του Ανθρώπου αναζήτηση της κατάκτησης της εξουσίας και της οριοθέτησης του εύρους της έχει ως κύριο «μοχλό» την θέλησή του, η οποία εκφράζει τις επιθυμίες του και τους επέκεινα στόχους του. Και τούτο, διότι κατά τον Επίκτητο η εξουσία καθενός, τόσον ως προς την κατεύθυνσή της όσο και ως προς το εύρος της, εξαρτάται, σχεδόν αποκλειστικώς, από την ίδια του την θέληση, ακριβέστερα δε από το «τι θέλει». Βεβαίως, μόνη η θέληση δεν καθορίζει το όλο μέγεθος της εξουσίας, υπό την έννοια ότι ναι μεν αναλογεί στην σφαίρα εξουσίας καθενός εκείνο που θέλει, όμως υπό τον αυτονόητο όρο ότι μπορεί και να το κατακτήσει. Και, e contrario και συνακόλουθα, βρίσκεται έξω από την σφαίρα της εξουσίας του εκείνο που θέλει μεν, πλην όμως για διαφόρους λόγους -υποκειμενικούς και, κυρίως, αντικειμενικούς- δεν μπορεί να κατακτήσει. Έτσι η εξουσία καθενός καθορίζεται, εν τέλει, από το δίπολο «θέλω και μπορώ». Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γυρίσει κανείς πίσω, στην βάση του φιλοσοφικού στοχασμού του Επικτήτου, ήτοι στις Στωϊκιστικές του καταβολές. Διότι στο επίκεντρο του Στωϊκισμού του Επικτήτου βρίσκεται, εν πάση περιπτώσει, η αναζήτηση της κατάστασης που διασφαλίζει στον Άνθρωπο την κυριαρχία των αισθημάτων της καρτερίας και της πραότητας. Δηλαδή της κατάστασης, η οποία σημαίνει απουσία λύπης και στενοχώριας, αφού αυτές είναι ασύμβατες με την φυσική τάση του Ανθρώπου να σκέπτεται και να δημιουργεί κατά την διάρκεια της ζωής του. Επέκεινα, και με βάση την σκέψη του Επικτήτου, «ελεύθερος» μπορεί να είναι εκείνος, ο οποίος έχει την δύναμη ν’ απαλλαγεί από την λύπη και την στενοχώρια. Ενώ «δούλος» καθίσταται εκείνος που είναι οιονεί αιχμάλωτός τους. Με όρους άσκησης εξουσίας μέσω της θέλησης, πάντα κατά τον Επίκτητο, εκείνος ο οποίος θέλει μόνον ό,τι μπορεί να κατακτήσει και αρκείται σε αυτό δεν οδηγείται σε καταστάσεις λύπης και στενοχώριας. Επομένως είναι «ελεύθερος», ως απαλλαγμένος από επιθυμίες και επιδιώξεις που αποδεικνύονται, εκ των πραγμάτων, ανέφικτες. Και αντιθέτως, εκείνος ο οποίος θέλει κάτι που δεν μπορεί να κατακτήσει, μη αρκούμενος σε αυτά τα οποία έχει -δηλαδή εκείνος που επιδιώκει το ανέφικτο- οδηγείται, μοιραίως, σε κατάσταση λύπης και στενοχώριας και εν τέλει καθίσταται «δούλος». Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές ο Επίκτητος συμπυκνώνει την προαναφερόμενη σχέση «ελεύθερου» και «δούλου» μέσα στην «συγκλονιστική» απλότητα της ρήσης: «ού πενία λύπην εργάζεται, αλλά επιθυμία».