Το διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών υπερβαίνει τα στενά όρια της συμβατικής πολιτικής αντιπαλότητας

Απέχουμε μόλις 50 ημέρες από το ραντεβού με την κάλπη των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου και η πολιτική ατμόσφαιρα θυμίζει σκηνικό εθνικών εκλογών. Ακραία πόλωση, γερές δόσεις λαϊκισμού από την αντιπολίτευση και διακυβεύματα που δεν παραπέμπουν σε κάλπη ευρωεκλογών, αλλά εθνικών εκλογών. Ημερολογιακά, ο χρόνος είναι λίγος, αλλά ο πολιτικός χρόνος έως την εκλογική αναμέτρηση πολύς. Πολλά μπορούν να αλλάξουν μέχρι τότε, είτε προς το καλύτερο για κάθε κόμμα ξεχωριστά, είτε προς το χειρότερο.

Στο έως τώρα προεκλογικό κλίμα, έχει διαμορφωθεί βασικά μόνο μια εικόνα αναμέτρησης, που αφορά την κατάταξη στη δεύτερη θέση, αφού η ΝΔ είναι σχεδόν βέβαιο, βάσει και των δημοσκοπήσεων, πως δεν θα αντιμετωπίσει δυσάρεστο αποτέλεσμα, ακόμα κι αν περάσει κάτω από τον πήχη του 33% των προηγούμενων ευρωεκλογών.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια κάποια φθορά, εξαιτίας κυρίως του τοξικού κλίματος που έχει καλλιεργηθεί από την αντιπολίτευση και των θεωριών συνωμοσίας, που είχαν αναπτυχθεί. Το Μέγαρο Μαξίμου όμως, στηριζόμενο και σε«κρυφά» στοιχεία των δημοσκοπήσεων, πιστεύει πως στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές το κλίμα θα αλλάξει σημαντικά.

Με δεδομένο, πάντως, ότι δεν κρίνεται σε αυτές τις εκλογές η διακυβέρνηση της χώρας, θα ήταν χρήσιμο να δούμε ποια συμπεράσματα μπορεί να προκύψουν από τις ευρωεκλογές σχετικά με το πολιτικό μας σκηνικό, βάσει του συσχετισμού των δυνάμεων που θα καταγραφεί στις κάλπες.

Θα κριθεί κατά πρώτον αν θα παραμείνουμε σε σκηνικό απόλυτης κυριαρχίας ενός κόμματος (της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη) ή θα επιστρέψουμε στον κλασικό δικομματισμό, έστω και με σημαντικό προβάδισμα του πρώτου έναντι του δεύτερου κόμματος. Στις τελευταίες εθνικές εκλογές, η ΝΔ κέρδισε τον ΣΥΡΙΖΑ με 24 μονάδες διαφορά, ποσοστό το οποίο ουσιαστικά σήμανε το τέλος του δικομματισμού. Μόνο αν η διαφορά αυτή μειωθεί τουλάχιστον στο μισό, θα μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή στον δικομματισμό. Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται τουλάχιστον από τις δημοσκοπήσεις.

Μεγάλη σημασία όμως για τη συνέχεια έχει ποιο κόμμα θα καταλάβει τη δεύτερη θέση. Η μάχη Κασσελάκη – Ανδρουλάκη είναι κρίσιμη για τον χώρο της Κεντροαριστεράς, γιατί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα εξαρτηθεί ποιος από τους δύο θα μπορέσει να αποτελέσει τον πυρήνα συσπείρωσης του άλλου πόλου απέναντι στην κεντροδεξιά κυβέρνηση της ΝΔ. Αν τα δυο κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ) βρεθούν πολύ κοντά, η μάχη θα συνεχιστεί ανάμεσά τους, πράγμα που σημαίνει ότι η συσπείρωση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς θα παραμείνει πολύ δύσκολη υπόθεση. Αντίθετα, αν ένας από τους δύο βγει καθαρά μπροστά, θα αποτελέσει εκ των πραγμάτων τον πρωταγωνιστή στον χώρο της αντιπολίτευσης.

Αρκετά επίσης θα εξαρτηθούν στη συνέχεια από το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν οι δυνάμεις που κινούνται στα δεξιά της ΝΔ. Στις τελευταίες εθνικές εκλογές, το άθροισμα των δυνάμεων αυτών (Ελληνική Λύση,Σπαρτιάτες, Νίκη και κάποιοι μικρότεροι σχηματισμοί της Ακροδεξιάς) έφτασε το 14%. Εάν στις ευρωεκλογές προσεγγίσει το 20% (όπως δείχνουν κάποιες δημοσκοπήσεις), είναι πολύ πιθανό η ατζέντα της άκρας Δεξιάς να επηρεάσει ακόμη περισσότερο τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο το γεγονός εάν μετά τις ευρωεκλογές θα έχουν τελικά κερδίσει έδαφος οι λεγόμενες «αντισυστημικές δυνάμεις». Πρώτη από όλες το ΚΚΕ και έπειτα κόμματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας,με αρχηγό τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Η εκλογική επίδοση των κομμάτων που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση εξ αριστερών με δυναμικές κινητοποιήσεις θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το κλίμα μέσα στο οποίο θα πορευτεί η κυβέρνηση μετά τις ευρωεκλογές.

Βέβαια και μέχρι να στηθούν οι κάλπες τον Ιούνιο, ο βασικός αντίπαλος της κυβέρνησης, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, δεν είναι η ίδια η αντιπολίτευση, αλλά το κλίμα καχυποψίας, η διάχυτη δυσπιστία και η ακαταλόγιστη δυσφορία που τείνουν να επικρατήσουν στην κοινωνία. Και για τα οποία την κύρια ευθύνη φέρει η αντιπολίτευση στο σύνολό της, αλλά ειδικότερα ο αλλοπρόσαλλος ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, που δεν ξέρει τι θέλει, πού πατάει, και τι σχεδιάζει. Πλην του… οράματος του εκτός τόπου και χρόνου αρχηγού του, να γίνουν εκλογές στην Ελλάδα άμεσα, με παρουσία ξένων.Μια διαλυτική ψυχολογία που μπορεί εύκολα να αποτυπωθεί σε μια χαλαρή εκλογή τον Ιούνιο. Και να διαμορφώσει ένα διαφορετικό, όσο και απρόβλεπτο σκηνικό, που θα θέσει σε κίνδυνο το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας και της συνέχισης του κυβερνητικού μεταρρυθμιστικού έργου. Συνεπώς, το διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών υπερβαίνει τα στενά όρια της συμβατικής πολιτικής αντιπαλότητας, καθώς το αποτέλεσμα της κάλπης θα καθορίσει την πορεία της Ελλάδας και της Ευρώπης σε κρίσιμα ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα του πολίτη.

Συμπερασματικά, οι ευρωεκλογές μπορεί μεν να μην κρίνουν τη διακυβέρνηση της χώρας, κρίνουν όμως σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα κυβερνηθεί η χώρα το επόμενο διάστημα.

Μετά τις ευρωεκλογές, η κυβέρνηση έχει μπροστά της τρία γεμάτα χρόνια για να υλοποιήσει το πρόγραμμά της, να το εμπλουτίσει ή να το διορθώσει, να κάνει όσα δεν έκανε από το 2019 (σε συνθήκες διαρκούς και πολυεπίπεδης κρίσης), ενδεχομένως να ανατάξει τις προτεραιότητές, να ανασυγκροτηθεί οργανωτικά και να σηκώσει τα μανίκια της. Χρόνος υπάρχει πολύς, μετά τις όποιες εντυπώσεις δημιουργηθούν από τα ευρωαποτελέσματα, που νομοτελειακά θα ξεθωριάσουν.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο