Στον πόλεμο του 1940 όπως όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, έτσι και οι ηθοποιοί στρατεύθηκαν.
Συχνά πυκνά, μάλλον πρόχειρα αφιερώματα τα οποία αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό αναφέρονται στον έναν ή τον άλλον, συνήθως γνωστό και δημοφιλή ηθοποιό που πολέμησε στο μέτωπο. Ωστόσο ήταν πολλοί, σχεδόν το σύνολο όσων η ηλικία το επέτρεπε, οι ηθοποιοί που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Πέρασαν από τότε περίπου 80 χρόνια και δεν διαθέτουμε ακόμη έναν ολοκληρωμένο κατάλογο με τους ηθοποιούς, διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι συμμετείχαν στον ιερό αγώνα υπέρ της πατρίδος και της ελευθερίας.
Νίκος Σταυρίδης
Σε εξειδικευμένες έρευνες συναντούμε οργανωμένες καταλογογραφήσεις, κυρίως βάσει ενός καταλόγου ανηρτημένου στο Σωματείο των Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), οπότε και του πλέον έγκυρου. Στον κατάλογο αυτόν περιλαμβάνονται 120 ονόματα. Υπάρχει όμως και ένας πληρέστερος κατάλογος, τον οποίο παραδίδουμε στη δημοσιότητα και περιλαμβάνει 156 ονόματα. Συντάχθηκε επίσης από τα αρχεία του ΣΕΗ αλλά δημοσιεύθηκε, διαρκούντος ακόμη του πολέμου, τον Μάρτιο του 1941, από τον έγκριτο δημοσιογράφο και συγγραφέα Μιχαήλ Ροδά (1884-1948)[1].
Στον κατάλογο αυτόν, ο οποίος παρατίθεται αυτούσιος με ελάχιστες τυπικές διορθώσεις και συμπληρώσεις, περιλαμβάνονται συγγραφείς, καλλιτέχνες του μουσικού θεάματος, συνθέτες, σκηνοθέτες κ.ά. Η ανάγνωση του καταλόγου απαιτεί προσοχή, ιδιαιτέρως στην περίπτωση ψευδωνύμων. Όπως ο Φλερύ, του οποίου το επώνυμο ήταν Παπαντωνόπουλος, ή ο Φέρμας του οποίου το επώνυμο ήταν Χατζηανδρέου. Όταν τον δημοσίευσε ο Μ. Ροδάς, ήδη δύο ηθοποιοί είχαν δώσει τη ζωή τους στην πατρίδα.
Ο Πάνος Παπακυριακόπουλος (Ντόλης) που έπεσε μαχόμενος.
Ήταν ο Χρήστος Μωραΐτης και ο Πάνος Παπακυριακόπουλος, ο περίφημος Ντόλης, όπως ήταν γνωστός στους περισσότερους. Περί του πρώτου ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά, ενώ περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε για τον καταγόμενο από τη Μανωλάδα ηθοποιό Πάνο Παπακυριακόπουλο (Ντόλη). Βρέθηκε ως έφεδρος λοχίας στην πρώτη γραμμή του πυρός, όπου και έπεσε μαχόμενος, στο Ύψωμα Σκουτάρα, στις 25 Ιανουαρίου 1941. Λίγο αργότερα έφευγε από τη ζωή, υποκύπτοντας στα τραύματά του και στις κακουχίες ο καταγόμενος από τη Σμύρνη ταλαντούχος κωμικός Δήμος Αυγείας.
Παντελής Ζερβός
Υπηρετούσε ως κληρωτός και βρέθηκε στην πρώτη γραμμή όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Παράτολμος και αποφασισμένος, αγωνίσθηκε σθεναρά. Οι πράξεις του επιβραβεύθηκαν με την απονομή του βαθμού του λοχία και την παρασημοφορία του. Παρά όσα έχουν γραφτεί, επέστρεψε βαριά τραυματισμένος στην Αθήνα αλλά στερούμενος ακόμη και των προς το ζην. Οι συνάδελφοί του ανέβασαν (Αύγουστος 1941) τιμητική παράσταση στο θέατρο Κοτοπούλη για να ενισχύσουν τον ίδιο αλλά και τον επίσης τραυματία Λάμπη Μπούμπη. Εν τέλει ο Δήμος Αυγείας δεν τα κατάφερε.
Θάνος Κωτσόπουλος
Όπως φαίνεται από τον κατάλογο του 1941, ήταν πολλοί εκείνοι που αγωνίσθηκαν για την Πατρίδα και η προσφορά τους παραμένει άγνωστη έως τις μέρες μας. Ελάχιστοι ήταν οι ηθοποιοί που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις και απέφυγαν να βρεθούν στο μέτωπο. Εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα πως η συντριπτική πλειονότητα των καλλιτεχνών του σανιδιού έπραξε το καθήκον τους. Αλλά και όσοι έμειναν πίσω, οι γυναίκες και οι άνδρες λόγω ηλικίας, βρέθηκαν να υπηρετούν από το δικό τους μετερίζι. Με εντυπωσιακή ταχύτητα συγκροτήθηκαν πολυπρόσωποι θίασοι και γράφτηκαν έργα, κυρίως επιθεωρήσεις, πατριωτικού περιεχομένου.
Τίτος Φαρμάκης
Ένα πραγματικό πανηγύρι ηθικού εξευτελισμού των Ιταλών στήθηκε στις θεατρικές σκηνές των Αθηνών. Η περίφημη επιθεώρηση «Μπράβο, Κολονέλλο» γράφτηκε σε τέσσερις ημέρες! Μεγάλες στιγμές, συγκίνηση και θαυμασμός. Στην επιθεώρηση «Φινίτα λα Μιούζικα» (Αλ. Σακελλάριος – Δ. Ευαγγελίδης) ο ηθοποιός Νίκος Μηλιάδης παίζοντας τον «Τραυματία», δακρυσμένος χαιρετούσε το κοινό και ξεχωριστά τους πραγματικούς τραυματίες που κάθονταν στις πρώτες σειρές. Γι’ αυτό ο αείμνηστος Πέτρος Κυριακός είχε πει πως «δεν ήταν παραστάσεις αυτές που δίναμε, ήτανε εθνικές συγκεντρώσεις»!
Λαυρέντης Διανέλλος
Σπύρος Πατρίκιος
Ιδιαίτερο κεφάλαιο που χρήζει επιμέλειας είναι οι γυναίκες ηθοποιοί που ευρέθησαν στην πρώτη γραμμή της προσφοράς ως αδελφές νοσοκόμες ή με συνεχείς επισκέψεις στα νοσοκομεία και την ψυχαγωγία των τραυματιών. Ένα ακόμη σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας των ανθρώπων που υπηρέτησαν με συνέπεια την τέχνη της υποκριτικής είναι η συμμετοχή ανδρών και γυναικών στις αντιστασιακές οργανώσεις όπου προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες. Στα μετόπισθεν, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Σπύρος Πατρίκιος κρατούσε τα ηνία του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.
Ως πρόεδρος του σωματείου έδινε τον δικό του αγώνα παρακολουθώντας με στοργή τους στρατευμένους ηθοποιούς και στέλνοντας στο μέτωπο κάθε δυνατή οικονομική ενίσχυση που κατόρθωνε να εξασφαλίζει. Αλλά δεν περιορίστηκε σ’ αυτό. Ενδιαφέρθηκε για τις οικογένειες των απόρων ηθοποιών και φρόντισε για την κατάρτιση της επιτροπής «Το Παιδί του Στρατιώτη», μέσω της οποίας ενδιαφερόταν για τα άπορα παιδιών των πολεμιστών ηθοποιών. Από τους σημαντικούς ηθοποιούς της επιθεώρησης και κυρίως της οπερέτας, παντρεύτηκε την ηθοποιό Λέλα Σταματοπούλου και απέκτησαν έναν γιο, τον γνωστό ποιητή Τίτο Πατρίκιο. Αδελφή του ήταν η ποιήτρια Λιλή Ιακωβίδου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά διασώθηκε από θαύμα, όπως ο ίδιος ομολογεί.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.
Αλβανία, κακουχίες στα λασπωμένα χιόνια των βουνών, οιμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρηση, αρρώστιες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυσίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία…
Από μια συνέντευξη του Οδυσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό “Πανσπουδαστική” με τίτλο “Έζησα το θαύμα της Αλβανίας” το 1965, διαβάζουμε:
“Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια κα με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο.
Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα “στούκας”. Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοτής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (…) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (…) αν “έζησα το θαύμα” σώθηκα και από ένα θαύμα.”
Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και ιδεολογική του διαμόρφωση και σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην πνευματική του πορεία. Η εμπειρία του πολέμου ώθησε τον Ελύτη να στραφεί πιο άμεσα προς την ιστορία και το συλλογικό αίσθημα στο έργο του.
Πολύ αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν μια μακρινή ανάμνηση από το παρελθόν, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος είχε πει σε συνέντευξή του: ”Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες”.
Ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος βγήκε ζωντανός από την πρώτη γραμμή του μετώπου και μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Διακοφτό, με το μόνο διαθέσιμο μέσο. Τα πόδια του….
Ο Λάμπρος Κωσταντάρας τραυματίστηκε σε μάχη και όταν έγινε καλά στα μετόπισθεν, ζήτησε να τον ξαναστείλουν στην πρώτη γραμμή.
Από το Μέτωπο, από αριστερά στη φωτογραφία όρθιοι: Δ. Γαλερίδης (δημοσιογράφος), Γεώργιος Καρτάλης (υπουργός), Δ.Θιβαδόπουλος (καθηγητής), Γεώργιος Θεοτοκάς (συγγραφέας), Συμεόνογλου (βιομήχανος) Κώστας Μάγερ (δημοσιογράφος). Καθιστοί: Ευ. Μαγκλιβέρας (βαρύτονος), Λάμπρος Κωνσταντάρας (ηθοποιός) Κώστας Σάμιος (τενόρος) και Τσαλίκης (έμπορος).
Η φωτογραφία απεικονίζει τον Γιάννη Τσαρούχη με στρατιωτικά ρούχα να κρατά εικόνα της Παναγίας το 1941. Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Γ. Τσαρούχη, ο οποίος πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του ’40, τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, ακούστηκε ένα περίεργο νέο, η Παναγία παρουσιάστηκε σ’ έναν ανθυπασπιστή και αυτός την νόμισε για Αλβανίδα κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει. Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: ”Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας”.
Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος. Ο διοικητής της μονάδας είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να βγάλει τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Η εικόνα που κρατά στα χέρια του ο Γ. Τσαρούχης απεικονίζει την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. Την ζωγράφισε μετά από διαταγή του διοικητή για να κοσμήσει το τέπλο της εκκλησίας.