Όλα όσα δείχνουν οι δημοσκοπήσεις του 2023 – Τα «κλειδιά» και τα σενάρια για αυτοδυναμία

Θα υπάρξει ή όχι αυτοδύναμη κυβέρνηση; Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό την πρώτη Κυριακή της απλής αναλογικής (μάλλον απίθανο) ή θα χρειαστεί να προσφύγουμε σε δεύτερη (σχεδόν βέβαιο) ή και σε τρίτη ακόμη εκλογική αναμέτρηση; Ασφαλώς και με βεβαιότητα δεν μπορεί προκαταβολικά και οριστικά να δοθεί απάντηση στο σημαντικότερο αυτό πολιτικό ερώτημα. Αυτό που μπορεί να διερευνηθεί όμως είναι ποιο από τα σενάρια συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να ευδοκιμήσει.

Στην προσπάθεια αυτή μπορεί βεβαίως να συμβάλει η μελέτη των στοιχείων όλων των δημοσκοπήσεων, αλλά κυρίως μπορεί να βοηθήσει η ανάλυση της τωρινής στρατηγικής των κομμάτων καθώς και η κατανόηση της συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος σε αντίστοιχα διλήμματα κατά το πρόσφατο παρελθόν. Έχοντας αυτά ως δεδομένα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το σενάριο μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ συγκεντρώνει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από εκείνο μιας κυβέρνησης συνεργασίας, ανεξαρτήτως από το ποια κόμματα θα συμμετείχαν και ποιο επικοινωνιακό προσανατολισμό («προοδευτική», «έκτακτης ανάγκης» κ.λπ.) θα είχε αυτή.

Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι που ενισχύουν αυτή την εκτίμηση.

·       Ο πρώτος που αφορά στην προοπτική μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ είναι η εξαιρετικά χαμηλή πιθανότητα να επαληθευθεί μια «χαλαρή ψήφος» προς το κυβερνών κόμμα. Αυτό που φοβούνται στην Πειραιώς είναι μήπως στην πρώτη κάλπη μερίδα ψηφοφόρων θελήσει να στείλει «μήνυμα διαμαρτυρίας» στην κυβέρνηση της ΝΔ, γνωρίζοντας ότι θα ακολουθήσουν και δεύτερες εκλογές στις οποίες θα μπορούν να κάνουν την επιλογή τους για το ποιο κόμμα θα αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας την επόμενη τετραετία. Τη σημασία της πρώτης κάλπης ανέδειξε μάλιστα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την περιοδεία του την περασμένη Δευτέρα στην Κοζάνη. «Στην επόμενη εκλογική μάχη», είπε, «δεν υπάρχει περιθώριο, κανένα απολύτως περιθώριο για δήθεν ψήφο διαμαρτυρίας ή για πειράματα, τα οποία μετά δεν θα διορθώνονται. Η ψήφος στην πρώτη κάλπη θα κρίνει το ποια θα είναι η κυβέρνηση την επόμενη μέρα. Η δεύτερη κάλπη που –όπως φαίνεται– θα χρειαστεί, θα κάνει πιο βέβαιη και δυνατή την απόφαση».Πάντως χαλαρή ψήφος ως ένδειξη απογοήτευσης ή δυσαρέσκειας έχει επαληθευθεί εμπειρικά στη χώρα μας στις ευρωεκλογές ή τις αυτοδιοικητικές εκλογές αλλά όχι στις εθνικές. Ακόμη και όταν επαληθεύτηκε, συνέτρεχαν κατά βάση δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, μια διαφαινόμενη «άνετη» επικράτηση του πρώτου κόμματος, τέτοια που να επιτρέπει «εκ του ασφαλούς» σε έναν ψηφοφόρο με ισχυρό (ιδεολογικό, συναισθηματικό, προσωπικό) κομματικό δεσμό να εκπέμψει ένα διαφορετικό πολιτικό μήνυμα και, δεύτερον, το διακύβευμα των εκλογών δεν ήταν σημαντικό. Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν συντρέχει σήμερα. Αντίθετα, η αβεβαιότητα του εκλογικού αποτελέσματος κρατά σε ένα «εκλογικό άγχος» τους κυβερνώντες, αρκούντως δημιουργικό ώστε να αντιληφθούν, να προλάβουν ή/και να μετριάσουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, αποδυναμώνοντας την πιθανότητα χαλαρής ψήφου.

·       Ο δεύτερος έχει να κάνει με την εκλογική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, μετά από διφορούμενη πολιτική τον περασμένο χρόνο, δείχνει τώρα να έχει ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους. Το ιδανικό εκλογικό αποτέλεσμα για τον Νίκο Ανδρουλάκη θα ήταν να ενισχύσει τα ποσοστά του σε ένα μετεκλογικό σκηνικό με αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ και έναν ΣΥΡΙΖΑ σε εκλογική αποδρομή, σκηνικό που θα δημιουργούσε τις συνθήκες για να διεκδικήσει σε δεύτερο χρόνο ηγεμονικό ρόλο στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η προοπτική αυτή θα εξασφάλιζε αφενός πολιτικό χρόνο και ηρεμία στον αρχηγό του αφετέρου θα κρατούσε ζωντανό το πολιτικό αφήγημα μιας «προοδευτικής κυβέρνησης με σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο».

Η εκπλήρωση, ωστόσο, αυτού του στόχου επιδιώκεται μέσω μιας στρατηγικής που έχει δείξει τα (περιορισμένα) εκλογικά όριά της. Μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης και εν μέσω νέων, αλυσιδωτών διεθνών κρίσεων με εσωτερικό αντίκτυπο, το αφήγημα του «ούτε-ούτε» δεν απαντά στην ανάγκη πολιτικής σταθερότητας που έχει ανάγκη η χώρα, επιτείνει το αίσθημα ανασφάλειας μεγάλης μερίδας των πολιτών οδηγώντας τους σε πιο «ασφαλείς» εκλογικές επιλογές, ενώ απογοητεύει και ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων του που επιθυμούν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο για το κόμμα τους, έστω και μέσω κυβερνήσεων συνεργασίας.

Προσφάτως επιχειρήθηκε μια «διορθωτική» κίνηση ώστε να μην αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης συνεργασίας, ικανής «να στείλει τη ΝΔ στην αντιπολίτευση». Ο ελιγμός αυτός μάλλον περιέπλεξε τα πράγματα. Πρώτον, γιατί (γνωρίζουν ότι) δεν πρόκειται για ένα ρεαλιστικό σενάριο και, δεύτερον, γιατί, ακόμη και να ήταν, θα ήταν εφικτό μόνο σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η προοπτική αυτή μπορεί να ικανοποιεί το «αντιδεξιό» και «αντιμητσοτακικό» φαντασιακό πολλών κομματικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, προσφέροντας «ανάσα» στην ασφυκτική πίεση που δέχεται η ηγεσία του, αλλά το αποξενώνει περισσότερο από μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του που βλέπουν αρνητικά τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, πόσο μάλλον όταν αξιολογούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη θετικά σε μια σειρά από δημόσιες πολιτικές.

·       Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με την εμπεδωμένη συμπεριφορά των κομμάτων και του εκλογικού σώματος μπροστά στο ενδεχόμενο κυβερνήσεων συνεργασίας. Το ζήτημα τίθεται ίσως λανθασμένα σε αξιολογική βάση. Υπάρχουν συγκεκριμένοι ιστορικοί λόγοι που μια αυτοδύναμη κυβέρνηση είναι πιο αποτελεσματική και επομένως προτιμότερη για τη χώρα μας, όπως υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που μια κυβέρνηση συνεργασίας είναι πιο αποδοτική, π.χ., στη Γερμανία. Καλώς ή κακώς στην Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση και μετά, οι κυβερνήσεις συνεργασίας βιώθηκαν και εγγράφηκαν στη συλλογική πολιτική μνήμη ως έσχατη λύση και ως μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης». Σήμερα, με το τοξικό κλίμα που επικρατεί, τους υψηλούς πολιτικούς τόνους και την έλλειψη δημόσιου διαλόγου γύρω από το ενδεχόμενο προγραμματικών συγκλίσεων σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα, δύσκολα μπορεί να δημιουργηθεί η πολιτική εκείνη συνθήκη που θα οδηγούσε σε μια βιώσιμη κυβέρνηση συνεργασίας. Γι’ αυτό και το εκλογικό κοινό, που βιώνει ίσως με τη μεγαλύτερη απογοήτευση και δυσφορία αυτήν την «τοξική» κατάσταση, αναγνωρίζοντας τα όσα θετικά έγιναν από την κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια και επισημαίνοντας κριτικά και χωρίς ανούσιους αφορισμούς, λάθη και παραλείψεις, με την ψήφο του θα κρίνει την προοπτική αυτοδυναμίας.

Η πρώτη «διαμορφώνει»

Την κρισιμότητα της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης με την απλή αναλογική αναδεικνύουν με κάθε τρόπο τα κυβερνητικά στελέχη, καθώς είναι αυτή που θα κρίνει και θα διαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό ενόψει των δεύτερων εκλογών με τον νέο εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής.Τη σημασία της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης με την απλή αναλογική επισημαίνει συνεχώς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως έκανε μάλιστα και κατά την περιοδεία του την περασμένη Δευτέρα στην Κοζάνη.

Με βάση τις εκτιμήσεις κυβερνητικών στελεχών και τα στοιχεία όλων των δημοσκοπήσεων, οι παράμετροι που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο εκείνο το βράδυ της πρώτης Κυριακής είναι:

·       Το ποσοστό που θα συγκεντρώσει η ΝΔ ως πρώτο κόμμα.

·       Η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ.

·       Η επίδοση του ΠΑΣΟΚ.

Αξιολογώντας την πρώτη παράμετρο,έμπειρα κομματικά στελέχη υποστηρίζουν ότι, για να υπάρχουν ρεαλιστικές πιθανότητες αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος,θα πρέπει στην πρώτη κάλπη να καταγράψει ένα ποσοστό που θα κυμαίνεται πάνω από το 32%-33,5%, διότι, με τα διλήμματα που θα τεθούν στην πορεία προς τις δεύτερες εκλογές, υπάρχει το περιθώριο να αυξήσει τη δύναμη του κατά 4 μονάδες, πιάνοντας τον πήχη που θέτει ο εκλογικός νόμος της ενισχυμένης αναλογικής.

Όσον αφορά τη δεύτερη παράμετρο, αν η διαφορά από το δεύτερο κόμμα είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων μονάδων, θα πρόκειται για μια καθαρή νίκη που δεν θα αφήνει περιθώρια ανατροπής και θα δώσει επιπλέον προβάδισμα, καθώς στο δίλημμα «αυτοδύναμη κυβέρνηση ή περιπέτειες για τη χώρα», οι ψηφοφόροι που αμφιταλαντεύονται θα στηρίξουν, έστω και με επιφύλαξη, το κόμμα που έχει ρεαλιστικές πιθανότητες για να το πετύχει. Ειδικά στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που έχουν δημοσιευτεί και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτω από το 31,85% που κατέγραψε το 2019, τότε, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, θα υπάρξει και έντονη εσωστρέφεια στο εσωτερικό του.

Ποσοστό και προϋποθέσεις

Σύμφωνα με εκτιμήσεις των επικεφαλής των εταιρειών δημοσκοπήσεων, εάν το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής θα κινείται στο 9,5%-10%, όπως δείχνουν –κατά μέσο όρο– όλες οι τελευταίες (του 2023) δημοσκοπήσεις, το απαιτούμενο ποσοστό για να πετύχει το πρώτο κόμμα αυτοδυναμία κυμαίνεται μεταξύ 37,5% και 37,7%. Εάν μάλιστα το ποσοστό όσων μείνουν εκτός Βουλής (και το ΜέΡα25, όπως οριακά δείχνουν οι δημοσκοπήσεις) διαμορφωθεί στο 11%, τότε η ανάγκη σχηματισμού αυτοδυναμίας πέφτει περαιτέρω στο 37%-37,1%.

Αν κάποιος πάρει τα αποτελέσματα στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων και κατανείμει το 10%-12% των αναποφάσιστων ψηφοφόρων με βάση τα ποσοστά που δίνουν στα κόμματα όσοι δηλώνουν τι θα ψηφίσουν, τότε μία εκτίμηση ψήφου για τη ΝΔ οδηγεί στο 37%.

Σε όλες τις δημοσκοπήσεις του 2023 και μετά την πλήρη αναγωγή, δηλαδή και την κατανομή των αναποφάσιστων,τα αποτελέσματα διαμορφώνονται για τη ΝΔ ως εξής: OPINION POLL 38,5%, GPO 38,2%,MARC 37,5%, PRORATA 36,7%, MRB 36,3%, PULSE 37,2%, METRON ANALYSIS 36,4% MRB 36,3%, ALCO 36%.

«Κυβέρνηση ηττημένων»

Το ποσοστό που θα επιτύχει το ΠΑΣΟΚ έχει ξεχωριστή σημασία, διότι αθροιστικά με αυτό του ΣΥΡΙΖΑ θα δείξει στην πράξη αν είναι εφικτή μια «κυβέρνηση των ηττημένων» ή μια «προοδευτική διακυβέρνηση» για την οποία μιλά η Κουμουνδούρου, όσο κι αν προσπαθεί τελευταία να κρατήσει αποστάσεις από αυτό το σενάριο η Χαριλάου Τρικούπη. Άλλωστε, υπάρχουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που δεν αποκλείουν, παρά τις δημόσιες διαψεύσεις από την ηγεσία, να επιχειρηθεί μια κυβέρνηση των ηττημένων, με τη σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ίσως του Γιάννη Βαρουφάκη, αν το ΜέΡΑ25 μπει τελικά στη Βουλή και εφόσον τα ποσοστά των τριών αυτών κομμάτων επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

Η προσοχή του Μεγάρου Μαξίμου είναι στραμμένη πάντως στις κινήσεις του Νίκου Ανδρουλάκη και για έναν επιπλέον λόγο. Είναι αυτός που επιμένει σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις του ότι θα αξιοποιήσει τη διερευνητική εντολή, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν θα κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης εφόσον επιδιώκει την αυτοδυναμία, ενώ το ίδιο προεξοφλεί και η τοποθέτηση του Τσίπρα, ότι αν είναι δεύτερος, δεν θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν κομματικά στελέχη στην Πειραιώς με βάση«κάποια δεδομένα» είναι ότι ίσως ο Νίκος Ανδρουλάκης επιχειρήσει, όταν λάβει και αυτός την εντολή,να προκαλέσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να σχηματίσουν κυβέρνηση «υπό όρους» για να μη χρειαστούν δεύτερες εκλογές, ώστε να μην οδηγηθεί σε απώλειες το κόμμα του, καθώς θα βρεθεί στις «συμπληγάδες» των δύο βασικών διεκδικητών της εξουσίας στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.Βεβαίως κάτι τέτοιο απαιτεί πρωτιά της ΝΔ(το μόνο βέβαιο) και ποσοστό τέτοιο του ΠΑΣΟΚ που να είναι αρκετό για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, έστω και «υπό όρους», όπως θα επιθυμούσε ο Ανδρουλάκης.Πράγμα όμως σχεδόν αδύνατον.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο