Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε –15 Ιουλίου 1974– που το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη στην Κύπρο, με την ανατροπή του Μακάριου, άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο. Πενήντα χρόνια κατοχής από τους τούρκους του 37% της αιματοβαμμένης Μεγαλονήσου, με τον κατοχικό «αρχηγό» του ψευτοκράτους Ερσίν Τατάρ να διακηρύσσει τις μέρες αυτές πως «υπάρχουν δύο κράτη στην Κύπρο» και τον Ταγίπ Ερντογάν, αγνοώντας ψηφίσματα και αποφάσεις του ΟΗΕ, να θέτει παρασκηνιακά στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ θέμα αναγνώρισης της «τουρκικής δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».
του Φώτη Σιούμπουρα
Μαύρη επέτειος για την Κύπρο και τον Ελληνισμό μεθαύριο, 15 Ιουλίου. Μαύρη και η επέτειος της 20ής Ιουλίου, ημέρα εισβολής των Τούρκων στο νησί της Αφροδίτης.
Στις 8.15 το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974 άρχισε η τραγωδία για την Κύπρο, με την εκτέλεση της επιχείρησης «ανατρέψατε τον Μακάριο», που είχε οργανωθεί από τη χούντα του Ιωαννίδη.
Μέχρι τότε, οι σχέσεις του Προέδρου της Κύπρου Αρχιεπισκόπου Μακάριου με το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας ήταν μάλλον υποτονικές. Όμως η επίσκεψη του Μακάριου στη Μόσχα στις 2 Ιουνίου 1971 προκάλεσε οξύτατη αντίδραση της χούντας. Αυτό δεν εμπόδισε τον Αρχιεπίσκοπο να έρθει στη συνέχεια στην Αθήνα και να συζητήσει για τον διακοινοτικό διάλογο και την ύφεση στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων.
Νέα όξυνση στις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας ήλθε το 1972, με τη μυστική εισαγωγή από τον Μακάριο όπλων από την Τσεχοσλοβακία, τα οποία τελικά παραδόθηκαν στις δυνάμεις του ΟΗΕ για φύλαξη. Στις 24 Αυγούστου 1973, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, με δήλωσή του, απηύθυνε έκκληση στον στρατηγό Γρίβα να σταματήσει την ένοπλη δράση του με την ΕΟΚΑ Β’ και να διαλύσει την οργάνωσή του, ωστόσο ο Γρίβας δεν δέχτηκε. Για τελευταία φορά ο Μακάριος επισκέφτηκε την Αθήνα, στη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος, στις 6 Νοεμβρίου 1973. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, η δικτατορία του Γ. Παπαδόπουλου κατέρρευσε και η εξουσία πέρασε στα χέρια του «αόρατου δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη.
Στις 27 Ιανουαρίου 1974 πέθανε ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής και η ΕΟΚΑ Β’ άρχισε να ελέγχεται πλήρως από το δικτατορικό καθεστώς Ιωαννίδη. Η χούντα του Ιωαννίδη έτρεφε απέχθεια για τον Μακάριο, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος υποστήριζε την ανεξαρτησία της Κύπρου και όχι την ένωσή της με την Ελλάδα και επίσης επιδίωκε η Μεγαλόνησος να έχει στενότερες σχέσεις με τα κομμουνιστικά κράτη και τις αδέσμευτες χώρες.
«Είμαι ο Μακάριος…»
Η απόφαση για ανατροπή του Μακάριου, σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, ελήφθη από τον Ιωαννίδη και μία ομάδα «σκληρών» αξιωματικών». Η εκτέλεση της επιχείρησης ανατέθηκε στον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση, με βοηθό τον διοικητή των Καταδρομών της Εθνοφρουράς, συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κομπόκη, που πραγματοποίησε την επίθεση με άρματα κατά του Προεδρικού Μεγάρου, στις 8.15 π.μ. της 15ης Ιουλίου 1974.
Ο Μακάριος, που εκείνη την ώρα δεχόταν στο γραφείο του μια αντιπροσωπεία μαθητών από την Αίγυπτο, αναγκάστηκε να φύγει, με πολιτικά ρούχα, από την πίσω πόρτα του Προεδρικού Μεγάρου και μεταφέρθηκε με αστυνομικό όχημα, μέσα από αγροτικούς δρόμους, σε μοναστήρι στο όρος Τρόοδος. Εκεί άκουσε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που είχε καταληφθεί από τους πραξικοπηματίες, να αναγγέλλει… τον θάνατό του. Ωστόσο, ο Μακάριος μέσω άλλης διαδρομής έφτασε στην Πάφο. Από τον καθεδρικό ναό της πόλης, στις 13.00, απηύθυνε διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό, διαψεύδοντας τον θάνατό του: «Ελληνικέ κυπριακέ λαέ. Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος…».
Το μήνυμα έγινε γνωστό από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τελ Αβίβ, που το είχε λάβει χάρη στον ισχυρό πομπό του, και το αναμετάδωσε άμεσα. Ο Μακάριος κατόρθωσε να φτάσει στο Λονδίνο μέσω των αγγλικών βάσεων στην Κύπρο.
Από τις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ της Εθνοφρουράς και του Εφεδρικού Σώματος Αστυνομίας, που ήταν φιλικά προσκείμενο στον Μακάριο, καθώς και τις ακρότητες μεταξύ οπαδών του Μακάριου και οπαδών της ενωτικής παράταξης, υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν 400-450 άτομα. Ο συνταγματάρχης Κομπόκης, αφού δεν μπόρεσε να βρει κάποιον άλλον, επέλεξε για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον βουλευτή και δημοσιογράφο Νικόλαο Σαμψών.
«Απόφαση-Απόβαση»
Θα περίμενε κανείς ότι οι Τούρκοι, με την περιβόητη ΜΙΤ και τους χιλιάδες Τουρκοκύπριους κατασκόπους, θα γνώριζαν ίσως και νωρίτερα για το πραξικόπημα. Στο βιβλίο του «Απόφαση-Απόβαση» ο Τούρκος δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ μάλλον απομυθοποιεί την τότε τουρκική ηγεσία. Ο πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ, το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, ετοιμαζόταν ν’ αναχωρήσει για την πόλη Αφιόν, όπου θα μιλούσε για την επανέναρξη της καλλιέργειας του οπίου. Στη συνέχεια θα πήγαινε στο Ντενιζλί, όπου θα μιλούσε στους χωρικούς για την πάταξη του λαθρεμπορίου και θα ζητούσε τη βοήθειά τους.
Στις 10.25 π. μ. ο Γενικός Διευθυντής του Τμήματος Τουρκοελληνικών Υποθέσεων Ετζμέλ Μπαρουτσού έλαβε το εξής μήνυμα:
«Άκρως απόρρητον. Πληροφορούμαστε ότι σήμερα γύρω στις 8.30 έγινε πραξικόπημα κατά του Μακάριου. Ακούγονται πυροβολισμοί από το Προεδρικό Μέγαρο. Πρεσβεία της Τουρκικής Δημοκρατίας στη Λευκωσία».
Ο Μπαρουτσού επιδίωξε να επικοινωνήσει με τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Χασάν Ισίκ, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά επικοινώνησε με τον Ετζεβίτ, λίγο πριν από την απογείωση του αεροπλάνου. Έκπληκτοι ο Τούρκος πρωθυπουργός και ο Ισίκ, που τον συνόδευε, άκουσαν τα νέα. Όπως γράφει ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, η ΜΙΤ εδώ και αρκετό καιρό δεν είχε αρκετές πληροφορίες για τις στρατιωτικές προετοιμασίες των
Ελληνοκυπρίων. Μετά την επιστολή Μακάριου στον Γκιζίκη, στην οποία ανέφερε ότι Έλληνες αξιωματικοί της Κύπρου ετοιμάζουν πραξικόπημα εναντίον του και ζητούσε την άμεση απομάκρυνσή τους, ενώ τόνιζε ότι θα μειωθεί στο μισό η δύναμη της Εθνοφρουράς, οι Τούρκοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να συμβούν μικρογεγονότα και όχι βέβαια πραξικόπημα. Λίγο καιρό πριν όμως, ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Άγκυρα Γκρουπιακόφ είχε πει στον Τούρκο ΥΠΕΞ Γκιουνές:
«Έχουμε επιδώσει διακοίνωση στην Αθήνα. Διαισθανόμαστε ότι στην Κύπρο εξελίσσονται συνωμοσίες. Τους έχουμε επιστήσει την προσοχή. Η Σοβιετική Ένωση επίσημα εφιστά την προσοχή και της Τουρκίας: Προσέξτε, θα έχουμε εξελίξεις».
Ο Ετζεβίτ αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι του στο Αφιόν μόνο, και έστειλε τον Ισίκ στο υπουργείο του. Στη διάρκεια του ταξιδιού αυτού φαίνεται ότι πήρε την απόφαση για εισβολή στην Κύπρο. Όπως αποκάλυψε στον Μπιράντ: «Έκρινα ότι το πραξικόπημα ήταν ένωση (ενν. με την Ελλάδα). Ήμουν της γνώμης ότι η επέμβασή μας ήταν αναγκαία. Ανησυχούσα μη χάσουμε καιρό».
Έντονοι προβληματισμοί
Στο βιβλίο του ο Μπιράντ αναφέρει τους έντονους προβληματισμούς που υπήρχαν στην τουρκική ηγεσία για το εάν πρέπει να γίνει εισβολή στην Κύπρο ή όχι. Συσκέψεις επί συσκέψεων, συζητήσεις επί συζητήσεων. Παραθέτει μία μάλλον άγνωστη πληροφορία. Στις 16 Ιουλίου, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατεύματα στα σύνορά τους με την Ελλάδα. Έτσι, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, ο Στρατός μας έπρεπε να διαμοιραστεί σε τρία μέτωπα.
Στην Άγκυρα, ο πρόεδρος Φαχρί Κοροτούρκ κάλεσε σε σύσκεψη όλους τους αρχηγούς των κομμάτων της εποχής, όπου ακούστηκαν διάφορες απόψεις. Όλοι οι βασικοί υπουργοί της κυβέρνησής (Γκιουνές, Ισίκ) ήταν υπέρ της εισβολής στην Κύπρο. Ο μόνος που είχε αντιρρήσεις ήταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, που ήταν ηγέτης του Κόμματος της Δικαιοσύνης τότε. Έχοντας εμπειρία από ανάλογες καταστάσεις του παρελθόντος είπε: «Έχω ενδοιασμούς. Εάν επέμβουμε, μπορεί να ξεσπάσει ελληνοτουρκικός πόλεμος».
Η αρχική σκέψη ήταν να γίνει επίθεση στην περιοχή Μπογιάζ, 36 χλμ. βόρεια της Αμμοχώστου. Τελικά, οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν εκ των υστέρων ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά, είχε λάβει αυξημένα μέτρα εκεί. Γι’ αυτό επιλέχθηκε τελικά μια μικρή παραλία δυτικά της Κυρήνειας.
Στις 17 Ιουλίου, άρχισε στο λιμάνι της Μερσίνας η φόρτωση των αρματαγωγών και αποβατικών πλοίων. Υπολογίζεται ότι στην Κύπρο στάλθηκαν 36.000-38.000 στρατιώτες, 160 άρματα μάχης Μ-47 και Μ-48 και 80 αεροσκάφη.
Οι προετοιμασίες
Την Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974, κορυφώθηκαν οι προετοιμασίες της απόβασης. Νωρίς το πρωί ολοκληρώθηκε η επιβίβαση των μονάδων και η νηοπομπή ετοιμάστηκε να αποπλεύσει. Στις 17.00, η νηοπομπή βγήκε από το λιμάνι της Μερσίνας, κάτω από τις επευφημίες χιλιάδων παραληρούντων Τούρκων, που διακατέχονταν από έντονο ανθελληνικό μένος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πλήρωμα του ελληνικού πλοίου «Εμπρός», που βρισκόταν στο λιμάνι της Μερσίνας, κινδύνεψε να λιντσαριστεί από το μαινόμενο πλήθος. Οι ναυτικοί μας θεωρήθηκαν ύποπτοι για κατασκοπεία. Ο ασύρματος του πλοίου σφραγίστηκε, ενώ έγινε υποστολή της γαλανόλευκης. Αν και ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για εισβολή στην Κύπρο, ξένοι διπλωμάτες προειδοποιούσαν και κλιμάκια της ΚΥΠ ενημέρωναν ήδη από τις 18 Ιουλίου για διαρκή ανταλλαγή σημάτων μεταξύ της τουρκοκυπριακής στρατιωτικής διοίκησης της Λευκωσίας και της Μερσίνας, ενώ ο «αόρατος δικτάτορας» Ιωαννίδης ήταν βέβαιος ότι «οι Μεμέτηδες δεν θα τολμήσουν να κάνουν τίποτε, μπλοφάρουν», όπως είπε σε Έλληνα διπλωμάτη από το Λονδίνο, που τον προειδοποίησε για το τι θα ακολουθούσε.
«Μπλοφάρουν…»
Ο «αόρατος δικτάτορας» Δημήτρης Ιωαννίδης είχε πιστέψει στις διαβεβαιώσεις πρακτόρων της CIA, ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν στην Κύπρο! Βέβαια, μετά την τουρκική απόβαση στη Μεγαλόνησο, ωρυόταν ότι τον πρόδωσαν και απειλούσε θεούς και δαίμονες. Το ίδιο υποστήριξε, και μάλιστα για πρώτη φορά δημόσια, σε αποκλειστική συνέντευξη που μου παραχώρησε έναν χρόνο μετά την εισβολή και την κατάρρευση της χούντας, ενώ ο ίδιος ήταν κατηγορούμενος και προφυλακισμένος μαζί με τους άλλους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου. «Με πρόδωσαν οι Αμερικανοί», ισχυρίστηκε τότε, χωρίς να παραδεχθεί ότι είχε πέσει θύμα της δικής του απρονοησίας, όσο και εγκληματικής-προδοτικής του στάσης, με το να προχωρήσει σε πραξικόπημα στην Κύπρο και ανατροπή του προέδρου Μακάριου, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στους Τούρκους για την εισβολή.
Κάπως έτσι πάντως φτάσαμε στο πρωινό του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974 και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που αρχικά χαρακτηρίστηκε από το καθεστώς της Αθήνας ως «άσκηση». Μια «άσκηση» όμως, που με τον «Αττίλα 2» τον Αύγουστο του 1974 οι Τούρκοι κατέχουν παρανόμως μέχρι σήμερα το 37% του νησιού.
Την ίδια ώρα, περίπου 200.000 Κύπριοι εκδιώχθηκαν από τις κατοικίες τους, με αποτέλεσμα να γίνουν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 έχασαν τη ζωή τους και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατέκτησαν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.

