Ένα υγιές σύστημα κοινωνικής ασφάλισης βοηθά τους πολίτες να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά βάρη που συνδέονται με τη γήρανση, την αναπηρία και την απώλεια εργασίας, καθώς και άλλους κινδύνους, με αξιοπρέπεια. Αυτό και μόνο αρκεί να καταλάβει κανείς τη σημασία του ασφαλιστικού συστήματος ως βασικού πυλώνα του κοινωνικού κράτους.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος είναι οι σταθεροί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας και η ανθηρή λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η γήρανση του πληθυσμού όμως είναι γεγονός και η αντιστροφή αυτής της τάσης αφορά το πολύ μακροπρόθεσμο μέλλον.
Στην Ελλάδα, έως το 2050, προβλέπεται πως θα αντιστοιχούν περίπου 74 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανά 100 άτομα ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών, ενώ η σημερινή αναλογία είναι 39,3, ήδη σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (31,3). Παρ’ όλα αυτά, οι προκλήσεις που επιφέρει η δημογραφική αλλαγή στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό είναι διαχειρίσιμες μέσα από τη χάραξη έγκαιρων και αποτελεσματικών πολιτικών.
Η χώρα, κατά γενική ομολογία, έχει πλέον εισέλθει σε ένα μονοπάτι σταθερής ανάπτυξης η οποία μάλιστα υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των μισθών βελτιώνουν πρωτίστως το εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά παράλληλα αυξάνουν και τις συνολικές εισφορές στο ασφαλιστικό σύστημα. Κατά την τελευταία πενταετία έχουν δημιουργηθεί περίπου 400.000 νέες θέσεις εργασίας, η ανεργία πέφτει σταθερά, ενώ ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κατά 28%, στα 830 ευρώ, και ο μέσος μισθός κατά 19% – στα 1.312 ευρώ.
Eίναι απολύτως κρίσιμο να διαχειριστούμε σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα που συνδέονται με το σχετικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Παρά τη σημαντική μείωση της ανεργίας, το ποσοστό των γυναικών που εντάσσονται στο εργατικό δυναμικό δεν υπερβαίνει το 67%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται σε 75%. Αυτό τοποθετεί τη χώρα μας στην τρίτη χαμηλότερη θέση στην ΕΕ, σε αντίθεση με τις πιο ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές χώρες.
Χρειαζόμαστε περισσότερους νέους και ΑμεΑ στην αγορά εργασίας, καθώς το ποσοστό απασχόλησης για τα άτομα έως 29 ετών δεν ξεπερνά το 50%—το τέταρτο χαμηλότερο στην Ευρώπη. Ο εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και ο σχεδιασμός ολοκληρωμένων προγραμμάτων κατάρτισης αποτελούν μονόδρομο, στην προσπάθεια να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ αναγκών και δεξιοτήτων στην αγορά και να επιτραπεί σε νέους και ανέργους να ενσωματωθούν ή να επανενταχθούν αποτελεσματικότερα στην αγορά εργασίας.
Σημαντική μπορεί να είναι επίσης και η συνεισφορά των ατόμων που επιθυμούν να εργαστούν κατά τη συνταξιοδότηση, καθώς το προσδόκιμο ζωής βελτιώνεται. Από την κατάργηση της περικοπής του 30% της σύνταξης σε περίπτωση εργασίας, είδαμε ότι πάνω από 180.000 συνταξιούχοι δήλωσαν πως εργάζονται.
Περισσότεροι εργαζόμενοι, περισσότερα έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία, πίστη στο δικαίωμα στη σύνταξη και αύξηση της δηλωμένης εργασίας αποτελούν τους στόχους του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Να έχουμε πάντα κατά νου ότι η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επηρεάζει τη βιωσιμότητα της οικονομίας – και το αντίστροφο.
Γράφει ο Νίκος Μηλαπίδης
Γενικός Γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων

