Γιατί ο Νίκος Ανδρουλάκης, δυόμισι χρόνια πριν από τις εκλογές, επέλεξε να μας ενημερώσει
πως το κόμμα του κλείνει την πόρτα στον Κυριάκο Μητσοτάκη;
Σε μια περίοδο τεράστιων και καταφανώς επικίνδυνων αλλαγών στη διακεκαυμένη περιοχή που ζούμε, βρήκαμε εμείς την ευκαιρία να κονιορτοποιηθούμε πολιτικά. Ακριβώς την περίοδο που είναι πιο αναγκαία από ποτέ η συνεννόηση των ηγετών μας, εμείς έχουμε εννιά αρχηγούς στη Βουλή, που οι περισσότεροι μεταξύ τους… δεν μιλιούνται, και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης -τον εν αναμονή πρωθυπουργό υποτίθεται- να ανοίγει θέμα προεκλογικών συνεργασιών δύο χρόνια πριν από τις εκλογές και να μας ξεκαθαρίζει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει». Την ημέρα μάλιστα που συμπληρωνόταν μία δεκαετία από την έναρξη της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου.
Σε αυτή την… επέτειο, επέλεξε η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ να μας ενημερώσει πως στις εκλογές του 2027 το κόμμα θα επιδιώξει να συγκυβερνήσει όχι με τη ΝΔ, με την οποία δεν θα συνεργαστεί «ποτέ και για κανέναν λόγο», αλλά με την «Αριστερά των προοδευτικών δυνάμεων» και ειδικότερα, όπως το… εξειδίκευσαν λίγο αργότερα οι Κατρίνης και Γερουλάνος, τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα Χαρίτση – Αχτσιόγλου και τα κόμματα Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκη. Δηλαδή με όλους αυτούς που είχαν οδηγήσει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.
Εντάξει, μιλώντας πολιτικά, μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι εκεί στη Χαριλάου Τρικούπη θέλουν να απευθυνθούν στους παλιούς αντιδεξιούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που παραμένουν στον χώρο της ευρύτερης αποκαλούμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Επιπλέον φοβούνται την τυχόν επανασυγκόλληση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Αριστερά, γεγονός που στο κοινοβουλευτικό επίπεδο θα φέρει την απώλεια για το ΠΑΣΟΚ της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κάτι που θα εγγραφεί ως μια πολιτική και επικοινωνιακή ήττα.
Εκτίθενται πολιτικά και ηθικά
Όμως, με αυτά τα ανοίγματα προς την Αριστερά, δεν αντιλαμβάνονται ότι εκτίθενται και πολιτικά και ηθικά; Πολιτικά διότι περιορίζουν δραματικά το βεληνεκές του λόγου τους και ηθικά διότι συμπορεύονται με τους υβριστές τους. Και το κυριότερο, σε αυτή την… αριστερή πορεία δεν θα βαδίσουν ενωμένοι. Κάποιοι, όχι λίγοι, τόσο στην κορυφή όσο και στη βάση, δεν θα ακολουθήσουν την ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Το εκδήλωσαν ήδη μερικοί, διαχωρίζοντας τη θέση τους από αυτά τα «αριστερά ανοίγματα» της ηγετικής ομάδας.
Η λογική λέει πως αν το ΠΑΣΟΚ στόχευε να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους του μεταρρυθμιστικού Κέντρου που γοητεύθηκαν από τον Μητσοτάκη, το όφελος θα ήταν διπλό. Προφανώς, αυτές οι σκέψεις όμως είναι πολύ σύνθετες για κάποιους μέσα στο Κίνημα, γι’ αυτό και θέλγονται να υποστηρίζουν πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας αδύναμος πρωθυπουργός που βρίσκεται σε πολιτικό αδιέξοδο και δεν έχει σχέδιο. Εντέλει όμως είναι δυνατόν να συγκινούνται οι κεντρώοι ψηφοφόροι από την πιθανότητα κυβερνητικής συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ των μικρομεσαίων κυβερνητικών στελεχών του 2015-2019, με τα πρώην επιφανή κυβερνητικά στελέχη που έφυγαν ακόμα πιο αριστερά;
Αλλά ευλόγως, θα πει κανείς, τι θα πρέπει δηλαδή να κάνει ο Ανδρουλάκης; Να πει από τώρα ότι, αν χρειαστεί, θα κάνει… κεντροδεξιά στροφή και θα συνεργαστεί με τη ΝΔ σε κυβερνητικό επίπεδο; Ασφαλώς και όχι. Κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος από πολιτικής (και κομματικής) άποψης. Όμως εξίσου λάθος είναι να το αποκλείεις παντελώς και να επιλέγεις την… αριστερή στροφή ως μονόδρομο. Και όπως τόνισε παλαιά πολιτική (κεντρώα) καραβάνα: Η δεξιά στροφή του Κυριάκου δεν θα έχει καμιά συνέπεια στην απήχησή του, λόγω ακριβώς της αριστερής στροφής του ΠΑΣΟΚ.
Λογικό αλλά όχι επαρκές
Τούτων δοθέντων είναι προφανές πως, όπως πάει το παιχνίδι, δεν θα βγει τίποτα καλό για το ΠΑΣΟΚ, αλλά ίσως και για τη χώρα. Εντάξει, έχουμε δυόμισι χρόνια μπροστά μας με κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά μετά; Κάντε όποια προσθαφαίρεση θέλετε, με τους σημερινούς συσχετισμούς κυβέρνηση δεν βγαίνει, σύμφωνα τουλάχιστον με τις σημερινές δημοσκοπήσεις. Θα πείτε πως μέχρι τις εκλογές έχουμε καιρό, πως, αν γίνουν επαναληπτικές, ο κόσμος θα πάει προς το μεγαλύτερο κόμμα για να αποφύγει τη μακροχρόνια πολιτική κρίση και την ακυβερνησία. Λογικό, αλλά όχι επαρκές.
Με εννιά κόμματα πάνω από το 3%, ο πρώτος χρειάζεται 40+% για να βγάλει αυτοδυναμία. Αλλά και με επτά, πάλι θέλει ένα 37%. Είναι εφικτό αυτό, έστω και σε δεύτερη κάλπη; Και έτσι όπως έχουν αντιπαρατεθεί με τον Μητσοτάκη, ποιος θα τολμήσει την επόμενη μέρα να πει «κάνω κυβέρνηση μαζί του»; Από τα εννιά κόμματα που στριμώχνονται σήμερα στα έδρανα, δεν υπάρχει ούτε ένα που να μιλά για την ανάγκη λογικών συνεργασιών για το καλό του τόπου. Από φανατισμένους αντιμητσοτακικούς απαρτίζεται το εκλογικό τους ακροατήριο.
Όμως και οι οπαδοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, έτσι που έχουν εθιστεί και φανατιστεί, ποια κυβερνητική συνεργασία θα ανεχτούν; Μιλούν μόνο για δυνατότητα πλατιάς συνεργασίας «αριστερών-προοδευτικών» δυνάμεων. Κι αφού κυβέρνηση συνεργασίας δίχως το πρώτο κόμμα δεν υπάρχει, θα βαδίσουμε, όταν γίνουν οι εκλογές και εφόσον διατηρηθεί η σημερινή (εκλογική) δύναμη των κομμάτων (βάσει των δημοσκοπήσεων), περιχαρείς στον δρόμο της μακροχρόνιας ακυβερνησίας, με όλα τα θαυμαστά της παρεπόμενα, κυρίως στον τομέα της οικονομίας. Αν και με όσα επεξεργάζονται εκεί στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η αυτοδυναμία της ΝΔ του Μητσοτάκη φαίνεται πως «ψήνεται» από τώρα, αφού η εναλλακτική πρόταση κυβερνητικής εξουσίας, που υπόσχεται τις τελευταίες ημέρες το ΠΑΣΟΚ, διαθέτει χαρακτηριστικά οπισθοδρόμησης ή, με ιατρικούς όρους, «γαστρικής παλινδρόμησης».
του Φώτη Σιούμπουρα

