Ανοίγουν σήμερα (23/2) οι κάλπες στη Γερμανία για την ανάδειξη των 630 νέων μελών της Μπούντεσταγκ. Οι κάλπες κλείνουν στις 18:00, οπότε και αναμένεται η πρώτη πρόβλεψη αποτελέσματος (exit poll). Λίγη ώρα αργότερα θα αρχίσει και η ροή των επίσημων αποτελεσμάτων.
Από την Δευτέρα, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς καθίσταται υπηρεσιακή και για σημαντικές αποφάσεις θα πρέπει να συμβουλεύεται τον νικητή των εκλογών αλλά και τους πιθανούς εταίρους του. Ο Φρίντριχ Μερτς έχει δηλώσει ότι θεωρεί εφικτό η νέα κυβέρνηση να έχει σχηματιστεί έως το Πάσχα ή λίγες εβδομάδες μετά.
Οι εκλογές διενεργούνται σχεδόν έξι μήνες πριν από την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής περιόδου, καθώς στις 6 Νοεμβρίου 2024 κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός, ο οποίος αποτελείτο από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP). Η γερμανική ριζοσπαστική Αριστερά, η Die Linke, ύστερα από μια μακρά περίοδο κρίσης και συρρίκνωσης, παρουσιάζει σταθερή άνοδο στην πρόθεση ψήφου και είναι πολύ πιθανό να επανακάμψει στο προσκήνιο με αξιώσεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το Πολιτικό Βαρόμετρο του Ινστιτούτου Wahlen για λογαριασμό του ZDF, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) διατηρεί το προβάδισμα που έχει εξασφαλίσει εδώ και μήνες, με 28% (-2) και ακολουθεί η ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) με 21% (+1). Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί με 16% και χωρίς μεταβολή των ποσοστών του, όπως και οι Πράσινοι με 14%. Η Αριστερά εξακολουθεί να αυξάνει τις δυνάμεις της και φθάνει στο 8% (+1), ενώ Φιλελεύθεροι (FDP) και Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) ενισχύονται κατά μισή μονάδα αλλά παραμένουν κάτω από το όριο του 5%, με 4,5%. Οι αναποφάσιστοι, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, ανέρχονταν σε 27%. Παρόμοια ήταν η εικόνα και πριν από τις εκλογές του 2021, ωστόσο τότε η διαφορά μεταξύ πρώτου (SPD) και δεύτερου κόμματος (CDU/CSU) ήταν οριακή.
Με τα στοιχεία της συγκεκριμένης δημοσκόπησης και το δεδομένο ότι τα κόμματα έχουν δηλώσει ότι δεν θα συνεργαστούν με την ακροδεξιά, ο μόνος πολιτικά ρεαλιστικός συνασπισμός θα ήταν εφικτός μεταξύ της Ένωσης και του SPD, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία. Καθοριστικής σημασίας θα είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα κατορθώσουν τελικά να βρεθούν στην επόμενη Βουλή, καθώς όσο περισσότερα είναι, τόσο περιορίζεται η πιθανότητα να αρκούν δύο κόμματα για τον σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού.
Οι Χριστιανοδημοκράτες πιθανολογείται ότι θα συνεργαστούν με τους Σοσιαλδημοκράτες, ωστόσο αν η νέα Μπούντεσταγκ είναι εξακομματική θα χρειαστεί να συμμετάσχει και τρίτο κόμμα στην κυβέρνηση συνασπισμού.
Βασικά θέματα της προεκλογικής περιόδου ήταν το μεταναστευτικό, η οικονομία και η Ουκρανία, τα οποία αναμένεται να απασχολήσουν τόσο την προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης όσο και τη νέα κυβέρνηση. Ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και πιθανότερος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δήλωσε τις τελευταίες ημέρες ότι για τον ίδιο, ενόψει διερευνητικών συνομιλιών με πιθανούς εταίρους, δεν αποτελεί «κόκκινη γραμμή» το σχέδιο πέντε σημείων που κατέθεσε τον περασμένο μήνα στην Bundestag με ιδιαίτερα περιοριστική πολιτική για το μεταναστευτικό. Αντίστοιχα, ο κ. Μερτς άφησε ανοιχτό και το ενδεχόμενο αλλαγών στο «φρένο χρέους», προκειμένου να επιτραπεί ο επιπλέον δανεισμός ώστε να καλυφθούν κυρίως αμυντικές δαπάνες και κονδύλια για την στήριξη της Ουκρανίας.
Η ενίσχυση της ακροδεξιάς, η οποία αναμένεται για πρώτη φορά να καταγράψει σε εθνική κάλπη τόσο υψηλά ποσοστά, συνδέεται και με τις παρεμβάσεις υπέρ της AfD τόσο από την Ρωσία όσο και από τις ΗΠΑ. Καθ’όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου υπήρξαν εκστρατείες παραπληροφόρησης, με ψευδείς ειδήσεις, εκτεταμένη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και απροκάλυπτες δηλώσεις στήριξης της ακροδεξιάς, όπως αυτές του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς ή του δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία και στελέχους της αμερικανικής κυβέρνησης Ίλον Μασκ.

