Ποιους τομείς επηρέασε από το 2021 έως σήμερα
Από την έξοδο από τη μεγάλη υγειονομική κρίση της πανδημίας μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που αγγίζει κάθε νοικοκυριό: τον πληθωρισμό. Οι τιμές σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες εκτοξεύτηκαν, συρρικνώνοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών και δοκιμάζοντας τα όρια της κοινωνικής αντοχής.
Η οικονομική μεταβλητότητα που ακολούθησε την πανδημία και ο αντίκτυπος της γεωπολιτικής αστάθειας στην Ευρώπη, με αιχμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, οδήγησαν σε μια ραγδαία άνοδο του πληθωρισμού στην Ελλάδα ήδη από τα τέλη του 2021.
Αν και η χρονιά εκείνη έκλεισε με συγκρατημένες τιμές, το 2022 σηματοδότησε την αρχή μιας δύσκολης περιόδου για την ελληνική κοινωνία, με τις τιμές να ανεβαίνουν κατακόρυφα σχεδόν σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας.
Ο ρυθμός αύξηση των τιμών
Η κατάσταση κορυφώθηκε τον Μάιο του 2022, όταν ο πληθωρισμός έφτασε στο 11,3%, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 28 ετών. Το κύμα ακρίβειας επηρέασε ιδιαίτερα τον τομέα της ενέργειας, με τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, των καυσίμων και του φυσικού αερίου να εκτοξεύονται.
Παράλληλα, καταγράφηκε σημαντική αύξηση στις τιμές βασικών τροφίμων, ειδικά σε προϊόντα όπως το ηλιέλαιο, το αλεύρι, τα δημητριακά και το κρέας.
Η κατάσταση αυτή επιδείνωσε σημαντικά την καθημερινότητα των πολιτών, με τα εισοδήματα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στον ρυθμό αύξησης των τιμών. Οι παράγοντες ήταν, όπως αναφέρει στην «Ρolitical» ο γενικός διευθυντής του ΙΕΛΚΑ (Iνστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) Λευτέρης Κιοσές, όχι μόνο ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά κυρίως η πανδημία, ενώ συνέβαλε πάρα πολύ και η κλιματική κρίση της εποχής, η οποία δημιούργησε ελλείψεις σε βασικά αγαθά αυξάνοντας κατακόρυφα τις τιμές τους διεθνώς.
Το 2023 έφερε σχετική αποκλιμάκωση, χωρίς όμως να λείπουν οι αντιφάσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα μειώθηκε στο 4,2% από 9,3% το 2022. Ωστόσο, αυτό που προκαλεί προβληματισμό είναι η αύξηση του δομικού πληθωρισμού -δηλαδή του πληθωρισμού που δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της ενέργειας ή των τροφίμωνο οποίος ανήλθε στο 5,3% από 4,6% το προηγούμενο έτος.
Αυτό δείχνει πως η ακρίβεια είχε αρχίσει να «εγκαθίσταται» σε ευρύτερα στρώματα της οικονομίας, όπως οι υπηρεσίες, η εστίαση και τα ενοίκια.
Το 2024 επιβεβαίωσε τη γενική τάση μείωσης, τουλάχιστον σε επίπεδο στατιστικών στοιχείων. Τον Αύγουστο του
2024 ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3%, ενώ ειδικά στα είδη διατροφής, αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο που είχε εκτιναχθεί, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 0,7%. Στα επεξεργασμένα τρόφιμα μάλιστα καταγράφηκε ακόμη και αρνητικός πληθωρισμός (-0,8%).
Παρά την αποκλιμάκωση των ποσοστών όμως, η αίσθηση στην κοινωνία δεν ήταν αυτή της ανακούφισης. Πολλοί καταναλωτές συνέχιζαν να βλέπουν τις τιμές στα ράφια σχεδόν αμετάβλητες, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα δεν είχε επανέλθει στα επίπεδα προ κρίσης. Εξάλλου, ο πληθωρισμός αφορά τον ρυθμό αύξησης, όχι τη συνολική τιμή. Ένα προϊόν που κόστιζε 1 ευρώ και ανέβηκε στο 1,30, μπορεί να μην αυξηθεί περαιτέρω, αλλά δύσκολα θα επιστρέψει στο αρχικό του κόστος.
Παράγοντες σταθεροποίησης
Μπαίνοντας στο 2025, τα πράγματα είναι πιο σταθεροποιημένα. Ο πληθωρισμός του Ιανουαρίου διαμορφώθηκε στο 2,7%, ενώ τον Φεβρουάριο μειώθηκε στο 2,5%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά πως η μέση τιμή πληθωρισμού για το 2025 θα κυμανθεί γύρω στο 2,5%, ενώ το 2026 προβλέπεται περαιτέρω αποκλιμάκωση στο 2,2%. Αντίστοιχες εκτιμήσεις δημοσιεύει και ο ΟΟΣΑ, ο οποίος συνδέει τον περιορισμό του πληθωρισμού με τη σταδιακή σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και την ομαλοποίηση των διεθνών τιμών πρώτων υλών.
Η ουσία όμως βρίσκεται και πέρα από τους δείκτες. Πέρα από τα ποσοστά και τις γραφικές παραστάσεις, αυτό που μένει είναι η αντίληψη της καθημερινότητας. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα δεν έπληξε μόνο τα στατιστικά δελτία, έπληξε κυρίως τα νοικοκυριά με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα να απορροφήσουν τις ανατιμήσεις.
Η επιστροφή σε μια «φυσιολογική» καταναλωτική συμπεριφορά απαιτεί χρόνο, εμπιστοσύνη και κυρίως βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος, κάτι που σιγά σιγά επιτυγχάνεται μέσω της συνεχόμενης αύξησης του κατώτατου μισθού. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι την περίοδο των μνημονίων που οι μισθοί στην υπόλοιπη Ευρώπη αυξάνονταν, εδώ μειώθηκαν και έμειναν στάσιμοι, αφού δεν ήταν εφικτό να γίνει κάτι άλλο. Έτσι, η χώρα έμεινε πίσω και τώρα προσπαθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα να καλύψει το χαμένο έδαφος.
Για τους δασμούς
Ο γενικός διευθυντής του ΙΕΛΚΑ Λευτέρης Κιοσές σε δηλώσεις του στην «Ρolitical» τόνισε ότι παρατηρείται σταθερότητα στον πληθωρισμό αυτή την περίοδο, κάτι που, όπως σημείωσε, είναι θετικό, εφόσον συνοδευτεί από ταυτόχρονη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. Όπως υπογράμμισε, σε μια υγιή οικονομία η παρουσία πληθωρισμού θεωρείται φυσιολογική όταν προχωρά παράλληλα με την άνοδο των εισοδημάτων.
Αναφορικά με τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ, ο κ. Κιοσές επισήμανε πως οποιαδήποτε διαφοροποίηση στους δασμούς δεν αναμένεται να επηρεάσει τις τιμές στα τρόφιμα, καθώς η Ελλάδα δεν προμηθεύεται τρόφιμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

