Τις τελευταίες εβδομάδες παρακολουθούμε τον πρωθυπουργό να υιοθετεί μια σταθερή γραμμή: Η αντιπολίτευση -κατά τη δική του ανάγνωσηδεν μπορεί να κυβερνήσει. Είναι «ανίκανη», «ανέτοιμη», «χωρίς πρόγραμμα», μια πολιτική πινακοθήκη που, όπως προκύπτει και από αρκετές δημοσκοπήσεις, δεν προκαλεί ενθουσιασμό
στο εκλογικό σώμα. Πρόκειται για μια στρατηγική που επιδιώκει να υπενθυμίσει στους πολίτες το δίλημμα που τίθεται συχνά σε εκλογικές αναμετρήσεις: «εμείς ή το χάος».
Μόνο που η πολιτική πραγματικότητα του 2025 δεν είναι τόσο απλή. Γιατί, αυτήν τη στιγμή, ο μεγάλος αντίπαλος της κυβέρνησης δεν φαίνεται να είναι η αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν είναι καν τα
μικρότερα κόμματα. Είναι το 21% των αναποφάσιστων. Ένα ποσοστό που λειτουργεί σαν ενεργό ηφαίστειο στο κέντρο του πολιτικού συστήματος. Και, κυρίως, είναι ο «κανένας»: Ο πολιτικός μη-υποψήφιος στον οποίο οι πολίτες αποδίδουν υψηλότερη ικανότητα διακυβέρνησης από κάθε υπάρχον πρόσωπο.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ασήμαντο ούτε αθώο. Αντίθετα, αποτελεί καθαρό μήνυμα: Η καχυποψία
και η κόπωση απέναντι στο πολιτικό σύστημα έχουν εγκατασταθεί βαθιά. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται εύκολα. Δεν συγκινούνται από τα πρόσωπα. Δεν πείθονται από παραδοσιακές αντιπαραθέσεις, ούτε από τον φόβο μιας «επικείμενης» ακυβερνησίας. Και, κυρίως, δεν αρκούνται πια στο να τους υπενθυμίζει μια κυβέρνηση
τις αδυναμίες των αντιπάλων της. Θέλουν να ακούν για τις δικές της δυνάμεις. Η στρατηγική της υποτίμησης της αντιπολίτευσης μπορεί να μοιάζει πρόσκαιρα αποτελεσματική, αλλά δεν είναι πολιτικά βιώσιμη.
Δεν παράγει θετικό αφήγημα. Δεν δημιουργεί ελπίδα, δημιουργεί μόνο εξάρτηση και φόβο. Και η διεθνής αλλά
και η ελληνική εμπειρία έχουν δείξει πως όταν η εξίσωση διαμορφώνεται μεταξύ «ενός» και «του χάους», συχνά επικρατεί το χάος. Όχι επειδή οι πολίτες το επιθυμούν, αλλά επειδή δεν βρίσκουν πειστικό λόγο να στηρίξουν αυτόν που τους το παρουσιάζει ως απειλή.
Αν η κυβέρνηση θέλει πραγματικά να διατηρήσει την πολιτική της κυριαρχία -και όχι απλώς να επιβιώσει συγκυριακά-, οφείλει να επενδύσει στη δημιουργία ενός θετικού, πειστικού, μετρήσιμου σχεδίου διακυβέρνησης. Να μιλήσει λιγότερο για την ανεπάρκεια των άλλων και περισσότερο για τη δική της ικανότητα να βελτιώσει τη
ζωή των πολιτών. Να εγκαταλείψει την ευκολία της συγκριτικής ανωτερότητας και να μεταβεί στην
παραγωγή ουσιαστικής πολιτικής.
Το 21% των αναποφάσιστων δεν είναι «μαξιλάρι». Είναι προειδοποίηση. Είναι η υπενθύμιση ότι το κοινωνικό σώμα δεν αισθάνεται πως ακούγεται. Είναι οι άνθρωποι που δεν πείθονται πια, που δεν συγκινούνται από τα κυβερνητικά success stories, που βλέπουν την καθημερινότητά τους να δυσκολεύει και αναζητούν κάτι πιο
ουσιαστικό από επικοινωνιακές αντιπαραθέσεις.
Το κυβερνών κόμμα δεν μπορεί να περιχαρακώνεται πίσω από την «ανικανότητα» των αντιπάλων του.
Γιατί, αν μείνει εκεί, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιδιώκει: Όχι η
σταθερότητα, αλλά ένα πολιτικό τοπίο γεμάτο αβεβαιότητα. Η χώρα δεν χρειάζεται άλλο ένα δίλημμα
τύπου «Μητσοτάκης ή χάος». Χρειάζεται αποτελεσματικότητα, εντιμότητα, διαφάνεια, σχέδιο και
-κυρίως- ανανέωση εμπιστοσύνης.
Αν η κυβέρνηση δεν «γυρίσει το χαρτί», τότε κάποιος άλλος -ή το πολιτικό κενό- θα το γυρίσει
για εκείνη. Και τότε, πράγματι, θα βρεθούμε σε ταραγμένα νερά.
Γράφει ο Στρατής Κοκκινέλλης
Φιλόλογος – δημοσιογράφος

