Tι μας δίδαξε το «πριν» για το… «μετά»

Ήταν ένα εκλογικό αποτέλεσμα το οποίο σίγουρα θα συζητείται για πολλούς μήνες, όπως είναι σίγουρο ότι και ο «ιστορικός του μέλλοντος» θα έχει πάρα πολλή δουλειά…

Το θέμα όμως είναι το «τώρα»!

Τι μάθαμε, τι αγνοήσαμε, τι δεν μετρήσαμε και τι υπερτιμήσαμε σε αυτή την τόσο καθοριστική –για την Ελλάδα– εκλογική αναμέτρηση. Αλλά πάνω απ’ όλα, πώς πρέπει να κινηθούμε σε ένα μέλλον που μας πλησιάζει τόσο απειλητικό όσο και ελπιδοφόρο;

Η σαρωτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας είναι ένα μάθημα που θα πρέπει να διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Όμως θα πρέπει να διδάξει τόσο τους ηττημένους όσο και τους νικητές.

Η διαφορά των 20 μονάδων σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εφησυχάσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία. Πρέπει να του χτυπήσει ένα «καμπανάκι» πολύ δυνατά, μια και αυτήν τη διαφορά δεν την δημιούργησαν οι παραδοσιακοί (και κάποιες φορές σκληροπυρηνικοί) ψηφοφόροι της «γαλάζιας» παράταξης. Την δημιούργησαν οι νέοι, οι κεντρώοι αλλά και οι αναποφάσιστοι οι οποίοι μέτρησαν, ζύγισαν και επέλεξαν να στείλουν για δεύτερη φορά τη ΝΔ στο Μέγαρο Μαξίμου.

Το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, αποφασισμένος να λειτουργήσει ως μάνατζερ, πέρα και πάνω από κομματικά στερεότυπα του περασμένου αιώνα. Ξεκίνησε με στόχο να μπορέσει στο τέλος της τετραετίας να καυχιέται ότι «αυτά που υποσχέθηκε τα έκανε»…
Και εν πολλοίς το πέτυχε, αντιμετωπίζοντας (άλλοτε πετυχημένα και άλλοτε με αποτυχία) προβλήματα που όμοιά τους δεν έχει ζήσει ο πλανήτης.

Όμως δεν δίστασε να απευθύνεται προσωπικά στον ελληνικό λαό κάθε «τρεις και λίγο» (κάποιοι τον χαρακτήρισαν Νταλάρα της πολιτικής), μιλώντας μια γλώσσα κατανοητή και ζητώντας συγγνώμη χωρίς κανέναν δισταγμό.

Και αυτό το τήρησε ευλαβικά, στην περίοδο της πανδημίας, στις φυσικές καταστροφές που αντιμετωπίσαμε αλλά και στην περίοδο (που μέχρι σήμερα ζούμε) της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης.

Επέλεξε, δε, καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του με μια αστική ευγένεια, αποφεύγοντας χυδαιότητες, κινδυνολογία και ανέφικτες υποσχέσεις.

Και ερχόμαστε στο σήμερα: Η τετραετία που περάσαμε από το 2019 έως και σήμερα είναι «ευχή και κατάρα» τόσο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όσο και για το σύνολο της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις δεύτερες εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν.

Ο άνθρωπος, και δη ο ψηφοφόρος, μπορεί να γίνει απρόβλεπτα εκδικητικός, με πρόσφατα παραδείγματα τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Με μία διαφορά: Το 2015 και το 2019 οι ψηφοφόροι λειτούργησαν σε ένα μεγάλο ποσοστό με το θυμικό τους…

Το 2023 όμως ο λαός ψήφισε με ωριμότητα, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά και έδωσε μια πραγματική δεύτερη ευκαιρία, με γνώμονα τα πεπραγμένα και όχι τις υποσχέσεις.

Κάπως έτσι λοιπόν η κυβέρνηση που θα προκύψει από τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση θα έχει έναν τεράστιο προκλητικό «αντίπαλο»:

Τον εαυτό της και την  –κατά γενική ομολογία πετυχημένη– τετραετία 2019-2023!

Μάθημα θα πρέπει να είναι το εκλογικό αποτέλεσμα και για τα κόμματα της μείζονος αντιπολίτευσης. Και αυτό, διότι είτε επιβραβεύτηκε η συνετή τους πορεία την τετραετία που πέρασε είτε κατάλαβαν τη δύναμη των ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν συγχωρούν δομικά λάθη και υπολογίζουν πλέον σωστά τα δεδομένα.

Με λίγα λόγια, αν ο κ. Ανδρουλάκης δεν είχε «ξεφύγει» και σε κάποιες περιπτώσεις δεν είχε γίνει «λαγός» του κ. Τσίπρα, θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο το ποσοστό του. Και θα πρέπει να αντιληφθεί πολύ γρήγορα ότι η ευθύνη του πλέον είναι μεγάλη, μια και διεκδικεί «στα ίσια» τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Το ΚΚΕ και ο κ. Κουτσούμπας ίσως είναι οι πλέον «τίμιοι» του Κοινοβουλίου, μια και η γραμμή τους είναι ξεκάθαρη, και έτσι δικαίως επιβραβεύτηκαν από το εκλογικό σώμα με αύξηση των ποσοστών τους.

Ο κ. Βαρουφάκης είναι όντως μια κατηγορία μόνος του… Γνήσιος εκφραστής της Μαρίας Αντουανέτα («αφού δεν έχουν ψωμί, γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;») με ακραίες απόψεις και ένα lifestyle που σίγουρα ενοχλεί, μάλλον πήρε το μάθημά του, μια και η επιθυμία του, για μια ακόμα τετραετία στη Βουλή, «όνειρο ήταν και πέρασε»…

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και ο πρόεδρός του Αλέξης Τσίπρας…

Και αυτό διότι –όπως αποδείχθηκε– όταν θα έπρεπε να μάθει το μάθημά του τον Ιούλιο του 2019, εκείνος απουσίαζε!

Όχι μόνο έκανε τα ίδια ακριβώς λάθη σε σχέση με την «πρώτη φορά Αριστερά», αλλά και κατά τη διάρκεια της θητείας του ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αγνοώντας –με Λουδοβίκεια αλαζονεία– τόσο τις φωνές εντός κόμματος όσο και εκτός. Και τώρα ήρθε η στιγμή του «ταμείου»…

Η εμμονή του σε μια τοξική αντιπολίτευση βασισμένη σε προσωπικές επιθέσεις, fake news, «όχι σε όλα», αλλά και η κάλυψη που έδωσε στο «παρεάκι» το οποίο σε μεγάλο βαθμό τού στοίχισε την εκλογική μάχη του 2019, τον οδήγησε σε μία σύγχυση κατά τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου και εν τέλει σε μια σπασμωδική διαχείριση της επερχόμενης ήττας, που το μέγεθός της κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει.

Υποστηρίζοντας μια ακραία ρητορική στο σύνολο των τελευταίων τεσσάρων ετών, κατάφερε το αδύνατο: Δηλαδή να χάσει με «πέντε στα πέντε» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Έχασε δύο φορές τις βουλευτικές εκλογές (και τώρα οδεύει με σιγουριά σε μία τρίτη), έχασε τις εκλογές για την Ευρωβουλή, τις δημοτικές αλλά και τις περιφερειακές εκλογές.

Όμως ο κ. Τσίπρας αγνόησε και κάτι άλλο ιδιαίτερα σημαντικό. Σε καμία δημοσκόπηση από το 2019 έως και σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να «κερδίσει» την κυβέρνηση, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και μάλιστα σε χρόνια που τα προβλήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο με ιδιαίτερη βιαιότητα.

Αντ’ αυτού επέλεξε τον δρόμο της ρήξης με το σύνολο των δημοσκόπων, κάνοντας λόγο για παρακράτος και στημένες μετρήσεις.

Ο Αλέξης Τσίπρας «αυτοκτόνησε»!

Πρωτίστως διότι κατέβασε και επέβαλε ένα σύστημα (αυτό της απλής αναλογικής) το οποίο ο ίδιος και το κόμμα του υπονόμευσαν με τεράστια επιτυχία.

Διότι «πόνταρε» στην επαναστατικότητα των νέων, νομίζοντας ότι βρισκόμαστε στα 15μελη μαθητικά συμβούλια της εποχής των καταλήψεων, χωρίς να μετρήσει από ποιες Συμπληγάδες έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια οι νέοι (οικονομική κρίση, πανδημία, ανεργία) και πόσο έχουν αλλάξει οι προτεραιότητές τους.

Διότι επένδυσε στον φόβο αλλά και στην τοξικότητα, έχοντας στο στόμα του συνεχώς μια κατηγορία για τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Διότι δεν αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμα έτοιμη για κυβερνήσεις συνεργασίας και έτσι θεώρησε ότι θα μπορούσε να σύρει τους «ηττημένους» σε μια συνεργασία με διάφορα ονόματα χωρίς κανέναν ρεαλισμό (κυβέρνηση, συνεργασίας, ειδικού σκοπού, ανοχής, ηττημένων κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.).

Και τέλος ότι η λογική του «l’état, c’est moi» (το κράτος είμαι εγώ) δεν περνάει πλέον το 2023.

Πολύ γρήγορα λοιπόν, θα μπορούσα να πω ότι ο κάθε πολιτικός αρχηγός θα πρέπει να διαχειριστεί με σύνεση και πολύ προβληματισμό την επόμενη μέρα τόσο της μεγαλειώδους νίκης όσο και της εφιαλτικής ήττας.

Το σημαντικό είναι όλοι οι πολιτικοί να καταλάβουν ότι θέλει πολλή δουλειά η κουλτούρα μας ώστε να επιβιώσει μία κυβέρνηση συνεργασίας, ότι η τοξικότητα, η σκανδαλολογία και η χυδαιότητα ανήκουν σε ένα άλλον αιώνα, ότι πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή όπου οι ψηφοφόροι ήταν «πρόβατα» και οι οποίοι μπορούσαν είτε να χειραγωγηθούν, είτε να υποκύψουν σε επαναστατικές «κορόνες», οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια χώρα.

Και, τέλος, ότι η αλαζονεία και ο «Λουδοβικισμός» έχουν… κοντά ποδάρια όπως και το ψέμα!

 

Ίων Παπαδάκης

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο