Όπως είναι ευρέως γνωστό, καθώς έχουν υπάρξει και πολλά πρόσφατα σχετικά δημοσιεύματα, τέθηκε σε ισχύ ο ευρωπαϊκός νόμος (Al Act) για την ΤΝ, ο οποίος σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι η ανάπτυξη και η χρησιμοποίησή της, τουλάχιστον στην ΕΕ, είναι αξιόπιστη και ασφαλής, με εχέγγυα προστασίας των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών.
Όπως γράφτηκε κατά κόρον, ο νέος κανονισμός αποσκοπεί στη δημιουργία εναρμονισμένης εσωτερικής αγοράς για την ΤΝ, ενθαρρύνοντας την υιοθέτησή της και δημιουργώντας ένα υποστηρικτικό περιβάλλον για την καινοτομία και τις επενδύσεις. Με βάση τον δυνητικό αντίκτυπο σε όλα τα παραπάνω, η ΕΕ διαβαθμίζει τα συστήματα αυτά σε διαφορετικά επίπεδα κινδύνου, εισάγοντας διαφορετικές απαιτήσεις για όσους αναπτύσσουν και χρησιμοποιούν συστήματα ΤΝ».
Αυτονόητα, βασικός στόχος είναι η ΤΝ να λειτουργεί προς εξυπηρέτηση της ανθρωπότητας και να μην αφεθεί ανεξέλεγκτη η ανάπτυξή της, δημιουργώντας κινδύνους σε πολλαπλά επίπεδα λειτουργίας των κοινωνιών, είτε λόγω κακόβουλης χρήσης της είτε ακόμη και λόγω απώλειας του ελέγχου της.
Η τεχνητή νοημοσύνη, στις διάφορες μορφές της αλλά και μέσα εφαρμογής της, είναι προφανές ότι έχει ήδη εισβάλλει στη ζωή μας και αποτελεί σταδιακά κομμάτι της καθημερινότητάς μας, επηρεάζοντας ολοένα και περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, οπότε η θέσπιση πλαισίου λειτουργίας της ήταν κάτι περισσότερο από αναγκαίο.
Και ενώ η εφαρμογή της σε (τεχνικούς) τομείς όπως η πληροφορική, οι κατασκευές, ακόμη και η υγεία δεν δημιουργεί ιδιαίτερα διλήμματα ή προβληματισμούς (με εξαίρεση βέβαια το πολυεπίπεδο και τεράστιο ζήτημα της κατασκευής αληθοφανέστατων fake news), στο πεδίο της απονομής της δικαιοσύνης τα δεδομένα διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό.
Αρχικά, είναι προφανές ότι η αξιοποίηση της ΤΝ στον χώρο της απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην επιτάχυνσή της, καθώς η έκδοση δικαστικών αποφάσεων, βάσει των δεδομένων που θα εισάγονταν, θα ήταν πολύ πιο γρήγορη και επιπλέον απαλλαγμένη από κινδύνους μεροληψίας ή και απλά πλημμελούς άσκησης καθηκόντων από πλευράς τόσο των δικαστών όσο και εν γένει των παραγόντων της δίκης. Η ΤΝ θα μπορούσε να συνδυάσει νομοθετικά και νομολογιακά δεδομένα, να συνεκτιμήσει και να αξιολογήσει εκατέρωθεν δικανικούς ισχυρισμούς και αποδεικτικό υλικό και να καταλήξει σε μία καταρχήν γρήγορη, αμερόληπτη και ασφαλή κρίση. Τα κέρδημ προφανή: Επιτάχυνση, αμεροληψία (λόγω της εξάλειψης του ανθρώπινου παράγοντα), λιγότερες ανθρωποώρες εργασίας για δικαστές, δικαστικούς υπαλλήλους ακόμη και δικηγόρους και εν τέλει ασφάλεια δικαίου, καθώς ο τρόπος δικαστικής έκβασης της υπόθεσης δεν θα μπορεί να αποτελεί προϊόν προκαταλήψεων, πιέσεων, εσφαλμένων κρίσεων ή και απλής ανεπάρκειας των δικαιοδοτικών οργάνων. Άλλωστε ήδη έχουν αναπτυχθεί και διαρκώς εξελίσσονται πλήθος νομικών και δικαστικών εργαλείων, τα οποία υποβοηθούν ή και διεκπεραιώνουν καθήκοντα και εργασίες που μέχρι πριν από κάποια χρόνια ανήκαν παραδοσιακά στον άνθρωπο νομικό, καθιστώντας μερικές φορές και δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ απλής υποβοήθησης και ουσιαστικής συμμετοχής στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης.
Συνεπώς κέρδος σε χρόνο και χρήμα, αίσθημα αμεροληψίας και ουσιαστικά περαιτέρω ενσωμάτωση μηχανισμών ήδη επιτυχώς χρησιμοποιούμενων.
Είναι έτσι όμως;
Είμαστε διατεθειμένοι ως κοινωνίες να εναποθέσουμε έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την εύρυθμη λειτουργία αλλά και ευημερία μας, τη δικαιοσύνη, σε αλγόριθμους και μηχανική επεξεργασία δεδομένων; Οι αρχές του κράτους δικαίου, το σύστημα των δικαιωμάτων των αντιδίκων στις αστικές δίκες ή των κατηγορούμενων στις ποινικές, ο ανθρώπινος παράγοντας, οι έννοιες της επιείκειας, του καταλογισμού, της αξιολόγησης της προσωπικότητας, οι μορφές και βαθμίδες της υπαιτιότητας, η αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων, η ανάδειξη τυχόν αντιφάσεων, είναι προφανές ότι δεν βρίσκουν χώρο σε ένα μηχανικό σύστημα αξιολόγησης δεδομένων.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα πως η τεχνητή νοημοσύνη δύσκολα συμβαδίζει με το σύνολο σχεδόν των αρχών και των δικαιωμάτων πάνω στα οποία έχει στηριχθεί το κράτος δικαίου, όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Η δυνατότητα επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων και η αμεροληψία που χαρακτηρίζει ένα σύστημα μηχανικής μάθησης και επεξεργασίας αυτών, συνδυάζονται και συνυπάρχουν με την αδιαφάνεια που αποτελεί στην ουσία προαπαιτούμενο της ίδιας της ύπαρξης της τεχνητής νοημοσύνης. Από τον έλεγχο των δεδομένων με τα οποία θα τροφοδοτείται το σύστημα μέχρι και τους αλγόριθμους που θα επιδρούν στην επεξεργασία αυτών είναι προφανές ότι υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία και δημιουργούνται εύλογες φοβίες για το κατά πόσο, πέρα από την επιτάχυνση, η ανωτέρω διαδικασία μπορεί να εξασφαλίσει και ποιότητα και ασφάλεια στην απονομή της δικαιοσύνης.
Αυτός, ανάμεσα σε άλλους, είναι ο λόγος που στην κατηγορία «Συστημάτων ΤΝ υψηλού κινδύνου» περιλαμβάνονται οι θεσμοί και οι διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης και επιβολής του νόμου, στα οποία τίθενται ιδιαίτερα αυστηρές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων μετριασμού του κινδύνου, υψηλής ποιότητας συνόλων δεδομένων, καταγραφής δραστηριοτήτων, λεπτομερούς τεκμηρίωσης, σαφών πληροφοριών για τους χρήστες, ανθρώπινης εποπτείας και υψηλού επιπέδου αξιοπιστίας, ακρίβειας και κυβερνοασφάλειας.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συστατικά στοιχεία των ευνομούμενων πολιτειών είναι τόσο η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται για το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων όσο και η θέσπιση τριών βαθμών δικαιοδοσίας, δύο ουσίας και ενός τρίτου, ακυρωτικού, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να κριθεί η υπόθεσή του (τουλάχιστον) δεύτερη φορά. Έτσι εξασφαλίζεται «η δίκαιη δίκη». Οι έννοιες της έφεσης και της αναίρεσης, εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν με συστήματα ΤΝ απονομής δικαιοσύνης.
Επίσης, και εξίσου σημαντικό, δεν νοείται απονομή δικαιοσύνης χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα και την ανθρώπινη ενσυναίσθηση. Δικαστές, εισαγγελείς. δικηγόροι, εμπειρογνώμονες, μάρτυρες και διάδικοι αποτελούν τα απαραίτητα κομμάτια ενός παζλ που από την αλληλεπίδρασή τους εξάγονται χρήσιμα και αναγκαία για την απονομή της δικαιοσύνης συμπεράσματα. Ναι μεν στα νομικά είναι χρήσιμος και αναγκαία ο μαθηματικός τρόπος σκέψης και η (μαθηματικού τύπου) υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους υφιστάμενους κανόνες δικαίου, ωστόσο αυτή η διαδικασία περνάει αναπόφευκτα από το φίλτρο του ανθρώπινου παράγοντα.
Συνεπώς, είναι προφανές ότι θα πρέπει να υφίσταται μία σαφής διάκριση. Ήτοι, αφενός σταδιακή ενσωμάτωση και ενίσχυση της χρήσης συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης σε σχέση με τις διαδικαστικές και γραφειοκρατικές εργασίες που συνδέονται με τον χειρισμό, τα ενδιάμεσα στάδια και τελικά την εκδίκαση μίας δικαστικής υπόθεσης, αλλά και την υποβοήθηση της δικανικής κρίσης μέσω λειτουργίας έξυπνων τραπεζών νομικών πληροφοριών. Αφετέρου, όμως, η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, η διατήρηση -τουλάχιστον στις ποινικές δίκες- της προφορικότητας της διαδικασίας και κυρίως η ίδια η λήψη της δικαστικής απόφασης, με τον σχηματισμό δικανικής κρίσης και την αιτιολόγηση αυτής, είναι πεδία που πρέπει να παραμείνει πρωταρχικός και κύριος ο ανθρώπινος παράγοντας. Σφάλματα και αστοχίες πάντα δυστυχώς θα υπάρχουν, ωστόσο η ύπαρξη περισσότερων βαθμών δικαιοδοσίας και η λειτουργία θεσμών και διαδικασιών αξιολόγησης των πάσης φύσεως παραγόντων της δίκης εκτιμώ ότι αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες ώστε η απονομή της δικαιοσύνης να παραμείνει σε ανθρώπινα χέρια.
Και ακόμη και αν ο ανθρώπινος τρόπος απονομής δικαιοσύνης έχει αδυναμίες, παραμένει μακράν ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος.
Αντώνης Πεπελάσης
δικηγόρος στον Άρειο Πάγο,
μέλος ένωσης Ελλήνων ποινικολόγων
Ms Εμπορικού Δικαίου

