Η υπόθεση των Τεμπών εξελίσσεται ασφαλώς σε πολιτικό καταλύτη, με τα κόμματα να καθορίζουν την τακτική τους με πυξίδα την υπόθεση, και δίχως να είναι ορατό και προβλέψιμο πού θα καταλήξει η δικαστική διερεύνηση.
Πορεύονται όμως σε θολό τοπίο. Από τη μία η κυβέρνηση έχει εγκλωβιστεί στο σκέλος των κατηγοριών περί συγκάλυψης, δίχως να μπορεί να πείσει ότι έχει συμβεί το ένα ή δεν έχει συμβεί το άλλο, και από την άλλη, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν επιδοθεί σε ένα κάπως άτσαλο παιχνίδι εντυπώσεων για να αποδείξουν ποιος φωνάζει περισσότερο και ποιος είναι πολιτικά (πιο) επαρκής. Ο διαγκωνισμός αυτός παράγει κοκορομαχίες, τις οποίες ακόμη και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (οι οικογένειες των θυμάτων της τραγωδίας) παρακολουθούν με απάθεια ή και αποστροφή.
Τα Τέμπη έχουν ενεργοποιήσει παράλληλα και το ρήγμα μεταξύ Χαριλάου Τρικούπη και Κουμουνδούρου. Και οι δύο υπερθεματίζουν σε οξύτητα κατά του Μητσοτάκη και την ίδια στιγμή έχουν ένα ανοιχτό μεταξύ τους μέτωπο. Το χειρότερο είναι ότι μέχρι στιγμής κανένα από τα δύο κόμματα δεν αποκομίζει οφέλη, τουλάχιστον με βάση τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Υπό αυτήν την έννοια, Ανδρουλάκης και Φάμελλος δουλεύουν άθελά τους για λογαριασμό των ακραίων Βελόπουλου, Λατινοπούλου, Κωνσταντοπούλου.
Τα δύο κόμματα αναζητούν μηχανιστικές λύσεις ώστε να ασκήσουν πίεση στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, καταλήγοντας όμως να ακούγεται περισσότερο και δυνατότερα η μεταξύ τους στείρα και ρηχή αντιπαράθεση.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να κονταροχτυπιούνται Ανδρουλάκης και Φάμελλος για το πότε και γιατί θα κατατεθεί μία πρόταση δυσπιστίας, για το αν θα πρέπει να δουν πρώτα τη δικογραφία ή όχι, ή για το αν κάποιος είδε πρώτος τις άλλες δικογραφίες που έχουν διαβιβαστεί στη Βουλή και αν αυτές δικαιολογούν πολιτικά και νομικά μία πρόταση για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής. Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διολισθαίνει σε λογικές και συμπεριφορές αντισυστημικού κομματιδίου διαμαρτυρίας και ο αρχηγός του Νίκος Ανδρουλάκης, ο «εν δυνάμει πρωθυπουργός», αναδεικνύεται σε ακατάλληλο, ακόμη και για κυβερνητικές συνεργασίες.
του Φώτη Σιούμπουρα

