Αν δεν έχεις σύμμαχό σου την κοινωνία, δεν μπορείς να φτάσεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα, τονίζει σε συνέντευξή του στο «Π» ο Νίκος Ανδρουλάκης, ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, αναφερόμενος στη μεταλιγνιτική εποχή. Επισημαίνει επίσης ότι, προκειμένου να ενισχυθεί η «ενεργειακή δημοκρατία» στην πράξη, ας έχει ο ΕΛΑΠΕ (Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ) μικρότερο πλεόνασμα, ενώ προσθέτει ότι τα 750 εκατομμύρια για τη χώρα μας δεν είναι αρκετά για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών στο πλαίσιο της μετάβασης Για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων θεωρεί ότι όλα εξαρτώνται από τον χρόνο και τα δεδομένα που αλλάζουν, ενώ υποστηρίζει ότι «ασφαλώς και θέλουμε να έχουμε αρμονικές σχέσεις με την Τουρκία, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω μονομερών υποχωρήσεων».

Στη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργανώσατε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, κάνατε λόγο για μια μακροπρόθεσμη κλιματική πολιτική με όραμα και όχι λογιστική αντιμετώπιση. Αναφέρεστε στην πολιτική της Ευρωπαϊκή Ένωσης της Κομισιόν ή της ελληνικής κυβέρνησης;

Δυστυχώς για εμάς, όταν αναφερόμουν στην ανάγκη να ξεφύγουμε από μία κλιματική πολιτική που αποφασίζεται με λογιστικούς όρους, αναφερόμουν κυρίως στην ελληνική κυβέρνηση. Δεν είναι σωστό κρίσιμες αποφάσεις, όπως το κλείσιμο όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2023, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, να λαμβάνονται χωρίς να διαθέτουν μια μακροπρόθεσμη στόχευση. Η παραπάνω απόφαση, για παράδειγμα, με την ταχύτητα που πάρθηκε είναι πιθανό να δημιουργήσει τα αντίθετα αποτελέσματα. Η κυβερνητική εξαγγελία έγινε με μόνο στόχο την οικονομική βιωσιμότητα της ΔΕΗ και όχι βάσει περιβαλλοντικών κριτηρίων. Μιλάμε, δηλαδή, για αποφάσεις που λαμβάνονται με αποκλειστικά ταμειακά κριτήρια, ενώ θα έπρεπε να υπάρχει ένα ευρύτερο αναπτυξιακό όραμα και, κατ’ επέκταση, ένας μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για μια δίκαιη και αποτελεσματική μετάβαση σε μια πιο «πράσινη οικονομία». Διότι, αν δεν έχεις σύμμαχό σου την κοινωνία, δεν μπορείς να φτάσεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Θέλετε, όπως έχετε πει, περισσότεροι πολίτες να μπορούν να γίνουν παραγωγοί ενέργειας και να προχωρήσουμε στον εκδημοκρατισμό της παραγωγής, είτε σε ατομικό επίπεδο είτε μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων. Ανησυχείτε ότι οι «μεγάλοι παίκτες» θα μονοπωλήσουν το αγαθό της ενέργειας;

Ο εκδημοκρατισμός της παραγωγής είναι μια συμμετοχική διαδικασία και συμβαίνει ήδη σε πολλές χώρες στην Ευρώπη. Οι πολίτες παράγουν ενέργεια που καταναλώνουν και πουλούν την περισσευούμενη ενέργεια στο σύστημα. Αυτό συμβαίνει είτε σε ατομικό επίπεδο είτε με τη μορφή ενεργειακών κοινοτήτων. Η πρακτική αυτή έχει βοηθήσει τόσο στην εξάπλωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όσο και στη μείωση της κατανάλωσης. Άρα, ο παραγωγός έχει και οικονομικό κίνητρο. Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση, με το θεσμικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει, καθιστά αδύνατη τη μεταφορά αυτής της καλής πρακτικής άλλων ευρωπαϊκών κρατών στην Ελλάδα. Με τροπολογία που ψηφίστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, καταργούνται οι σταθερές τιμές, βάζοντας τους ιδιώτες και τις ενεργειακές κοινότητες να ανταγωνιστούν –με έναν παράλογο τρόπο– τους μεγάλους παραγωγούς. Επιπλέον, η επιβολή τέλους προς όφελος του πλεονασματικού Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, του ΕΛΑΠΕ, δημιουργεί νέα εμπόδια στους μικροπαραγωγούς. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο πρότεινα να καταργηθεί η έκτακτη εισφορά για τα μικρά και τα μεσαία έργα ΑΠΕ και ας έχει ο ΕΛΑΠΕ μικρότερο πλεόνασμα, ώστε να ενισχυθεί η «ενεργειακή δημοκρατία» στην πράξη.

Η περίφημη μετάβαση προς μια Ευρώπη μηδενικών εκπομπών πώς μπορεί να υλοποιηθεί δίκαια στα κράτη-μέλη της ΕΕ, ώστε χώρες όπως η Ελλάδα να ανέβουν στο τρένο της πράσινης ανάπτυξης χωρίς οικονομικούς κραδασμούς και απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, μετά την με ταχείς ρυθμούς απανθρακοποίησή τους;

Η μετάβαση πρέπει να γίνει με δίκαιο τρόπο, ώστε να μη φτωχοποιούνται οι κοινωνίες, αλλιώς δεν θα γίνει καθόλου. Είναι ανάγκη να διασφαλίσουμε έναν μετασχηματισμό χωρίς αποκλεισμούς, ώστε να μη μείνει κανείς στο περιθώριο. Αυτή η προσπάθεια αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της γενιάς μας αλλά, ταυτόχρονα, και μια μοναδική ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε τις κοινωνικές περιφερειακές και τις διαγενεακές ανισότητες. Επομένως, το θέμα δεν είναι να στρουθοκαμηλίζουμε, αλλά να αξιοποιήσουμε όσες ευκαιρίες διαθέτει η χώρα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Αυτός είναι και ο λόγος που ήδη από το 2016, όταν συζητούσαμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Ρύπων, είχα προτείνει μαζί με άλλους ευρωβουλευτές τη δημιουργία ενός Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, το οποίο θα χρηματοδοτούταν από την πώληση των δικαιωμάτων ρύπων. Αν και τελικά, τότε, δεν δημιουργήθηκε το Ταμείο, επιτράπηκε σε κάποιες χώρες να χρησιμοποιήσουν χρήματα από το Ταμείο Εκσυγχρονισμού που υπήρχε γι’ αυτές τις δράσεις. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειές μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου καταφέραμε να εντάξουμε και την Ελλάδα στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού, λόγω της αδιαφορίας της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αυτό δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, με αποτέλεσμα να χάσουμε ευρωπαϊκά κονδύλια της τάξης άνω του 1 δισ. ευρώ.

Τελικά, πέντε χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας, η πρότασή μας έγινε πραγματικότητα και αποφασίστηκε η δημιουργία του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης. Όμως το μέγεθός του, που ανέρχεται συνολικά στα 17,5 δισ., εκ των οποίων τα μόλις 750 εκατομμύρια για τη χώρα μας δεν είναι αρκετά για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών. Χρειάζεται η κινητοποίηση και πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και εθνικών πόρων, ώστε να διασφαλίσουμε ότι η απαραίτητη απολιγνιτοποίηση δεν θα οδηγήσει στη φτωχοποίηση των περιοχών που επηρεάζονται αλλά, αντιθέτως, θα αποτελέσει μία ευκαιρία ανάπτυξης.

Η Γερμανία κάνει μια λελογισμένη χρήση των δικών της πηγών ενέργειας, λιθάνθρακα-λιγνίτη, κρατάει κάποια πυρηνικά εργοστάσια, επιδιώκει την ενίσχυση των εισαγόμενων ροών αερίου μέσω του αγωγού Nordstream 2, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ για εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο, και εξάγει τεχνολογία για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό συνάδει με μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που επικαλείται το Βερολίνο;

Κράτη όπως η Γερμανία, των οποίων η οικονομία χαρακτηρίζεται από υψηλή ανταγωνιστικότητα, θεωρώ ότι έχουν την πολυτέλεια να συμβάλουν περισσότερο σε μία κοινή γεωπολιτική στρατηγική, που θα επεκτείνεται και στην ενεργειακή αυτονομία της Ένωσης.

Συμμερίζεστε την τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, ο οποίος δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου;

Να θυμίσω ότι σε μια δύσκολη εποχή για την Ελλάδα, το 2011, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν που ξεκίνησε σεισμικές μελέτες και γεωλογικές έρευνες, προκειμένου να δούμε πού έχουμε, τι έχουμε και σε πόση ποσότητα έχουμε υδρογονάνθρακες. Όμως ο χρόνος περνάει και τα δεδομένα αλλάζουν. Το σχέδιο αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας πρέπει να είναι εναρμονισμένο με το σχέδιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλά και με τα οικονομικά δεδομένα της εποχής.

Ελλάδα – Κύπρος και Τουρκία μπορούν να ζήσουν αρμονικά στην περιοχή, χωρίς υποχωρήσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας απέναντι στις απαιτήσεις της Άγκυρας περί «γαλάζιας πατρίδας» και ευθείας αμφισβήτησης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας;

Ασφαλώς και θέλουμε να έχουμε αρμονικές σχέσεις με τη γειτονική χώρα, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω μονομερών υποχωρήσεων ούτε βάζοντας τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι. Για να το πετύχουμε αυτό, χρειαζόμαστε μία στρατηγική επίλυσης των προβλημάτων στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, για το μόνο ζήτημα το οποίο είναι ανοικτό, αυτό της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών. Αυτή η στρατηγική, ένα «νέο Ελσίνκι» όπως το αποκαλώ, πρέπει να σηματοδοτεί αυτήν τη νέα ειδική σχέση με την Τουρκία, παρέχοντας τόσο το καρότο όσο και το μαστίγιο. Σήμερα, επειδή η ενταξιακή πορεία της γείτονος είναι μια χίμαιρα, το καρότο θα είναι η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, που τη θέλει διακαώς η ίδια η Τουρκία. Το μαστίγιο, όμως, θα είναι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου από την Τουρκία στο εσωτερικό και ο σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων των γειτονικών χωρών στο εξωτερικό, όλα με αυτοματοποιημένες κυρώσεις. Στόχος είναι η Ένωση να έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να ασκεί πιέσεις στην Τουρκία, όταν απαιτείται.

Ειδική σχέση ΕΕ – Τουρκίας

Το πλαίσιο της συμφωνίας για τη νέα ειδική σχέση της ΕΕ με την Τουρκία, όπως υποστηρίζει ο Νίκος Ανδρουλάκης, θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, είτε με διμερείς διαπραγματεύσεις, βάσει της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, είτε με την υπογραφή συνυποσχετικού και προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό προβλεπόταν και στο Ελσίνκι μαζί με τη μεγαλύτερη εθνική επιτυχία της Μεταπολίτευσης, την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Συνέντευξη στον Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο