Την πορεία της πολιτικής του διαδρομής εξιστορεί στο «Π» ο Ευριπίδης Στυλιανίδης, πρώην υπουργός και βουλευτής Ροδόπης της ΝΔ. Ο κ. Στυλιανίδης αφηγείται άγνωστες πτυχές από τις σπουδαίες διεθνείς προσωπικότητες που γνώρισε στην πορεία του. Μάλιστα, μας αποκαλύπτει τι του είπαν ο Μπιλ Γκέιτς και ο «βαρύς» Ερντογάν.

Θεωρείτε πως οι εξελίξεις στην Κεντροαριστερά και ειδικότερα στο ΚΙΝΑΛ επηρεάζουν τη Νέα Δημοκρατία και τις αποφάσεις του πρωθυπουργού;

Θα μπορούσα να σας πω υποκριτικά ότι δεν μας αφορά τι γίνεται στους άλλους χώρους, όμως θα σας μιλήσω με ειλικρίνεια. Κυρία Καραβοκύρη, η πολιτική δεν ασκείται σε κενό. Αναπτύσσεται σε ενιαίο περιβάλλον, όπου οι επιδράσεις είναι αμφίδρομες. Τα κόμματα είναι σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία, όπου το υψηλό επίπεδο νερού κατεβαίνει και το χαμηλό ανεβαίνει, ώσπου να συναντηθούν. Είμαι σίγουρος ότι σε αυτήν τη σχέση η Νέα Δημοκρατία έχει το υψηλότερο επίπεδο πολιτικής. Άρα, εύχομαι από καρδιάς και το επίπεδο αφετηρίας των άλλων κομμάτων να κρατηθεί όσο πιο ψηλά γίνεται, ώστε να επιτευχθεί την επομένη ο πολιτικός πολιτισμός που χρειάζεται η πατρίδα μας.

Η ακριτική Θράκη νιώθει πιο ασφαλής μετά την πρόσφατη Ελληνογαλλική και Ελληνοαμερικανική Αμυντική Συμφωνία;

Και οι δύο συμφωνίες είναι αναμφισβήτητα μια μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέδειξε άριστα αντανακλαστικά. Η επιστροφή της εθνικής αυτοπεποίθησης αναμφισβήτητα επιδρά θετικά και στο αίσθημα ασφάλειας των ακριτών. Οφείλω όμως να σας υπενθυμίσω ότι οι Θρακιώτες την αποφασιστικότητά τους την απέδειξαν από νωρίς στον Έβρο, όταν μόνοι τους τις πρώτες ώρες προστάτεψαν τα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά σύνορα, ώσπου να κινητοποιηθούν αποτελεσματικά το κράτος και η ΕΕ και να επαναπροσδιοριστεί καθοριστικά η εθνική πολιτική πάνω στο θέμα. Οι Θρακιώτες δεν φοβούνται την Τουρκία, γιατί τη γνωρίζουν καλά. Φοβούνται περισσότερο την ελληνική πολιτική, όταν αυτή αδιαφορεί για την περιοχή, τη δημογραφική της αποδυνάμωση και την αναπτυξιακή της καθήλωση.

Υπάρχουν παράπονα ή ανησυχίες για την αντιμετώπιση από την κυβέρνηση;

Είναι άδικο και επικίνδυνο οι ελληνικές κυβερνήσεις να θυμούνται τη Θράκη, μόνο όταν τους τη θυμίζει ο τουρκικός εθνικισμός ή ο νεο-οθωμανικός αναθεωρητισμός. Αυτό που λέω δεν είναι ούτε προσωπικό, ούτε καν τοπικό παράπονο. Είναι εθνική ανησυχία. Το αίσθημα περιφρόνησης και αδιαφορίας που βίωσε η περιοχή για πολλά χρόνια πριν από το 2004 είχε αρνητικές συνέπειες. Με τις σωστές πολιτικές, από «πρόβλημα» μπορεί να μετεξελιχθεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα, ακόμα και για τις σχέσεις μας με τους γείτονές μας.

Πότε είχατε την πρώτη σας επαφή με την πολιτική; Σε ποια ηλικία;

Στην πολιτική μπήκα νωρίς και συνειδητά. Όταν σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο, θύμωνα που κάποιοι, επειδή δεν μπορούσαν να μας ξεπεράσουν σε αξία, στα μαθήματα, στον αθλητισμό, στις γκόμενες, σνόμπαραν την επαρχιώτικη καταγωγή μας, το ότι δεν τελειώσαμε κολλέγια, το ότι είχαμε περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Πρώτη φορά εκλέχθηκα ανεξάρτητος πρόεδρος των μαθητών του 1ου δημόσιου Λυκείου Κομοτηνής, συγκρουόμενος με όλες τις κομματικές νεολαίες και κάποιους υποκριτές καθηγητές συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς, που, ενώ δημόσια κατήγγειλαν την παραπαιδεία, έκαναν οι ίδιοι ιδιαίτερα μαθήματα στα πλουσιόπαιδα της πόλης.

Και πώς ξεκίνησε η διαδρομή σας στη ΝΔ;

Αργότερα, εντάχθηκα στην ΟΝΝΕΔ και στη ΔΑΠ ΝΔΦΚ, διότι θαύμαζα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Τι ακριβώς ήταν αυτό που θαυμάζατε;

Τον θαύμαζα ως έναν αυτοδημιούργητο πολιτικό, που έσπασε τα κατεστημένα της εποχής του, νίκησε την ψευτοελίτ της Αθήνας, που τον αποκαλούσε «χωριάτη», στην οποία και επιβλήθηκε, εδραιώνοντας μια δημιουργική αντίληψη κόντρα εξίσου στον λαϊκισμό αλλά και στον ελιτισμό. Σφράγισε την πορεία της Ελλάδας, χωρίς όμως ούτε στιγμή να ξεχνά από πού ξεκίνησε. Η αναφορά του ήταν πάντοτε ο λαός, στον οποίο λογοδοτούσε και εργάζονταν για το καλό του.

Μπορείτε να μου περιγράψετε με δυο-τρεις φράσεις τι σημαίνει για εσάς ο «Καραμανλισμός»;

Ο «Καραμανλισμός» δεν είναι μπλοκ. Είναι σχολή πολιτικής σκέψης που άλλαξε τη μοίρα της Ελλάδας. Είναι συγκεκριμένη αντίληψη πολιτικής που κατέστη διαχρονικά εκφραστής του αξιακού κώδικα της σύγχρονης Ελλάδας. Κανείς δεν μπορεί να την υποτιμήσει ή να την περιφρονήσει, αν θέλει να καταγράψει αποτελέσματα για τον τόπο και την παράταξη. Ο ρυθμιστικός ρόλος ενός σύγχρονου κράτους, η κοινωνική οικονομία της αγοράς, η ταύτιση του λαού με το έθνος και το ευρωπαϊκό όραμα, ένας σύγχρονος και γνήσιος πατριωτισμός που αντιμάχεται τον ακραίο εθνικισμό και τον επικίνδυνο διεθνισμό, είναι μερικά μόνο ποιοτικά στοιχεία του «Καραμανλισμού», που δίνουν αντοχή και δύναμη στη Νέα Δημοκρατία.

Ένας πολύ σημαντικός σταθμός στη ζωή σας υπήρξε το Αμβούργο. Πώς πήγατε; Τι κάνατε εκεί; Πώς φύγατε από εκεί;

Πήγα εκεί χωρίς να γνωρίζω κανέναν, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη μου, από το εφάπαξ του δάσκαλου πατέρα μου, και χωρίς να ξέρω ούτε λέξη γερμανικά. Εκεί δοκίμασα τις δυνάμεις μου. Όμως, μετά από τέσσερα χρόνια επέστρεψα στην Αθήνα με τον τίτλο του διδάκτορος της Νομικής του Πανεπιστημίου Αμβούργου και έχοντας γνωρίσει από τον καγκελάριο της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ μέχρι τον τελευταίο εργάτη του λιμανιού.

Δυσκολευτήκατε στο Αμβούργο; 

Στην αρχή δυσκολεύτηκα πολύ. Πέντε φορές μού στέρησαν άδικα υποτροφίες που άξιζα, για να εξυπηρετήσουν επώνυμοι πολιτικοί κάποια ρουσφέτια τους από την Αθήνα. Όμως, αυτή η αδικία με χαλύβδωσε. Εργάστηκα έναν χρόνο γκαρσόν στο εστιατόριο “Πάρος”, στo Nόρντερστεντ, όπου μεταξύ άλλων σέρβιρα συχνά τον Χέλμουτ Σμιτ, ο οποίος έμενε εκεί κοντά.

Τον συναντήσατε ξανά από τότε;

Τον συνάντησα αργότερα ως εκπρόσωπος της Ελλάδας για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και ως υφυπουργός Εξωτερικών. «Κάτι μου θυμίζετε», μου είπε μπροστά στον Ζισκάρ ντ’ Εστέν και τον Χέλμουτ Κολ. «Είμαι το γκαρσόν που σας σέρβιρε γύρο στην ταβέρνα της γειτονιάς σας, κύριε πρόεδρε», του απάντησα, και δεν σας κρύβω πως ένιωσα μια ανεπανάληπτη ηθική δικαίωση.

Έχοντας θητεύσει σε τέσσερα σημαντικά υπουργεία, ασφαλώς θα έχετε συναντήσει κι άλλες σπουδαίες προσωπικότητες στην πορεία σας. Ποιες θυμάστε χαρακτηριστικά;

Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω σχεδόν όλες τις σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες της εποχής μας. Ενδεικτικά, σας αναφέρω τους δύο προέδρους Μπους των ΗΠΑ και τον Κολιν Πάουελ, τον Χέλμουτ Κολ και την Άνγκελα Μέρκελ, τον Μπερλουσκόνι και τον Τζουλιάνο Αμάτο, τον Σαρκοζί και τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν, τον Πούτιν και τον Πριμακόφ, τον Κινέζο πρόεδρο Χου Τζιντάο και τον πρόεδρο της Βουλής Βου Μπανγκούο, τους Βασιλείς Βελγίου και Δανίας, τον Ερντογάν και όλους σχεδόν τους Βαλκάνιους ηγέτες, τον Κόφι Ανάν και τον Μπαν Κι-Μούν στον ΟΗΕ, τον Λούλα στη Βραζιλία, τον Κίρχνερ στην Αργεντινή και πολλούς ακόμα.

Θυμάστε κάποιο χαρακτηριστικό περιστατικό από όλες αυτές τις επαφές σας;

Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Μπιλ Γκέιτς, ζήτησε να με δει για να τον ενημερώσω για τις εφαρμογές στις οποίες προχωρήσαμε στην Παιδεία από το Σχολείο του Μέλλοντος. Τον ενημέρωσα, αλλά μου έκανε εντύπωση ότι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη φορούσε ίσως και τα φθηνότερα παπούτσια και μου τα επιδείκνυε προκλητικά. Τόλμησα λοιπόν και τον ρώτησα. Γέλασε και μου είπε: «Συγχαρητήρια. Είστε ο πρώτος που τολμά να με ρωτήσει». «Δεν καταλαβαίνω», του απάντησα. «Από παιδί ψωνίζω παπούτσια από το τσαγκάρικο της γειτονιάς μου, απ’ όπου μου ψώνιζε η μητέρα μου, όταν δεν είχαμε οικονομική άνεση. Το κάνω γιατί μου τη θυμίζει και για να μην ξεχάσω ποτέ από πού ξεκίνησα, γιατί αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το μυστικό της επιτυχίας μου».

Από τις επαφές με τον «δύσκολο» Ταγίπ Ερντογάν, τι θυμάστε;

Παρά τις διαφορές μας, είχα δημιουργήσει χημεία επικοινωνίας μαζί του. Στη Διακυβερνητική λοιπόν της Κωνσταντινούπολης, το 2013, επαίνεσε ενώπιον του Αντώνη Σαμαρά τη συμβολή μου στην αύξηση των εμπορικών συναλλαγών, από 350 εκατ., σε 5 δισ. σε συνεργασία με τον συνεργάτη του υπουργό και συντοπίτη μου, Μεμέτ Μοεζήνογλου. Όταν τη φιλοφρόνηση τη μετέφρασε ο διερμηνέας του στα ελληνικά, ο Αντ. Σαμαράς τον ρώτησε από πού είναι και πώς γνωρίζει τόσο καλά ελληνικά. Αυτός απάντησε «Από την Κομοτηνή». «Και ποιον ψηφίζετε;» συνέχισε ο Έλληνας πρωθυπουργός. «Φυσικά τον κύριο Στυλιανίδη». Αυτό έσπασε τον πάγο, αν και σε κάποιους ίσως δεν άρεσε και τόσο.

Έχοντας διατελέσει υπουργός σε κρίσιμα υπουργεία, πώς ασκούνται η πολιτική και η διοίκηση;

Η Διοίκηση δεν ασκείται από τα ρετιρέ, ούτε μέσα από τη γυάλα. Ο πολιτικός πρέπει να είναι μέσα στη ζωή, μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα. Να καταλαβαίνει, να συναισθάνεται τον άλλον, να νοιάζεται. Σε όποιο υπουργείο κι αν πήγα, πρώτα ζητούσα να δω τις καθαρίστριες και τους κλητήρες. Τους έλεγα ότι και εγώ από τη θέση τους ξεκίνησα. Τους έκανα φίλους και συνεργάτες. Ξέρετε, η εμπειρία μου σε τέσσερα μεγάλα υπουργεία μού διδάσκει ότι, αν θες να παραγάγεις αποτελέσματα, πρέπει ως υπουργός να λειτουργείς μισή ώρα κάθε πρωί και μισή κάθε βράδυ και όλη την ημέρα να παρακολουθείς τις υποθέσεις σαν κλητήρας.

Και τι διδαχτήκατε από αυτήν την πρακτική σας;

Να παραμένω άνθρωπος. Το 2012, στο υπουργείο Εσωτερικών, μια ηλικιωμένη καθαρίστρια, όταν τους μίλησα ανθρώπινα, έβαλε τα κλάματα. «Τι πάθατε;» τη ρώτησα. «Κύριε υπουργέ, με συγκινήσατε, γιατί πρώτη φορά βλέπω τέτοια αντιμετώπιση. Με αυτό το σφουγγαρόπανο έχω σπουδάσει τρία ορφανά. Σας ευχαριστώ γιατί είστε άνθρωπος…». Δεν υπήρχε για μένα μεγαλύτερος τίτλος τιμής: «Άνθρωπος».

Με αυτές τις πλούσιες εμπειρίες που αποκτήσατε, τι θα συμβουλεύατε σήμερα έναν νεότερο βουλευτή ή υπουργό της παράταξής σας;

Αυτό ακριβώς που συμβούλευσε κι εμένα ο πατέρας μου, Στυλιανός Στυλιανίδης, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Θ. Κολοκοτρώνη: «Καλοχαιρέτα τους πεζούς όταν καβαληκέψεις, για να σε χαιρετούν κι αυτοί όταν θα ξεπεζέψεις».

 

Συνέντευξη στην Άννα Καραβοκύρη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο