Η λήξη των μέτρων στήριξης προς τις επιχειρήσεις για την πανδημία σηματοδοτεί την… απελευθέρωση των επιχειρήσεων από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, με αντάλλαγμα την Επιστρεπτέα Προκαταβολή και τη μετάθεση πληρωμής οφειλών.

Οι τελευταίες περιπτώσεις προστασίας της εργασίας αφορούν όσες επιχειρήσεις έχουν εργαζομένους στον μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», ο οποίος ισχύει έως τις 31 Δεκεμβρίου και καλύπτει περίπου 30.000 εργαζομένους. Έτσι, από την 01/01/2022, η αγορά εργασίας θα είναι πλήρως απελευθερωμένη, ενώ, ήδη, χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν προχωρήσει σε απολύσεις, είτε λόγω μείωσης του προσωπικού είτε λόγω διαφοροποίησης του πλάνου τους είτε λόγω αλλαγής των αναγκών τους σε ανθρώπινο δυναμικό.

Πολλοί ανέμεναν τσουνάμι απολύσεων, ωστόσο το εξαιρετικά θετικό περιβάλλον λόγω του τουρισμού, αλλά και η δυναμική επαναλειτουργία της βιομηχανίας, της οικοδομής και των άλλων δραστηριοτήτων, συγκράτησαν τις απολύσεις. Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει το τι θα πράξουν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζομένους μέσα στο προσεχές πεντάμηνο, καθώς το εκρηκτικό κοκτέιλ του υψηλού ενεργειακού κόστους και των γενικευμένων αυξήσεων στην αγορά, σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα για τους ανεμβολίαστους, εγείρει σοβαρό προβληματισμό σχετικά με την τύχη χιλιάδων εργαζομένων έως την άνοιξη και μέχρι να ανοίξει η νέα τουριστική σεζόν.

Το καθεστώς απόλυσης

Το πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία των απολύσεων έχει αποτελέσει πολλές φορές πεδίο αντιδικίας, ανάμεσα στις… αντιμαχόμενες πλευρές.

Το πλαίσιο των απολύσεων και συνεπώς των αποζημιώσεων συμπυκνώνεται στα εξής;

1. Όταν ο εργαζόμενος αποχωρεί από την επιχείρηση με οικειοθελή αποχώρηση, δεν υπάρχει κάποια υποχρέωση για τον εργοδότη.

2. Η αποχώρηση από την εργασία λόγω συνταξιοδότησης δεν δημιουργεί κάποιες επιπλέον υποχρεώσεις για την επιχείρηση, σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλλει.

3. Όταν ο εργαζόμενος απασχολείται με σύμβαση ορισμένου χρόνου και αυτή λήγει, τότε επίσης δεν υπάρχει καμία δέσμευση από την πλευρά της επιχείρησης.

4. Στην περίπτωση της καταγγελίας με προειδοποίηση, ως χρόνος αναγγελίας λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της προειδοποίησης.

5. Ένας εργοδότης μπορεί να απολύσει εργαζόμενο αν αποδειχθεί ότι, στο πλαίσιο της «καλής πίστης», ο τελευταίος παραβίασε τις συμβατικές υποχρεώσεις του. Δηλαδή, μπορεί να αργούσε να προσέλθει στην εργασία του ή να επιδείκνυε «απροθυμία συνεργασίας». Τέτοιες πρακτικές είναι συνήθεις από πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες προκειμένου να προχωρήσουν σε απολύσεις επικαλούνται τέτοιους λόγους, οι οποίοι μπορεί να ισχύουν εν μέρει και να μη συνιστούν ουσιαστικό «σπουδαίο λόγο» για απόλυση, ή δεν ισχύουν καθόλου, με αποτέλεσμα η επιχείρηση και ο εργαζόμενος να δίνουν… ραντεβού στα δικαστήρια!

6. Η απόλυση λόγω δυσκολιών βιωσιμότητας που μπορεί να αντιμετωπίζει η επιχείρηση δεν εμπίπτει στην αιτιολογική βάση του «σπουδαίου λόγου», προκειμένου να αποφύγει την καταβολή αποζημίωσης.

7. Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου λύνονται αυτοδικαίως με τη λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου που αναγράφεται στη σχετική δήλωση. Ωστόσο, η σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί από τον εργοδότη πριν από τη λήξη της, όταν αυτός επικαλείται «σπουδαίο λόγο». Ο όρος αυτός έχει προκαλέσει μεγάλη διχογνωμία ακόμη και στους εργατολόγους, αλλά, σύμφωνα με τη νομοθεσία, ως «σπουδαίος λόγος» θεωρείται κάποιο γεγονός στη διάρκεια της σύμβασης, εξαιτίας του οποίου είναι αδύνατη η συνέχιση της σύμβασης εργασίας σύμφωνα με τους κανόνες της «καλής πίστης». Οι καταγγελίες συμβάσεων ορισμένου χρόνου που λήγουν αυτοδικαίως δεν θεωρούνται καταγγελίες.

Πώς υπολογίζεται η αποζημίωση

Εννέα «κλειδιά» διαμορφώνουν το πλαίσιο των απολύσεων και των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προκύπτουν τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τους εργοδότες.

Ειδικότερα:

1. Ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα απόλυσης ενός υπαλλήλου με έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή με προειδοποίηση.

2. Η αποζημίωση υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο τόσο για τους υπαλλήλους, όσο και για τους εργάτες.

3. Όταν η απόλυση γίνεται με προειδοποίηση, τότε ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει με έγγραφο στον μισθωτό ότι η υπάρχουσα σύμβαση εργασίας θα λυθεί μετά την πάροδο του χρόνου προειδοποίησης. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να αναφέρεται ρητά η ημερομηνία απόλυσης, δηλαδή η λήξη του χρόνου προειδοποίησης, ενώ ο εργοδότης έχει υποχρέωση, κατά την ημέρα απόλυσης, να καταβάλει το μισό ποσό που αντιστοιχεί στη νόμιμη αποζημίωση.

4. Η καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο είναι απαραίτητη προϋπόθεση νομιμότητας της απόλυσής του. Αν δεν του καταβληθεί, τότε η αποζημίωση είναι άκυρη και ο ίδιος δικαιούται να τη ζητήσει. Ωστόσο, ο απολυμένος πρέπει να διεκδικήσει το ποσό που δικαιούται εντός 6 μηνών, γιατί αλλιώς τη χάνει οριστικά.

5. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές 2 μηνών, τότε ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές 2 μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις αποδοχές 2 μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.

6. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καταβάλλεται σε δόσεις που αντιστοιχούν σε διαφορετικά φορολογικά έτη, τότε δηλώνεται τμηματικά στα φορολογικά έτη που εισπράχθηκε η κάθε δόση, αφού το δικαίωμα είσπραξης του δικαιούχου της αποζημίωσης αντιστοιχεί στον χρόνο είσπραξης της κάθε δόσης. Οι εργοδότες πρέπει να αποστείλουν ηλεκτρονικά τη βεβαίωση για το τμήμα της αποζημίωσης που πραγματικά εισπράχθηκε μέσα στο φορολογικό έτος και όχι την αποζημίωση που οφείλεται συνολικά.

7. Σε περίπτωση καταβολής της αποζημίωσης σε δόσεις, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και ανεξάρτητα από το αν αυτές αντιστοιχούν στο ίδιο ή σε διαφορετικά φορολογικά έτη, ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται επί του συνόλου της οφειλόμενης αποζημίωσης σύμφωνα με την κλίμακα. Ο φόρος αυτός επιμερίζεται ανάλογα με τα ποσά των καταβαλλόμενων δόσεων, παρακρατείται κατά την καταβολή της κάθε δόσης και αποδίδεται το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της κάθε δόσης.

8. Το πλαίσιο υπολογισμού της αποζημίωσης ισχύει για όλους τους ιδιωτικούς υπαλλήλους με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη προϋπηρεσία μεγαλύτερη από 17 χρόνια. Σε αυτούς καταβάλλεται επιπλέον αποζημίωση απόλυσης, που αντιστοιχεί στο 1/6 του ποσού που προκύπτει με βάση τα χρόνια απασχόλησης.

9. Για τον συντριπτικά μεγαλύτερο αριθμό των απολυμένων, δεν προκύπτει φορολόγηση της αποζημίωσης. Ωστόσο, όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, για τα ποσά άνω των 60.000 ευρώ (συνήθως αφορούν στελέχη επιχειρήσεων) προβλέπεται κλιμακωτή φορολόγηση με συντελεστές 10%, 20% και 30%.

Παραδείγματα

1. Έστω υπάλληλος, του οποίου η σύμβαση έληξε ακριβώς έναν χρόνο μετά την πρόσληψή του. Δεν δικαιούται αποζημίωση και δεν ισχύει σε αυτήν την περίπτωση το μέτρο της προειδοποίησης απόλυσης.

2. Έστω υπάλληλος, με προϋπηρεσία 1 έτος και 1 ημέρα με μεικτές αποδοχές 600 ευρώ. Αν απολυθεί χωρίς προειδοποίηση, θα λάβει αποζημίωση ίση με 2 μισθούς, δηλαδή 1.200 ευρώ. Αν απολυθεί με προειδοποίηση ενός μηνός, τότε θα λάβει αποζημίωση ενός μισθού, δηλαδή 600 ευρώ. Επιπλέον, θα λάβει την αναλογία των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόματος αδείας που αντιστοιχούν στον χρόνο εργασίας του.

3. Έστω υπάλληλος με 7 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη και μεικτό μισθό 1.200 ευρώ. Αν απολυθεί χωρίς προειδοποίηση, θα πρέπει να αποζημιωθεί με 4 μισθούς, δηλαδή θα πάρει 4.800 ευρώ. Αν του γίνει προειδοποίηση απόλυσης 3 μηνών, τότε θα λάβει αποζημίωση 2 μισθούς, δηλαδή 2.400 ευρώ. Σε αυτό το ποσό προστίθενται και οι αναλογίες από τα δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας.

4. Έστω υπάλληλος ή εργάτης που δουλεύει στον ίδιο εργοδότη 18 χρόνια και έχει μεικτές αποδοχές 1.500 ευρώ. Αν απολυθεί χωρίς προειδοποίηση, θα λάβει ως αποζημίωση 14 μισθούς συν το 1/6 του ποσού. Άρα θα λάβει ως βασική αποζημίωση 1.500 ευρώ x 14 μισθούς = 21.000 συν το 1/6 του ποσού, δηλαδή επιπλέον 3.500 ευρώ και συνολικά 24.500 ευρώ. Αν του γίνει προειδοποίηση 4 μήνες πριν, τότε η αποζημίωση μειώνεται στους 7 μισθούς συν το 1/6. Άρα θα λάβει 7 μισθούς x 1.500 ευρώ = 10.500 ευρώ, συν το 1/6 του συνολικού ποσού, δηλαδή επιπλέον 1.750 ευρώ. Άρα, θα λάβει συνολικά 12.250 ευρώ. Σε αυτό το ποσό προστίθενται και οι αναλογίες από τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας.

5. Έστω υπάλληλος που απολύεται χωρίς προειδοποίηση μετά από 28 χρόνια εργασίας και μεικτές μηνιαίες αποδοχές 3.000 ευρώ. Η βασική αποζημίωση που θα λάβει αντιστοιχεί σε 24 μισθούς, δηλαδή σε 72.000 ευρώ, και επιπλέον δικαιούται και το 1/6 του ποσού αυτού, δηλαδή 12.000 ευρώ. Άρα, θα λάβει συνολικά 84.000 ευρώ. Ωστόσο, επειδή οι αποζημιώσεις άνω των 60.000 ευρώ υπόκεινται σε φορολογία, τότε για τη διαφορά των 24.000 ευρώ θα του παρακρατηθεί φόρος 10%, δηλαδή 2.400 ευρώ. Άρα, το τελικό ποσό της αποζημίωσης θα διαμορφωθεί στα 81.500 ευρώ.

 

του Λουκά Γεωργιάδη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο