Μέχρι από πριν λίγες εβδομάδες, λίγοι μπορούσαν να φανταστούν ότι οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ θα προκαλούσαν… ευρύτερο ενδιαφέρον, πέραν του στενού κομματικού ακροατηρίου. Κι όμως, το κύμα συμπάθειας που γέννησαν η ασθένεια και ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά, αλλά και το ανακάτεμα της τράπουλας με τις αρκετές νέες υποψηφιότητες, προεξαρχούσης αυτής του Γιώργου Παπανδρέου, για την ηγεσία, έχουν ανοίξει μια συζήτηση για το ΚΙΝΑΛ, για το πολιτικό κέντρο και για τη δυναμική του χώρου.

Αυτή η συζήτηση δεν περνά απαρατήρητη από το Μέγαρο Μαξίμου που παρακολουθεί, βεβαίως, τις εξελίξεις. Άλλωστε, οι επόμενες εκλογές είναι πιο κοντά σε σχέση με τις προηγούμενες, μετά και τη συμπλήρωση δύο ετών από την εκλογική νίκη της ΝΔ τον Ιούλιο του 2019, και αισίως βαίνουμε στο 2022. Κανείς, όμως, από την κυβέρνηση δεν εκφέρει άποψη για τις εσωτερικές εξελίξεις του ΚΙΝΑΛ, με τη γραμμή να είναι υπέρ της αυστηρής ουδετερότητας, προκειμένου να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση.

Βεβαίως, μέσα στην εβδομάδα πολλή συζήτηση έγινε για την απόφαση του πρώην βουλευτή της ΝΔ Θανάση Γιαννόπουλου και καθηγητή στο ΕΚΠΑ να στηρίξει ονομαστικά τον συνάδελφο και φίλο του Ανδρέα Λοβέρδο, καίτοι ενεργό μέλος της ΝΔ. Αυτό, πάντως, ήταν θέμα του ίδιου του κ. Γιαννόπουλου, έλεγαν αρμόδιες πηγές, και δεν δηλοί καμία πρόθεση του Μεγάρου Μαξίμου, με το οποίο άλλωστε ο πρώην υπουργός δεν έχει και πολλές σχέσεις. Ο μετεωρισμός του, άλλωστε, είναι γνωστός, έχοντας περάσει για καιρό και από τους ΑΝΕΛ, μετά τη ρήξη του με τη ΝΔ επί Σαμαρά. Συνεπώς, η στήριξη στον κ. Λοβέρδο δεν θα μπορούσε, υπό καμία συνθήκη, να ερμηνευτεί ως «δάκτυλος» της ΝΔ.

Σενάρια και γρίφοι

Ομολογουμένως και στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί «νέφος» ως προς τις εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ. Σε παρόμοια, «νεφελώδη» κατάσταση είναι και έμπειροι δημοσκόποι, οι οποίοι βλέπουν την τριπλέτα Ανδρουλάκη, Παπανδρέου, Λοβέρδου να ξεχωρίζει, κανείς όμως δεν μπορεί να κάνει ασφαλείς προβλέψεις, για αρκετούς λόγους. Αφενός, δεν υπάρχει σταθερό δείγμα για να μετρήσει κανείς, υπό την έννοια ότι οι δημοσκόποι μπορούν να εξάγουν συμπεράσματα μεν από αυτούς που λένε ότι σίγουρα θα προσέλθουν στην κάλπη, όμως κανείς δεν ξέρει πόσοι θα είναι αυτοί. Μπορεί να είναι περισσότεροι του αναμενομένου λόγω ενδιαφέροντος, μπορεί να είναι και λιγότεροι, εν τελεί, λόγω πανδημίας. Τούτων δοθέντων και στο Μέγαρο Μαξίμου δεν μπορούν να αξιολογήσουν κάτι που δεν μπορεί να προβλεφθεί.

Αν μη τι άλλο, πάντως, τα προφίλ των τριών πρωτοπόρων επιδέχονται ερμηνειών. Ο Ανδρέας Λοβέρδος, για παράδειγμα, είναι ένας άνθρωπος που έχει συνεργαστεί καλά με αρκετά στελέχη της ΝΔ και ο ίδιος διαμηνύει ότι η ΝΔ είναι ο πολιτικός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ο «αξιακός». Σε αυτό, βεβαίως, ρόλο παίζει και η θεώρηση του κ. Λοβέρδου, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να τον εξοντώσει προσωπικά και πολιτικά μέσω της υπόθεσης Novartis. Σε κάθε περίπτωση, το προφίλ του κ. Λοβέρδου δεν είναι μακρινό από αυτό της ΝΔ επί Μητσοτάκη και, σε περίπτωση συνεργασίας σε κυβερνητικό σχήμα, δεν θα ήταν ένας άνθρωπος που η ΝΔ, σε ένα σενάριο μη αυτοδυναμίας, δεν θα μπορούσε να συζητήσει. Από την άλλη, ο κ. Λοβέρδος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «υποδοχέας» κεντροαριστερών ψηφοφόρων που το 2019 στήριξαν τη ΝΔ, λόγω δυσανεξίας στο πρόσωπο της κας Γεννήματα. Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως κάποιοι να μπορούσαν να επαναπατριστούν, αν και είναι σαφές ότι θα υπάρχουν και αντίρροπες τάσεις, με εκροές ψήφων προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο για τον Γιώργο Παπανδρέου, είναι ένα πρόσωπο που διόλου δεν… αγχώνει το Μέγαρο Μαξίμου, για μια σειρά λόγων. Αφενός, είναι ένας πρώην πρωθυπουργός, έμπειρος, νηφάλιος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άρα, εκ των πραγμάτων, ένας θεσμικός συνομιλητής. Από την άλλη, το έντονο κεντροαριστερό του προφίλ και η σύνδεσή του, στο μυαλό αρκετών κεντροαριστερών ψηφοφόρων, με ένα σενάριο προοδευτικής διακυβέρνησης που θα περιλαμβάνει και τον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις προς τη ΝΔ, αλλά και να «κόψει» από τον ΣΥΡΙΖΑ άλλοτε ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που «αυτομόλησαν» ιδίως την περίοδο του Ευάγγελου Βενιζέλου. Μια τυχόν εκλογή Παπανδρέου, δε, εξυπηρετεί το αφήγημα του κ. Μητσοτάκη περί αυτοδυναμίας σε όποια κάλπη, ακόμα και στις πρώτες εκλογές με απλή αναλογική, καθώς καμία συνεργασία δεν θεωρείται νοητή.

Ο μεγάλος άγνωστος, βεβαίως, είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης. Κανείς δεν υποτιμά τη δυναμική του, τουναντίον. Απλώς κανείς, αυτήν τη στιγμή, δεν μπορεί να εκτιμήσει το ευρύτερο αποτύπωμα που θα έχει η εκλογή ενός αμιγώς κομματικού υποψηφίου, ο οποίος όμως τα τελευταία χρόνια έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του ως ενεργότατος ευρωβουλευτής. Ο κ. Ανδρουλάκης έγινε στέλεχος πρώτης γραμμής την περίοδο Βενιζέλου, έχει επιδιώξει όμως να έχει μια ευρύτερη ρητορική και τοποθέτηση. Και αυτό τον καθιστά δύσκολα «μετρήσιμο» σε αυτήν τη φάση.

Όσο για τους άλλους τρεις υποψηφίους που συμπληρώνουν την κούρσα, τον Χάρη Καστανίδη, τον Παύλο Γερουλάνο και τον Παύλο Χρηστίδη, το ερώτημα δεν είναι αν θα συγκεντρώσουν αθροιστικά ένα ποσοστό άνω του 15% στον πρώτο γύρο, όσο το πού θα το κατευθύνουν στον δεύτερο.

του Γιώργου Ευγενίδη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο