Διαφορετικές εκτιμήσεις και αναλύσεις μιλούν για το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας και την αντιμετώπισή του. Απ’ την άλλη, η Κομισιόν θεωρεί ότι οι ενεργειακές κοινότητες (ΕΚΟΙΝ) στην Ευρώπη μπορούν συμβάλουν στην αναχαίτιση του φαινομένου και στη μείωση των ανισοτήτων που επικρατούν στη Γηραιά Ήπειρο, όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2021, περισσότερα από τριάντα εκατομμύρια άτομα ζουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας. Το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπολόγισε ότι το 2019 περίπου 50 εκατομμύρια βρίσκονταν υπό συνθήκες ενεργειακής φτώχειας – σχεδόν 20 εκατομμύρια περισσότεροι από τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΕ. Ο αριθμοί αυτοί ενδέχεται να αυξηθούν, αν παραταθεί επί μακρόν η ενεργειακή κρίση.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι οι ενεργειακές κοινότητες έχουν πολλαπλό ρόλο: Μπορούν να προωθήσουν την κοινωνική αλληλεγγύη και την καινοτομία στον ενεργειακό τομέα, την παραγωγή, την αποθήκευση, την ιδιοκατανάλωση, τη διανομή και την παροχή ενέργειας καθώς και τη βελτίωση της τοπικής αποδοχής του ΑΠΕ και της αποτελεσματικότητας στην τελική χρήση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Οι ανάγκες όμως διαφέρουν από περιφέρεια σε περιφέρεια και από τόπο σε τόπο. Το Green Tank (ελληνική δεξαμενή πράσινης σκέψης) έκανε μία ανασκόπηση των εξελίξεων για τις «ενεργειακές κοινότητες στις λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας, όπου η πρόκληση της (δίκαιης) μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή είναι μεγαλύτερη και πιο επείγουσα».

Σήμερα στην ΕΕ (στοιχεία του 2019) «έχουν καταγράφει 24 τύποι ενεργειακών σχημάτων που θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν ως ενεργειακές κοινότητες (περίπου 3.500 συνεταιρισμοί Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας). Στη χώρα μας υπάρχουν 1.036 ενεργειακές κοινότητες, εκ των οποίων οι 194 βρίσκονται στις λιγνιτικές περιοχές».

Στην ανάλυση της «ελληνικής δεξαμενής» δεν ακολουθείται αμιγώς η κατηγοριοποίηση των ενεργειακών κοινοτήτων σε κερδοσκοπικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, βάσει της ιδρυτικής νομοθεσίας του 2018, αλλά η ομαδοποίησή τους σε κοινωφελούς σκοπού και κερδοσκοπικού χαρακτήρα: Οι ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς χαρακτήρα αξιοποιούν συνήθως τον ενεργειακό συμψηφισμό για την κάλυψη ιδίων ενεργειακών αναγκών. Αντίθετα, οι ενεργειακές κοινότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα αποτελούν επιχειρηματική δραστηριότητα που ενισχύει την ανάπτυξη των ΑΠΕ και αποδίδει στους συμμετέχοντες τα οικονομικά οφέλη από την πώληση της παραγόμενης ενέργειας στην αγορά.

«Παρατράγουδα αγοράς»

Η ευρύτητα του πλαισίου που παρείχε ο ιδρυτικός νόμος των ενεργειακών κοινοτήτων διευκόλυνε σημαντικά την ανάπτυξη των ΕΚΟΙΝ. Ωστόσο «αναδύθηκαν και προβλήματα, τα οποία οδήγησαν στην εκμετάλλευση του ευνοϊκού πλαισίου που διαμορφώθηκε για τις ενεργειακές κοινότητες δημιουργώντας στρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα: απόπειρα εταιρειών ΑΠΕ να εκμεταλλευτούν το νομικό πλαίσιο των ενεργειακών κοινοτήτων, προκειμένου να παρακάμψουν τον ανταγωνισμό και να αποκτήσουν τις διευκολύνσεις στην αδειοδοτική διαδικασία και τις υψηλές εγγυημένες τιμές που προσφέρονται στις ενεργειακές κοινότητες. Ειδικότερα, η δυνατότητα των ενεργειακών κοινοτήτων να υλοποιούν μικρά έργα ΑΠΕ έως 18 ΜW απολαμβάνοντας μειωμένες εγγυήσεις, μη απαίτηση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, προτεραιότητα στην εξέταση των αιτημάτων σύνδεσή τους έναντι άλλων και υψηλές τιμές λειτουργικής ενίσχυσης ώθησε αρκετές ενεργειακές εταιρείες να επιλέξουν τη νομική μορφή της ενεργειακής κοινότητας για να προωθήσουν τα έργα τους. Απόρροια αυτού όταν η απορρύθμιση της λειτουργίας της αγοράς ενέργειας, ενώ παράλληλα ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων άρχισε να δυσφημίζεται».

Στη συνέχεια, το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος προώθησε μια σειρά νομοθετικών αλλαγών, οι περισσότερες εκ των οποίων αφορούν μεταξύ άλλων: «τη συμμετοχή των ενεργειακών κοινοτήτων στις ανταγωνιστικές διαδικασίες που προβλέφθηκαν με τον Ν. 4821/202126, με τον οποίο επιδιώχθηκε η ενίσχυση των μικρών παραγωγών ΑΠΕ, εξαιρώντας τους από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες. Ο νέος νόμος προέβλεψε την εξαίρεση των φωτοβολταϊκών σταθμών μικρής ισχύος από ανταγωνιστικές διαδικασίες, παρέχοντας τη δυνατότητα σε φυσικά νομικά πρόσωπα να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά μέχρι 500 KW εκτός διαγωνιστικών διαδικασιών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διαθέτουν ήδη δύο έργα τέτοιας τεχνολογίας εκτός διαγωνισμών».

Αριθμοί ΕΚΟΙΝ

«Από το 2018 μέχρι σήμερα έχουν ιδρυθεί 1.036 ενεργειακές κοινότητες στη χώρα, εκ των οποίων οι 194 βρίσκονται στις λιγνιτικές περιοχές (19%). Η πλειονότητα των 176 ενεργειακών κοινοτήτων στη Δυτική Μακεδονία έχει συσταθεί στις αμιγώς λιγνιτικές περιοχές, δηλαδή τη Φλώρινα και την Κοζάνη. Στην Περιφερειακή Ενότητα Αρκαδίας, οι περισσότερες από τις 18 ενεργειακές κοινότητες, που έχουν ιδρυθεί, βρίσκονται στην πρωτεύουσα της, την Τρίπολη, και όχι στη λιγνιτική Μεγαλόπολη».

Το Green Tank, επικαλούμενο στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) και του ΔΕΔΔΗΕ (Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ), αναφέρει ότι «ο χαρακτήρας της μεγάλης πλειονότητας των ενεργειακών κοινοτήτων είναι κερδοσκοπικός. Μόνο 12 ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς σκοπού υφίστανται στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας σε σύνολο 176 (6,8%), ενώ μόνο μία στην Αρκαδία. Η αξιοποίηση του ενεργειακού συμψηφισμού από τις ενεργειακές κοινότητες μη κερδοσκοπικού σκοπού βρίσκεται ακόμα σε πρωτόλειο στάδιο. Στη Δυτική Μακεδονία, από τις 176 ενεργειακές κοινότητες, μόνο οι τρεις εκτελούν έργα εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, ενώ στη Μεγαλόπολη καμία».

Αξιοσημείωτες είναι «οι προσπάθειες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να συμμετάσχει στον ενεργειακό μετασχηματισμό των λιγνιτικών περιοχών μέσω δημιουργίας ενεργειακών κοινοτήτων κοινωφελούς σκοπού: Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, η Περιφέρεια Πελοποννήσου και οι Δήμοι (Κοζάνη, Φλώρινα-Πρέσπα) έχουν ήδη ιδρύσει ενεργειακές κοινότητες».

Εγκατεστημένη ισχύς

Στη Δυτική Μακεδονία, «η εγκατεστημένη ισχύς των έργων ΑΠΕ των ενεργειακών κοινοτήτων ανέρχεται στα 24,6 MW, αποτελώντας το 10,1% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος έργων ΑΠΕ στη χαμηλή και μέση τάση στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας».

Τα εκκρεμή αιτήματα διασύνδεσης έργων ενεργειακών κοινοτήτων αποτελούν το 31,1% της συνολικής ισχύος των αιτημάτων από έργα ΑΠΕ στη χαμηλή και μέση τάση στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο της χώρας είναι 20,5%.

Πιο αργή είναι η πρόοδος στην Αρκαδία, όπου υπάρχει 1.3 MW ήδη εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ από τρεις ενεργειακές κοινότητες, το οποίο αποτελεί μόλις το 0,9% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύς έργων ΑΠΕ στην Περιφερειακή Ενότητα Αρκαδίας, ενώ στη Μεγαλόπολη δεν υπάρχει κανένα ολοκληρωμένο έργο ΑΠΕ ενεργειακής κοινότητας. Όμως το ενδιαφέρον φαίνεται αυξημένο, καθώς τα εκκρεμή αιτήματα σύνδεσης έργων από ενεργειακές κοινότητες στην περιοχή της Μεγαλόπολης (6MW) αποτελούν το 63,7% της συνολικής ισχύος εκκρεμών αιτημάτων από έργα ΑΠΕ στη χαμηλή και μέση τάση στην περιοχή της Μεγαλόπολης.

Προϋπόθεση για την αξιοποίηση του εργαλείου των ενεργειακών κοινοτήτων είναι να δοθούν λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα, τονίζει η συνεργάτιδα πολιτικής του GreenTank Ιωάννα Θεοδοσίου: Προβλήματα όπως είναι η αποδέσμευση των υφιστάμενων πόρων για την οικονομική στήριξη ενεργειακών κοινοτήτων κοινωφελούς σκοπού, ο κορεσμός των δικτύων, η θεσμική προστασία των ενεργειακών κοινοτήτων από αθέμιτο ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας και ένα σύγχρονο, σταθερό και ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξή τους.

Συνεργατική μορφή

Ως μια διαφορετική συνεργατική μορφή, πέραν των ενεργειακών κοινοτήτων που δραστηριοποιείται στην αγορά (στοιχεία ΔΕΔΔΗΕ), «αναδεικνύεται η δυναμική που έχουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί στον τομέα της αγοράς ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η εγκατεστημένη ισχύς των έργων των αγροτικών συνεταιρισμών είναι 1.01 MW και αφορά σε 12 έργα, ενώ έχουν αιτηθεί ακόμα 14.96 MW ανά την επικράτεια. Στις λιγνιτικές περιοχές, μόνο μία συνεταιριστική οργάνωση δραστηριοποιείται στην αγορά των ΑΠΕ».

 

του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο