Οι εργασίες της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μελών της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) ολοκληρώθηκαν με την έντονη παρουσία πολιτικών προσώπων.
Ειδικότερα, στην γενική συνέλευση, η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Εφετείου Αθηνών, παραβρέθηκαν από πολιτικής πλευράς και χαιρέτησαν ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνος Τσιάρας, ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουστούμπας, ο αντιπρόεδρος της Βουλής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Χαράλαμπος Αθανασίου, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, ο διευθυντής της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΙΝΑΛ, Δημήτρης Μάντζος και το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25, Ελένη Δεληγιάννη.
Παράλληλα, χαιρέτησαν η πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Μαρία Γεωργίου και Βασίλης Πλιώτας, αντίστοιχα, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δημήτριος Σκαλτσούνης, ο πρόεδρος του  Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιωάννης Σαρμάς, η πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ευγενία  Βελόνη, ο περιφερειάρχης Αττικής, Γιώργος Πατούλης, ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών (εκ μέρους όλων των δικαστικών Ενώσεων), Παναγιώτης Δανιάς, ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, Σωτήριος Κύρκος, ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Βερβεσός και ο πρόεδρος της ΟΔΥΕ, Γεώργιος Διαμαντής.
Αναλυτικότερα, ο πρόεδρος της ΕΔΕ, Χριστόφορος Σεβαστίδης αναφέρθηκε τόσο στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Παναγιώτη Πικραμμένο, όσο και στον υπουργό Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Τσιάρα. Οι αναφορές ως προς τον κ. Πικραμμένο αφορούσαν την πρότασή του για έναν «Δικαστικό Καλλικράτη» και για τις καθυστερήσεις που ανέφερε στην απονομή της Δικαιοσύνης, επικρίνοντας τους δικαστές ότι «δεν ενστερνίζονται το πρόβλημα» και «έχουν νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου». Ακόμη, ο πρόεδρος της ΕΔΕ επέκρινε τον κ. Τσιάρα για τον αποκλεισμό – όπως τον χαρακτήρισε – των δικαστικών Ενώσεων από τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ειδικά αυτή του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, κάτι που οδήγησε την ΕΔΕ να καταφύγει στην Ευρωπαϊκή Δικαστική Ένωση για το εν λόγω θέμα.
Παράλληλα, ο κ. Σεβαστίδης επανέλαβε τις αντιρρήσεις του επί της έκθεσης Πισσαρίδη, λέγοντας ότι η πρόταση αυτή πέραν των άλλων «ονειρεύεται δικαστές-Manager», ενώ τόνισε ότι «οφείλουμε μια απάντηση σε φορείς και σωματεία οι οποίοι ξεπέρασαν τον ρόλο τους και ανέλαβαν καθήκοντα Ρωμαίου κήνσορα ελέγχοντας δικαστές και εισαγγελείς για την συμπεριφορά τους και κρίνοντας οι ίδιοι το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων» και κλείνοντας την αναφορά αυτή, κατέληξε: «Είναι βαθιά νυχτωμένοι». Ακόμη, ο κ. Σεβαστίδης αναφέρθηκε στη μη απαλλαγή των δικαστών από την εισφορά αλληλεγγύης, στην εφαρμογή της πιλοτικής δίκης στα Πολιτικά δικαστήρια και στην πρόσφατη απόφαση του Μισθοδικείου για τις συντάξεις των απομάχων δικαστικών λειτουργών.
Ο κ. Τσιάρας επισήμανε ότι σε όλες τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές του Υπουργείου Δικαιοσύνης συμμετείχαν δικαστές και εισαγγελείς οι οποίοι είναι μέλη της ΕΔΕ και προσέθεσε: «Θα επιδιώξουμε τη συνεργασία και συνεννόηση, τόσο με την ηγεσία της Δικαιοσύνης, όσο και με τις δικαστικές Ενώσεις για την κατάρτιση του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών». Την ίδια στιγμή, ο κ. Τσιάρας εξήγγειλε ότι:
«- Θα σχεδιάσουμε από κοινού ένα νέο, λειτουργικό και δίκαιο πλαίσιο αξιολόγησης και πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών.
– Θα ικανοποιηθεί, άμεσα, ένα πάγιο αίτημα, αυτό της σύστασης της Δικαστικής Αστυνομίας και
– Θα συσταθεί η Εθνική Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων, στο πρότυπο της Εθνικής Σχολής Δικαστών».
Τέλος, ο κ. Τσιάρας ανέφερε: «Η Δικαιοσύνη αλλάζει. Και φορείς των μεγάλων αλλαγών είμαστε όλοι εμείς. Είμαστε όλοι μαζί. Πολιτική ηγεσία, ηγεσία της Δικαιοσύνης, δικαστικές Ενώσεις και δικαστικοί λειτουργοί όλων των κλάδων και όλων των βαθμών».
Από την πλευρά του ο κ. Κουτσούμπας, μεταξύ των άλλων, ανέφερε ότι οι νομοθετικές αλλαγές που γίνονται είναι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διευκόλυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ακόμη, ανέφερε ότι η νομοθέτηση γίνεται μη φιλική προς τα λαϊκά στρώματα και επιχειρείται η χειραγώγηση των δικαστών.
Ο κ. Καλογήρου τάχθηκε με τις θέσεις της ΕΔΕ ως προς τον αποκλεισμό – όπως υποστηρίζει η Ένωση – των δικαστικών Ενώσεων από τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, αντιτάχθηκε στην ευκαιριακή νομοθέτηση λόγω της επικαιρότητας και επισήμανε ότι «φυσικά ο χρόνος έκδοσης των αποφάσεων πρέπει να είναι εύλογος».
Ο κ. Μάντζος ανέφερε ότι δεν είναι η Δικαιοσύνη  χώρος για αντιπαραθέσεις και πρέπει να υπάρξει συνεργασία μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και των δικαστικών Ενώσεων.
Ο κ. Αθανασίου ανέφερε ότι θεσμικά να ζητηθεί το θέμα της επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης και να συμμετέχουν όλοι οι φορείς και προσέθεσε ότι έχει θέσει το θέμα αυτό στη Βουλή. Επίσης, τόνισε ότι η ανεξαρτησία του έλληνα δικαστή είναι ζηλευτή.
Η κυρία Γεωργίου ανέφερε ότι σε όλες τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές του Υπουργείου Δικαιοσύνης συμμετέχουν συνάδελφοι δικαστές και τόνισε ότι οι δικαστές πρέπει να έχουν ικανότητα διαχείρισης μεταξύ της οικογένειας τους και της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, με σημαία την απονομή της Δικαιοσύνης.
Ο κ. Πλιώτας ανέφερε ότι η πλειοψηφία των δικαστών αναλώνει τις δυνάμεις της για την απονομή του δικαίου και ανέφερε ότι οι ελάχιστες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης επιβεβαιώνουν τον κανόνα και υπόκεινται σε έλεγχο οι καθυστερούντες. Κλείνοντας, ο κ. Πλιώτας, σημείωσε ότι η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο του πολίτη και εγγύηση της ατομικής ελευθερίας του.
Ο κ. Σκαλτσούνης ανέφερε ότι υπάρχουν καθυστερήσεις που υπερβαίνουν τον εύλογο χρόνο και στις ελάχιστες ατπές περιπτώσεις κατά τις οποίες δικαστές αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα τους, τηρείται η Συνταγματική διαδικασία.
Τέλος, ο κ. Βερβεσός, αφού αρχικά επισήμανε ότι τα δύο τελευταία χρόνια ο ΔΣΑ δεν καλείται στις γενικές συνελεύσεις της ΕΔΕ, χαρακτήρισε θλιβερή την στάση των δικαστικών Ενώσεων κατά την διάρκεια της πανδημίας.
Επίσης, ανέφερε ο κ. Βερβεσός ότι γίνονται προσδιορισμοί με καθυστερήσεις, όπως και ότι  γίνονται και μεταχρεώσεις υποθέσεων-δικογραφιών σε άλλους δικαστές για τους γνωστούς λόγους. Πρότεινε τέλος να γίνει αλλαγή του τρόπου επιθεώρησης των δικαστών και να συνταχθεί Κώδικας Δεοντολογίας όλων  των παραγόντων της Δικαιοσύνης.