Ο Όμιλος ΕΛΠΕ χαράσσει τη δική του στρατηγική για τον μετασχηματισμό των βασικών του δραστηριοτήτων και για την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων σε βιώσιμους κλάδους, με στόχο να μειώσει το ανθρακικό του αποτύπωμα κατά 50% μέχρι το 2030, είπε η Λιάνα Γούτα, διευθύντρια ενεργειακής πολιτικής και διεθνών σχέσεων του ομίλου, στο 25ο εθνικό διήμερο Συνέδριο (1-2 Δεκεμβρίου) «Ενέργεια και Ανάπτυξη 2021» του ΙΕΝΕ – Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Λίγες ημέρες μετά, στις 10 του τρέχοντος μηνός, η Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ ανακοίνωνε στην έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της τη διάσπαση της εταιρείας με απόσχιση του κλάδου διύλισης, εφοδιασμού και πωλήσεων πετρελαιοειδών και πετροχημικών, με σύσταση νέας εταιρείας. Μια 100% θυγατρική που θα διατηρήσει τον ρόλο της εισηγμένης της μητρικής holding, με επωνυμία την Ελληνικά Πετρέλαια Ανώνυμη Εταιρεία Διύλισης Εφοδιασμού και Πωλήσεων Πετρελαιοειδών και Πετροχημικών, με διακριτικό τίτλο Ελληνικά Πετρέλαια ΔΕΠΠΠ ΑΕ. Η Ελληνικά Πετρέλαια μετασχηματίζεται σε εταιρεία συμμετοχών που θα παραμείνει εισηγμένη στο Χρηματιστήριο και θα αλλάξει όνομα και εταιρική ταυτότητα.

Ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου, Ανδρέας Σιάμισιης, κατά τη διάρκεια της συνέλευσης μίλησε για την ανάγκη αλλαγής στρατηγικής με κατεύθυνση τη βελτιστοποίηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος: Για πρώτη φορά από την ίδρυση του ομίλου, βάλαμε το ESG (Environmental, Social and Corporate Governance – Περιβαλλοντική, Κοινωνική και Εταιρική Διακυβέρνηση) ως στρατηγικό στόχο και τις εκπομπές σαν έναν δείκτη που θα μετρά αυτές τις επιδόσεις. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να αλλάξουμε τη στρατηγική μας. Στο πλαίσιο αυτό, βλέπουμε την κατανομή κεφαλαίων προς νέες δραστηριότητες αλλά και την αποεπένδυση από μη συμβατές δραστηριότητες. Σε έναν επενδυτικό προϋπολογισμό ύψους 3,5-4 δισ. ευρώ, για τα επόμενα 5 με 10 χρόνια, στόχος είναι πάνω από το 50% να επενδυθεί στη νέα ενέργεια και σε κλάδους με χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Οι υπόλοιπες επενδύσεις θα κατευθυνθούν για τη διατήρηση της παραδοσιακής δραστηριότητας και τη βελτιστοποίηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος αυτής. Μέχρι τέλος του χρόνου, θα έχει ολοκληρωθεί και τεθεί σε λειτουργία χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ ισχύος 300 MW. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου, τα ΕΛΠΕ έχουν το 1,5 GW.

Καύσιμα του μέλλοντος

Στην εκτενή ομιλία της στο Συνέδριο του ΙΕΝΕ, η Λιάνα Γούτα διευθύντρια ενεργειακής πολιτικής των ΕΛΠΕ, επικεντρώθηκε στα πράσινα καύσιμα του μέλλοντος με ορίζοντα το 2050, με την επισήμανση «η ανάγκη και η ευκαιρία»: «Διανύουμε μία περίοδο θεσμικών αλλαγών της Ενεργειακής και Κλιματικής Πολιτικής της ΕΕ, δίχως προηγούμενο, σε ό,τι αφορά το εύρος των αλλαγών σε όλους τους τομείς της οικονομίας, το ύψος των φιλοδοξιών, αλλά και την ταχύτητα των αλλαγών.

O κλάδος της διύλισης και των υγρών καυσίμων, παράλληλα με αυτές τις αλλαγές πολιτικής και νομοθεσίας, αντιμετωπίζει ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ισχυρά ανταγωνιστικό διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον, νέες απαιτήσεις των επενδυτών, αλλά και αλλαγές στις επιλογές του καταναλωτή.

Σε αυτά, προστέθηκε και η κρίση της πανδημίας, στην οποία ο κλάδος ανταποκρίθηκε με επάρκεια, και η οποία όπως φαίνεται επιτάχυνε τις εξελίξεις μετασχηματισμού του κλάδου, ο οποίος είχε αρχίσει πριν από την πανδημία».

Το πακέτο «Fit For 55» (σ.σ. το «55» αναφέρεται στον στόχο μείωσης των καθαρών εκπομπών κατά 55% έως το 2030) ήρθε να αναθεωρήσει τους ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους του 2030, οι οποίοι συμφωνήθηκαν το 2018. Μόλις ένα χρόνο μετά, το 2019, η ανακοίνωση του Green Deal για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 έδειξε ότι όλη η νομοθεσία για το 2030 έπρεπε να αναθεωρηθεί προς το πιο φιλόδοξο. Δεκατέσσερα βασικά κείμενα ανακοινώθηκαν το καλοκαίρι, αναμένονται τα επόμενα, και όλα αναμένεται να συμφωνηθούν και να ισχύσουν από το 2023, οπότε η βιομηχανία θα πρέπει να υλοποιήσει τους στόχους στα επόμενα 6-7 χρόνια. Αλλά μέχρι το 2023, το τοπίο παραμένει αβέβαιο, για κλάδους που λόγω της έντασης κεφαλαίου οφείλουν να λειτουργούν και να σχεδιάζουν με πλάνα 5ετίας, 10ετίας κ.λπ.».

Απαγόρευση πετρελαίου

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και τα ενεργειακά χαρακτηριστικά της χώρας, και ειδικά ως προς τα υγρά καύσιμα, η κα Γούτα υπενθύμισε ότι «η Ελλάδα έχει έναν από τους πιο παλιούς στόλους οχημάτων, ενώ, από την άλλη, διαθέτει τη μεγαλύτερη ναυτιλία στον κόσμο και έναν σημαντικό αεροπορικό κλάδο που στηρίζει τον τουρισμό της χώρας.

Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2019, έθεσε φιλόδοξους στόχους. Ωστόσο και αυτό αναθεωρείται με βάση τον Κλιματικό Νόμο, που ανακοινώθηκε προσφάτως, και θέτει νέους στόχους πιο φιλόδοξους και από αυτούς της ΕΕ, όπως την απαγόρευση των οχημάτων εσωτερικής καύσης το 2030 στην Ελλάδα, πιο νωρίς από τον στόχο της Επιτροπής για το 2035, αλλά και την απαγόρευση του πετρελαίου θέρμανσης το 2030. Ένα από τα καλά νέα, σε σχέση με την προηγούμενη νομοθεσία, είναι ότι αναγνωρίζει τον ρόλο των υγρών καυσίμων στους δύσκολους τομείς, αεροπορία, ναυτιλία, βαριές οδικές μεταφορές, και πλέον θέτει σημαντικούς στόχους για την ανάπτυξη καυσίμων σε κλίμακα μέχρι το 2050, πχ στην αεροπορία, καθώς και στόχους μείωσης εκπομπών στη ναυτιλία, όπου επίσης θα χρειαστούν τα ανανεώσιμα καύσιμα. Ωστόσο, πέρα από τον φιλόδοξο στόχο της ΕΕ για 30 εκατ. ηλεκτρικά οχήματα και 80.000 φορτηγά στις οδικές μεταφορές έως το 2030, το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για τις εκπομπές του συνόλου των 1,4 δισ. οχημάτων παγκοσμίως, των 27.000 αεροσκαφών σε πτήση και των 90.000 πλοίων στις θάλασσες σήμερα; Γιατί ακόμα και στις οδικές μεταφορές, παρά τη γρήγορη διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων, το 2030 τα περισσότερα οχήματα παγκοσμίως θα συνεχίσουν να είναι με κινητήρα εσωτερικής καύσης».

Βιομηχανία διύλισης

Απάντηση και λύση σε αυτό το ερώτημα, πρόσθεσε η διευθύντρια ενεργειακής πολιτικής των ΕΛΠΕ, μπορεί να δώσει η ανάπτυξη των ανανεώσιμων καυσίμων σε κλίμακα, μειώνοντας τις εκπομπές σε όλους τους τομείς των μεταφορών με τους υπάρχοντες στόλους και με τις σημερινές υποδομές! Εξάλλου, ο στόχος όλων των πολιτικών είναι η μείωση των εκπομπών και γι’ αυτό βασική επιδίωξη πρέπει να είναι η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων και όχι η επιβολή ή η απαγόρευση συγκεκριμένων τεχνολογιών.

Και πρέπει επίσης να αναγνωρισθεί ο ρόλος των υγρών καυσίμων, καθώς ένα αυτοκίνητο που θα χρησιμοποιεί ανανεώσιμα υγρά καύσιμα είναι κλιματικά ουδέτερο, κάτι που δεν αναγνωρίζει σήμερα ο κανονισμός εκπομπών των οχημάτων ούτε προβλέπεται κάτι τέτοιο στο «Fit For 55». Τα ανανεώσιμα καύσιμα λοιπόν, πέραν των σημαντικών πλεονεκτημάτων των υγρών καυσίμων ως προς τη μεταφορά, την αποθήκευση και τη διακίνησή τους, θα μπορούσαν να συμβάλουν μεμιάς στην απανθρακοποίηση όλων των μεταφορών, με τις υπάρχουσες υποδομές. Παράλληλα, η ανάπτυξή τους σε κλίμακα θα έδινε λύσεις και για την απανθρακοποίηση κρίσιμων βιομηχανικών κλάδων, όπως η χημική βιομηχανία.

Η βιομηχανία διύλισης προχωράει τη στρατηγική του μετασχηματισμού της και καθημερινά ανακοινώνονται νέα έργα ενεργειακής μετάβασης σε όλη την Ευρώπη. Προϋπόθεση είναι να δρομολογηθούν και οι κατάλληλες επενδύσεις, που υπολογίζονται στα 400-650 δισ. ευρώ μέχρι το 2050 και, βεβαίως, να υπάρξει πολιτική δέσμευση και το κατάλληλη θεσμικό πλαίσιο, βασισμένο στην τεχνολογική ουδετερότητα.

Ο Όμιλος ΕΛΠΕ χαράσσει τη δική του στρατηγική για τον μετασχηματισμό των βασικών του δραστηριοτήτων και για την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων σε βιώσιμους κλάδους, με στόχο να μειώσει το ανθρακικό του αποτύπωμα κατά 50% μέχρι το 2030.

 

του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο