Πέραν της πανδημίας, που έτσι κι αλλιώς στην πραγματικότητα καθορίζει τις επιλογές της κυβέρνησης, εκείνο που απασχολεί τους επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου είναι οι εξελίξεις στην οικονομία. Μπορεί οι γενικοί δείκτες να μοιάζουν εξαιρετικοί και να προμηνύουν μια αναπτυξιακή δυναμική για το τρέχον έτος, αλλά είναι προφανές ότι αυτό δεν αρκεί. Για να μπορεί κανείς να σχεδιάζει την πολιτική του, ασφαλώς και πρέπει πρωτίστως να γνωρίζει πώς θα κινηθούν τα βασικά μεγέθη της οικονομίας, αλλά και να εκτιμά τις συνέπειες από αστάθμητους παράγοντες, ώστε να μη βρεθεί προ εκπλήξεων.

Για παράδειγμα, ουδείς είχε αξιολογήσει πριν από λίγους μήνες την ένταση της ενεργειακής κρίσης που έφερε τα πάνω κάτω διεθνώς, επηρεάζοντας καθοριστικά και τη χώρα μας. Δεν είναι μόνον οι έκτακτες δαπάνες που αναγκάστηκε να προβλέψει η κυβέρνηση για να στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις λόγω της έκρηξης των τιμών στο ρεύμα και το φυσικό αέριο, όσο κυρίως οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες στην οικονομία. Αν η ομαλότητα στις τιμές δεν επανέλθει μέσα στο πρώτο τρίμηνο του έτους, η κατάσταση μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Η απειλή ενός πληθωριστικού κύματος τρομάζει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά όλη την Ευρώπη, με μία διαφορά.

Σε ώριμες αγορές, που οι ελεγκτικοί μηχανισμοί λειτουργούν παραδοσιακά καλύτερα, έπειτα από μια έξαρση λόγω συγκυρίας, η κανονικότητα αποκαθίσταται με γρήγορους ρυθμούς. Στα δικά μας, που ο κάθε κατεργάρης περιμένει την ευκαιρία για να κερδοσκοπήσει, θέλει μεγάλη προσοχή στον έλεγχο της κατάστασης πριν ξεφύγει.

Οι μηχανισμοί ελέγχου της αγοράς οφείλουν να κινητοποιηθούν πριν εδραιωθεί μια αντίληψη γενικευμένων ανατιμητικών προσδοκιών, που θα διαλύσουν τους προϋπολογισμούς μισθωτών – συνταξιούχων και γενικώς των χαμηλών εισοδημάτων.

Η πορεία τους επόμενους λίγους μήνες σε αυτό το μέτωπο είναι καθοριστική για την ποιότητα της ζωής όλων μας και φυσικά θα προσδιορίσει σε κάποιον βαθμό και τις πολιτικές εξελίξεις.

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο