Τι δείχνουν τα σενάρια, ποιος κερδίζει από την απλή αναλογική και τι φέρνει η επόμενη μέρα

Το 2022 μπορεί να μην είναι εκλογικό έτος, κατά πώς βεβαιώνει και ο πρωθυπουργός, σίγουρα όμως είναι προπαρασκευαστικό των εκλογών που, σύμφωνα με το Σύνταγμα, θα διεξαχθούν το αργότερο στα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2023.

Όλες δε οι πολιτικές δυνάμεις, κυβερνητικές και αντιπολιτευόμενες, μιλούν πλέον για το άνοιγμα του εκλογικού κύκλου και βεβαίως άρχισαν να τίθενται τα διλήμματα και να αναπτύσσονται τα ανάλογα σενάρια. Όχι μόνο για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, αλλά και για το ενδεχόμενο μη σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Τα διλήμματα των επόμενων εθνικών εκλογών που θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής έχουν ήδη τεθεί από τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με σαφή μάλιστα τρόπο: αυτοδυναμία ή νέες εκλογές είναι το «σήμα» που εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «προοδευτική διακυβέρνηση» ή «εκλογικές περιπέτειες» είναι το «μήνυμα» του Αλέξη Τσίπρα. Στην περίπτωση «αυτοδυναμία ή δεύτερες εκλογές» (θα διεξαχθούν με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής επαναφέροντας το μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα), το σενάριο μοιάζει μάλλον μονόδρομος για διπλές εκλογές, καθώς η επίτευξη αυτοδυναμίας με το σύστημα της απλής αναλογικής φαντάζει δύσκολο. Στην περίπτωση «προοδευτική διακυβέρνηση» ή κυβέρνηση συνεργασίας, τα σενάρια είναι περισσότερα και περιπλέκονται αρκετά, στον βαθμό που απαιτείται η στήριξη ή έστω η ανοχή κάποιων κομμάτων ως έσχατη, αλλά μάλλον δυσχερής λύση, σύμφωνα με όσα αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις.

Ο «εφιάλτης» του 3%

Καθοριστικός παράγοντας παραμένει και με την απλή αναλογική το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα που δεν θα περάσουν το κατώφλι του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή. Στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, το αθροιστικό ποσοστό τους ήταν 8,07% και η ΝΔ κατέκτησε την αυτοδυναμία με ποσοστό 39,85%. Με το ίδιο ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, η ΝΔ θα χρειαζόταν σε εκλογές με απλή αναλογική ποσοστό 46,27% (!) για να κατακτήσει την αυτοδυναμία. Το συμπέρασμα είναι ότι με την απλή αναλογική δεν θα έχουμε αυτοδυναμία, όποιο και να είναι το πρώτο κόμμα. Γι’ αυτό και ο Μητσοτάκης επιδιώκει χωρίς περιστροφές «να τελειώνει» με την απλή αναλογική και να πάει σε δεύτερες εκλογές, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο διασφαλίζοντας «συνθήκες κυβερνησιμότητας και όχι ακυβερνησίας».

Και με μία ψήφο διαφορά

Από την πλευρά του, ο Τσίπρας βλέπει ως μοναδική ευκαιρία τη μη επίτευξη αυτοδυναμίας, ώστε να προκύψει μια «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας», δηλώνοντας ότι ακόμα και με μία ψήφο διαφορά να βρεθεί πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, θα λάβει τη διερευνητική εντολή και θα επιδιώξει την κυβερνητική σύμπραξη με τα προοδευτικά και αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης. Το «προσκλητήριο» απευθύνεται στο ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Μάλιστα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιδιώκοντας να «εκβιάσει» τους πιθανούς «εκλογικούς συνεταίρους», έσπευσε να διαμηνύσει ότι «κανένας δεν θα τολμήσει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη που θα του αναλογεί, ανάλογα με το αποτέλεσμα, να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογικές περιπέτειες και να δώσει σανίδα σωτηρίας στον κ. Μητσοτάκη». Το σενάριο δε που συζητείται επίσης στον ΣΥΡΙΖΑ είναι: συμμετοχή, στήριξη ή ανοχή σε μια κυβέρνηση «προοδευτικής συνεργασίας».

Διερευνητικές εντολές

Το Σύνταγμα προβλέπει, στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας, διερευνητικές εντολές στα πρώτα τρία σε εκλογική δύναμη κόμματα για σχηματισμό κυβέρνησης. Για να τελεσφορήσει μια διερευνητική εντολή, θα πρέπει να προκύπτει από τις διαβουλεύσεις με τα άλλα κόμματα είτε πλειοψηφία 151 ψήφων (κυβερνητική πλειοψηφία) είτε έστω 120 θετικών ψήφων, εφόσον αποτελούν πλειοψηφία επί των παρόντων. Αυτό προϋποθέτει ότι κάποιοι βουλευτές (εσκεμμένα) θα απέχουν από τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, ώστε διά της ανοχής τους να διευκολύνουν τον σχηματισμό κυβέρνησης δίχως να την έχουν ψηφίσει (κυβέρνηση μειοψηφίας/ανοχής). Σε αριθμούς, αυτό σημαίνει ότι μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης-ανοχής ακόμα και με 120 θετικές ψήφους, υπό την προϋπόθεση ότι θα ψηφίσουν συνολικά 239 βουλευτές και οι υπόλοιποι 61 δεν θα συμμετέχουν, ώστε να προκύπτει η απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία (120 έναντι 119) επί των παρόντων που προβλέπει το Σύνταγμα για την ψήφο εμπιστοσύνης. Με βάση τις έδρες που αναλογούν στα κόμματα με την απλή αναλογική επί των ποσοστών του 2019, θα έπρεπε να δώσουν θετική ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ και τα τρία κόμματα: ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25, πράγμα μάλλον δύσκολο, ειδικά σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ. Στη δεύτερη εξίσου σύνθετη περίπτωση (κυβέρνηση μειοψηφίας), ΝΔ και Ελληνική Λύση συγκεντρώνουν 142 έδρες, οπότε θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να λάβει τουλάχιστον 143 ψήφους που απαιτούν τη στήριξη του ΚΙΝΑΛ και του ΚΚΕ (103+27+17) και την αποχή (ανοχή) των 11 βουλευτών του ΜέΡΑ25. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, το μόνο βέβαιο είναι ότι κυβέρνηση συνεργασίας χωρίς συμμετοχή του πρώτου κόμματος (που θα είναι η ΝΔ) δεν πρόκειται να υπάρξει. Το επίσης βέβαιο πάντως είναι ότι η εκλογική σύγκρουση θα είναι σφοδρή και οι διαστάσεις που κρύβουν οι επόμενες κάλπες, όποτε και αν τελικώς στηθούν, απρόβλεπτες. Σε κάθε περίπτωση, ο καθοριστικός παράγοντας που θα κρίνει τις εξελίξεις είναι η λαϊκή ετυμηγορία, από την οποία θα κριθεί προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν τα πράγματα. Αυτό που είναι βέβαιον είναι ότι για πρώτη φορά θα αναμετρηθούν εκλογικά οι δύο πολιτικές στρατηγικές: απλή αναλογική για κυβερνήσεις συνεργασίας ή επιστροφή στην ενισχυμένη αναλογική για αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Υπό αυτή την έννοια, οι πολίτες θα κληθούν με την ψήφο τους να επιλέξουν όχι μόνον το κόμμα της προτίμησής τους, αλλά και το μοντέλο διακυβέρνησης του τόπου.

Να «καεί» η απλή

Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το επίδικο ζήτημα είναι η υπέρβαση του «εμποδίου» της απλής αναλογικής, κάτι που για τον ίδιο συνιστά προϋπόθεση, προκειμένου η χώρα να μην περιέλθει σε ακυβερνησία, ώστε να ολοκληρώσει το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο με ορίζοντα δεκαετίας.

Για τον Αλέξη Τσίπρα, η απλή αναλογική αποτελεί το «όχημα» για την επίτευξη κυβέρνησης συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα «προοδευτικής διακυβέρνησης» της χώρας.

Για τον νέο αρχηγό του ΚΙΝΑΛ Νίκο Ανδρουλάκη, ένα είναι το ζητούμενο: Να αυξήσει τα ποσοστά του κόμματός του, ούτως ώστε να το καταστήσει αυτόνομο και να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μετεκλογικές εξελίξεις.

Ωστόσο, πέραν των πολιτικών προσδοκιών, υπάρχει η πραγματικότητα των αριθμών, που στην περίπτωση των επόμενων εκλογών κρύβει μια σύνθετη σπαζοκεφαλιά με απρόοπτα αλλά και προβλέψιμες παραμέτρους, από τις οποίες μπορούν να εξαχθούν προκαταβολικά κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως ότι από όλες τις δημοσκοπήσεις αυτό που συνάγεται είναι ότι δεν αποκλείεται μεν, δύσκολα όμως προκύπτει αυτοδυναμία.

Γράφει ο Φώτης Σιούμπουρας

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο