Ήταν Μάιος του 2016 όταν ο Ανδρέας Βγενόπουλος είχε καταγγείλει ότι του ζητήθηκε από την επιχειρηματία Δ.Μ., η οποία εμφανιζόταν ως αγγελιοφόρος της τότε προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου, να τοποθετήσει χρήματα μέσα σε «βιβλίο» και ότι του ζητήθηκε «μέγεθος βιβλιοθήκης», προκειμένου να επισπευσθεί η απόφαση για την έκδοση δύο συνεργατών του από την Ελλάδα στην Κύπρο.

Οι καταγγελίες αυτές ερευνήθηκαν και αρχειοθετήθηκαν ταχύτατα από την αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη, περίπου έναν χρόνο αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου 2017.

Το iefimerida.gr  υποστηρίζει ότι η Άννα Ζαΐρη έκανε μια επιφανειακή έρευνα και «έθαψε» τις καταγγελίες Βγενόπουλου. Όταν το 2017 παρέδωσε το πόρισμά της η Ζαΐρη, ο επιχειρηματίας είχε ήδη αποβιώσει, αιφνιδίως, λόγω καρδιακής ανακοπής, από τον Νοέμβριο του 2016.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το πόρισμα, έκτασης 5,5 σελίδων, αντί να ρίξει φως στα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης, αυξάνει τα ερωτήματα τόσο σχετικά με τα γεγονότα όσο και με τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν στην υπόθεση. Κυρίως, αναδεικνύει τον ρόλο της  Ζαΐρη, η οποία στη συνέχεια τοποθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, όπου προήδρευε η Θάνου, επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με οριακή πλειοψηφία έξι ψήφων υπέρ και πέντε κατά.

Όπως υποστηρίζει το iefimerida.gr «το πόρισμα της Ζαΐρη δεν είναι απλώς συνοπτικό. Είναι επιφανειακό και καθόλου εμπεριστατωμένο. Δεν περιέχει σαφή έκθεση των θέσεων της Θάνου, ούτε των μαρτύρων που εξετάστηκαν. Η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αρκείται στον σχολιασμό της μηνυτήριας αναφοράς του Βγενόπουλου, και το κρισιμότερο, δεν διέταξε τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, όπως, για παράδειγμα, η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των εμπλεκόμενων προσώπων.

Η Ζαΐρη περιγράφει τον επιχειρηματία ως έναν εύπιστο άνθρωπο, ο οποίος αγωνιούσε τόσο πολύ για την τύχη των συνεργατών του, ώστε ήταν «πρόθυμος να προβεί σε οποιαδήποτε -ακόμη και παράνομη- πράξη για να τους βοηθήσει, δεχόταν αβασάνιστα υποσχέσεις επιρροής και προέβαινε σε λογικά άλματα και κρίσεις συναισθηματικής φόρτισης». Με άλλα λόγια, κατά την κρίση της Ζαΐρη, ο ισχυρός άνδρας της MIG ήταν ένα ασταθές άτομο, «με αποτέλεσμα το περιεχόμενο της έγκλησής του να μην εμφανίζεται αξιόπιστο». Αντί, δηλαδή, να ερευνήσει εξονυχιστικά τις καταγγελίες που αμαύρωναν το κύρος της προέδρου του Αρείου Πάγου, τις αντιμετώπισε με μια ρηχότητα που και τη Θάνου δεν απάλλαξε οριστικά από το στίγμα και δημιουργεί υποψίες συγκάλυψης».

Η έρευνα της Ζαΐρη στηρίχθηκε, όπως γράφει η ίδια, στις μαρτυρικές καταθέσεις και στις έγγραφες εξηγήσεις της εγκαλούμενης δικαστικής λειτουργού (σ.σ.: Βασιλικής Θάνου).  Ωστόσο, στο κείμενο δεν καταγράφονται οι εξηγήσεις που έδωσε η Θάνου, αλλά, αντιθέτως, παρατίθεται η άποψη της Ζαΐρη για τις καταγγελίες του Βγενόπουλου.

Κατ’ αρχάς, δεν κάλεσε τον τότε εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς Αντώνη Ελευθεριάνο, από τον οποίο ζήτησε η Θάνου την επίσπευση της διαδικασίας, ώστε να ξεκαθαρίσει αν απλώς του μίλησε ή αν τον πίεσε και προς ποια κατεύθυνση. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν έδωσε εντολή για άρση απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών των εμπλεκόμενων προσώπων, ώστε να φανεί ποιος μιλούσε με ποιον, ενώ είχε κάθε λόγο να το κάνει.

Στην μηνυτήρια αναφορά του, ο Βγενόπουλος ανέφερε ότι η Δ.Μ. του έδειξε στο κινητό της τηλέφωνο κλήσεις και μηνύματα από τη Θάνου και τον υιό της, αλλά εκείνος προτίμησε να μην τα διαβάσει. Το Σάββατο 2 Απριλίου 2016, συνάντησε τη Δ.Μ. και «σε πρόκλησή μου του τύπου “κα Μ., μήπως όλα αυτά που μου έχετε πει δεν προέρχονται από την κα Θάνου και μου λέτε παραμύθια”, η κα Μ. μου έδειξε στο κινητό της, κατ’ ισχυρισμόν διότι δεν το είδα από κοντά, πολυάριθμα τηλεφωνήματα που αντάλλαξε με την κα Θάνου, μηνύματα προς και από τον γιο της κας Θάνου», έγραφε ο επιχειρηματίας στη μηνυτήρια αναφορά του.

Η παράλειψη έρευνας των κινητών τηλεφώνων προκαλεί πολλές απορίες, καθώς η ίδια η Ζαΐρη εκτιμά στο πόρισμά της ότι «είναι κρίσιμο να διερευνηθεί ποιος είχε την πρωτοβουλία του τηλεφωνήματος», ανάμεσα στον Βγενόπουλο και τον υιό της Θάνου.  Ο επιχειρηματίας ισχυριζόταν ότι τον Σεπτέμβριο του 2015 του τηλεφώνησε ο Σπυρίδων Χριστόφιλος, τον οποίο υπέδειξε η Δ.Μ. ως το πρόσωπο που παραλάμβανε τα «βιβλία» εκ μέρους της μητέρας του, του συστήθηκε ως «γιος της πρωθυπουργού» και του ζήτησε συνάντηση. Ο Σπυρίδων Χριστόφιλος κατέθεσε ότι η τηλεφωνική επικοινωνία επιδιώχθηκε από τον επιχειρηματία, ο οποίος μέσω της Δ.Μ. είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον επαγγελματικής συνεργασίας μαζί του. Όταν του τηλεφώνησε, πληροφορήθηκε ότι ο Βγενόπουλος βρισκόταν στο εξωτερικό και ότι θα επικοινωνούσε μαζί του όταν θα επέστρεφε στην Αθήνα, κάτι που δεν έγινε.

Ένα ακόμα προβληματικό ζήτημα είναι η επίσκεψη προσωπικώς της Θάνου, την εποχή που ήταν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, στο γραφείο του Βγενόπουλου -συνοδευόμενη από τη Δ.Μ., σύμφωνα με τον επιχειρηματία, το πόρισμα παραβλέπει αυτή τη λεπτομέρεια. Τη συνάντηση δεν την αρνείται η Θάνου, ούτε ότι ενημέρωσε τον επιχειρηματία για την παρέμβαση που έκανε στους εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς προκειμένου να επισπεύσουν την υπόθεσή του, «ώστε να παύσει η δυσφήμιση της Δικαιοσύνης από τη χρονοτριβή υποθέσεων που έχουν έντονο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον», κατά το πόρισμα. «Η εν λόγω  συνάντηση», σύμφωνα με την κρίση της Ζαΐρη, «δεν κρίνεται ύποπτη, αλλά αντίθετα απολύτως νόμιμη και εντός του πλαισίου της δικαστικής δεοντολογίας».

Αποσπάσματα από το πόρισμα της Αννας Ζαΐρη όπως δημοσιεύθηκαν στο iefimerida.gr

«Ο εγκαλών (Ανδρέας Βγενόπουλος) καταγγέλλει ότι την 30-3-2016, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου μέσω της κοινής γνωστής τους Δ.Μ, με την οποία τον είχε φέρει σε επαφή ο φίλος του αστυνομικός Θ.Α, αξίωσε την καταβολή αόριστου χρηματικού ποσού, το οποίο επρόκειτο να τοποθετηθεί εντός των σελίδων βιβλίων, ως δώρο για την παροχή εκ μέρους της υπηρεσιών μεσολάβησης προς άσκηση επιρροής στην κρίση των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι επρόκειτο να δικάσουν τις εφέσεις των συνεργατών του μηνυτή. Δηλαδή καταγγέλλεται απόπειρα παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου για πράξη που αντίκειται στα καθήκοντά του, της οποίας την ολοκλήρωση διέκοψε ο εγκαλών, διότι κατά τους ισχυρισμούς του, διεπίστωσε ότι έπεσε θύμα εκβιασμού και δεν προέβη στην αιτηθείσα καταβολή χρημάτων.
Την τέλεση του ως άνω εγκλήματος αρνείται η καταγγελλόμενη, ενώ η Δ.Μ αρνείται ομοίως, ότι μετέφερε το παράνομο αίτημα και ο Θ.Α καταθέτει ότι δεν γνωρίζει κάτι σχετικό. Άλλωστε, οι δύο αυτοί μάρτυρες δεν θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ένα αδίκημα στο οποίο οι ίδιοι φέρονται να είχαν συμμετοχή.
Αλλά ούτε και από τις καταθέσεις των δικαστικών λειτουργών που χειρίσθηκαν την υπόθεση τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στο κατ΄έφεσιν δικάσαν, επιβεβαιώνεται ότι έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια παρέμβασης στο έργο τους».

«Ο ίδιος ο εγκαλών δεν κομίζει θετικές πληροφορίες που να ενισχύουν τις θέσεις του, αλλά δηλώνει ότι σχημάτισε την πεποίθηση ότι έγινε η εις βάρος του απόπειρα δωροληψίας, διότι πίστευε όσα του μετέφερε η Δ.Μ και αιτιολογώντας την ευπιστία του κάνει αναφορές σε πραγματικά περιστατικά, που κατά την κρίση του οδηγούν σε συμπεράσματα εις βάρος της καταγγελλομένης. Παρότι το σύνολο της έγκλησης αποτελείται από συμπερασματικές σκέψεις, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, κρίνουμε, ότι για την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης παρίσταται ανάγκη αξιολόγησης αυτών των τελευταίων κρίσεων του καταγγέλλοντα, προκειμένου να διερευνηθεί τουλάχιστον η λογική τους ορθότητα, πάντοτε σε συνδυασμό με το υπόλοιπο υλικό της δικογραφίας.

Συγκεκριμένα ο εγκαλών δηλώνει, ότι η Δ.Μ του μετέφερε το αξιόποινο αίτημα, ισχυριζόμενη ότι εκδηλώθηκε εκ μέρους της εγκαλούμενης (Βασιλική Θάνου) μέσω μηνυμάτων στο κινητό της τηλέφωνο και ότι ο ίδιος πίστευε όσα του μετέφερε η Μ, αλλά δεν προσπάθησε να τα επιβεβαιώσει ούτε με θεώρηση των καταγεγραμμένων μηνυμάτων στο κινητό της Δ.Μ ούτε με άλλο άμεσο ή έμμεσο τρόπο επικοινωνίας με την ίδια τη δικαστική λειτουργό, διότι κατά τη γνώμη του, τα ακόλουθα γεγονότα, που είχαν προηγηθεί του αιτήματος δωροληψίας, ήσαν εντεταγμένα σε ένα ευρύτερο σχέδιο και ενδεικτικά των παράνομων προθέσεων της καταγγελλομένης:

-Επικαλείται ο μηνυτής  ότι στις 8 – 9 2014, μετά από αίτημα του, προκάλεσε σύντομη συνάντηση στο γραφείο του με την τότε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου και Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. (Ο Βγενόπουλος έλεγε ότι η Δ. Μ του μετέφερε ότι η Θάνου με χαρά ανέλαβε να ασχοληθεί με το αίτημα του και ότι σύντομα θα είχε νέα, τα οποία ήθελε να του μεταφέρει προσωπικώς).

Στη συνάντηση, συνεχίζει το πόρισμα, ο επιχειρηματίας «τής εξέφρασε την ανησυχία του για την καθυστέρηση και την επιθυμία του για επίσπευση των διαδικασιών σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του στο γραφείο των εισαγγελέων για την καταπολέμηση της διαφθοράς.  Ωστόσο, ο μηνυτής δεν επικαλείται δεύτερη συνάντηση ή άλλη επικοινωνία με την εγκαλουμένη, γεγονός το οποίο αποδυναμώνει την θέση του, διότι εάν υπήρχε πρόθεση μελλοντικής δωροληψίας, η μηνυομένη θα είχε φροντίσει να διατηρήσει μαζί του κάποια, έστω και αραιή, επικοινωνία. Σημειωτέον, ότι η συνάντηση έγινε τουλάχιστον ενάμιση χρόνο πριν από τις καταγγελλόμενες πράξεις».

Από το ηχητικό ντοκουμέντο, ωστόσο, το οποίο δεν ήταν μέρος της δικογραφίας, προκύπτει ότι τότε ξεκίνησε ο εκβιασμός.

«Η εν λόγω μοναδική συνάντηση», αναφέρει το πόρισμα Ζαΐρη, «συνομολογείται από την εγκαλουμένη δικαστική λειτουργό, η οποία μάλιστα δηλώνει, ότι πράγματι ζήτησε από τους δίωξης της διαφθοράς την επίσπευση της υπόθεσης του μηνυτή, από εύλογο ενδιαφέρον, προκειμένου να παύσει η δυσφήμιση της δικαιοσύνης από τη χρονοτριβή υποθέσεων, που έχουν έντονο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον και είχαν λάβει τεράστια δημοσιότητα».

Η εξήγηση της Θάνου ήταν εύλογη, διότι ο Βγενόπουλος, αναφέρεται στο πόρισμα, ήταν «ιδιαίτερα σημαντικός οικονομικός παράγων της χώρας και από την εξέλιξη των εις βάρος του υποθέσεων εξηρτάτο όχι μόνο η οικονομική πορεία μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων οικονομικών του συμφερόντων, που επηρέαζαν μεγάλο φάσμα της οικονομικής ζωής της χώρας αλλά και οι τύχες μερικών χιλιάδων εργαζομένων σε αυτές. Επομένως η εν λόγω συνάντηση δεν κρίνεται ύποπτη αλλά αντίθετα ήταν απολύτως νόμιμη και εντός του πλαισίου της δικαστικής δεοντολογίας , δοθέντος ότι έγινε από την τότε πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και ότι η σοβαρότατη αυτή υπόθεση σε βάρος του μηνυτή λίμναζε αδικαιολόγητα επί ενάμιση χρόνο στο γραφείο των εισαγγελέων για τη δίωξη της διαφθοράς, γεγονός που είχε διαρρεύσει στον τύπο και δημιουργούσε δυσάρεστα για τη Δικαιοσύνη σχόλια».

-«Ο εγκαλών», συνεχίζει το πόρισμα, «επικαλείται επίσης ως ένδειξη πρόθεσης μελλοντικής παθητικής δωροδοκίας το γεγονός, ότι τον Δεκέμβριο του 2014 απέστειλε δώρο προς την εγκαλουμένη. Αν και ο μηνυτής δεν φαίνεται να θεωρεί το περιστατικό αυτό πράξη παθητικής δωροδοκίας ούτε το καταγγέλλει αυτοτελώς ως παράνομη πράξη, εν τούτοις θα πρέπει να ερευνηθεί η φύση του, προκειμένου να αξιολογηθεί συνολικά με τα λοιπά διαδοχικά γεγονότα. Ο ίδιος ο μηνυτής δεν αναφέρεται στο δώρο αυτό με απόλυτη ακρίβεια, διότι δηλώνει, ότι επρόκειτο για κάποιο ασημικό, χρησιμοποιώντας τη φράση «αν θυμάμαι καλά». Η έκφραση αυτή δείχνει σαφώς ότι ο μηνυτής απέστειλε κάποιο δώρο χωρίς ιδιαίτερη αξία ή σημασία, σαν εκδήλωση φιλοφρόνησης εν όψει και του ενδιαφέροντος που είχε δείξει η καταγγελλομένη για την επίσπευση της υπόθεσης του. Εάν επρόκειτο για ποινικά αξιολογήσιμο αίτημα δώρου συνδεόμενο με την εξέλιξη της προσωπικής ποινικής του υπόθεσης, ασφαλώς θα είχε συγκρατήσει το είδος του δώρου ή τουλάχιστον την αξία του, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι ασήμαντη. Διότι δεν δικαιολογείται λογικά κάποιος οικονομικά ισχυρός, που ευεργετείται από πρόσωπο που κατέχει τόσο σημαντική θέση εξουσίας να αποστέλλει ως αντίδωρο πράγμα ασήμαντης αξίας, αφού στις περιπτώσεις δωροδοκίας, λογικά το δώρο είναι ανάλογο τόσο της εκδούλευσης όσο και του αξιώματος του δράστη της δωροληψίας.

Από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν για το εν λόγω περιστατικό κρίνεται, ότι ακόμα και αν η εγκαλούμενη πράγματι παρέλαβε δώρο, αυτό ήταν ασήμαντης αξίας, εστάλη σε ανύποπτο χρόνο, δεν είχε σχέση με τα καταγγελλόμενα, και τέλος η χειρονομία δεν είχε το χαρακτήρα αξιόποινης δωροληψίας αλλά φιλοφρόνησης εκ μέρους του μηνυτή εν όψει και του ενδιαφέροντος που είχε δείξει η εγκαλουμένη για το πρόβλημά του».

-Ο Βγενόπουλος, σύμφωνα με το πόρισμα, «επικαλείται επίσης ως ένδειξη πρόθεσης δωροληψίας, σύντομη τηλεφωνική επικοινωνία, που έλαβε χώρα μεταξύ του ιδίου και του υιού της Προέδρου του Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνος Χριστοφίλου, πολλούς μήνες πριν την καταγγελλόμενη πράξη δηλαδή περί τα τέλη Αυγούστου του έτους 2015. Ο εγκαλών ισχυρίζεται, ότι την επικοινωνία αυτή επιδίωξε η πλευρά της εγκαλουμένης και την ερμηνεύει ως μέρος του παράνομου σχεδίου χωρίς όμως να της αποδίδει οποιοδήποτε σχετικό με την υπόθεση περιεχόμενο ή να βεβαιώνει επανάληψη της συνομιλίας με τέτοιο περιεχόμενο.  Στο σημείο αυτό, είναι κρίσιμο να διερευνηθεί, ποιος είχε την πρωτοβουλία του τηλεφωνήματος.

Ο Σπυρίδων Χριστόφιλος, δικηγόρος Θεσσαλονίκης, εξεταζόμενος ενώπιόν μας, επιβεβαιώνει την επικοινωνία και ότι ουδέν ουσιώδες ελέχθη κατ΄ αυτήν και ισχυρίζεται ότι έγινε με πρωτοβουλία του μηνυτή, που είχε εκδηλώσει μέσω της Μ ενδιαφέρον επαγγελματικής συνεργασίας με τον νεαρό δικηγόρο. Κατά το τηλεφώνημα ο τελευταίος πληροφορήθηκε, ότι ο μηνυτής δεν μπορούσε να του μιλήσει, διότι βρισκόταν στο εξωτερικό και υποσχέθηκε να τον καλέσει εκείνος μετά την επιστροφή του στην Αθήνα. Η εκδοχή του μάρτυρα είναι συνεπής με την εξέλιξη των πραγμάτων, διότι εάν η πρωτοβουλία του τηλεφωνήματος ανήκε στον μάρτυρα, λογικά η επικοινωνία θα είχε επαναληφθεί, αφού δεν ολοκλήρωσε το σκοπό της.

Άλλωστε και η εκδοχή του μηνυτή, ότι το τηλεφώνημα του Σπυρίδωνος Χριστοφίλου ήταν μέρος σχεδίου δωροληψίας, θα απαιτούσε επανάληψη της συνομιλίας, με ύποπτο αυτή τη φορά περιεχόμενο και πάντως σε χρόνο πλησιέστερο στην εκδίκαση της υπόθεσης. Τέτοια επανάληψη όμως δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τον εγκαλούντα. Συνεπώς δεν απεδείχθη, ότι ο μάρτυρας Χριστόφιλος επεδίωξε την επικοινωνία με τον μηνυτή και κρίνεται ότι το μεταξύ τους τηλεφώνημα ήταν συμπτωματικό και δεν απέβλεπε σε παράνομη συναλλαγή».

«Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται, ότι η προκειμένη  υπόθεση δεν συγκεντρώνει ούτε ελάχιστα στοιχεία ικανά να οδηγήσουν στην άσκηση ποινικής δίωξης για την πράξη της απόπειρας δωροληψίας, που καταγγέλλεται ως  τελεσθείσα σε βάρος του Ανδρέα Βγενόπουλου από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, στην Αθήνα περί το τέλος Μαρτίου του έτους 2016. Συνεπώς, η υπό κρίσιν έγκληση πρέπει να απορριφθεί». Υπογραφή, η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Άννα Ζαΐρη».