Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια ευκαιρία για τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να μεταμορφώσουν τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες τους αναφέρει σε συνέντευξή του προς τη γαλλική εφημερίδα Les Échos ο εκπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική Ζοζεπ Μπορέλ, χαιρετίζοντας την απόφαση πολλών κρατών μελών της ΕΕ να αυξήσουν σημαντικά τον στρατιωτικό προϋπολογισμό τους, ενώ εκ παραλλήλου τάσσεται υπέρ της αμοιβαιότητας του κόστους του πολέμου.

Αναλυτικότερα ο Μπορέλ εκτιμά ότι η ρωσική οικονομία θα υποφέρει πολύ σκληρά από τις κυρώσεις που αποφάσισε η ΕΕ και ειδικότερα από τη σταδιακή μείωση των αγορών φυσικού αερίου και πετρελαίου, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι ο πόλεμος δεν θα σταματήσει εν μία νυκτί… Θεωρεί ότι το εμπάργκο στην αγορά ρωσικού φυσικού αερίου θα ήταν «σίγουρα ο καλύτερος τρόπος», εάν η Ευρώπη μπορούσε να κάνει χωρίς αυτό, προσθέτοντας ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να στοχεύει ξεκάθαρα σε μείωση της εξάρτησης και των αγορών της το συντομότερο δυνατό.

Ο Μπορελ αναφέρει επίσης ότι το τρίτο «ασύμμετρο σοκ» -έπειτα από αυτά της κρίσης του ευρώ και της πανδημίας- που θα υποστεί η ευρωπαϊκή οικονομία απαιτεί και πάλι συλλογική απάντηση, όπως συνέβη με την πανδημία. «Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια έκρηξη στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, ιδίως του σιταριού και των λιπασμάτων. Θα μπορούσε επίσης να υπάρξει κοινωνικό σοκ, εάν ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός», σημειώνει ο Μπορέλ.

Σχετικά με την αύξηση, ιδίως από τη Γερμανία, του αμυντικού προϋπολογισμού και αν αυτό είναι αρκετό, ώστε να μιλάμε για αμυντική Ευρώπη, αναφέρει: «Δεν πρόκειται να δημιουργήσουμε ευρωπαϊκό στρατό και να εξαφανίσουμε τους εθνικούς στρατούς, όπως κάναμε με το ευρώ! Όμως η Γαλλία υπερασπίζεται την ιδέα να έχει η Ευρώπη τη δική της αμυντική ικανότητα. Δεν είναι θέμα αντικατάστασης του ΝΑΤΟ, αλλά συμπλήρωσης. Πρέπει να είμαστε διαλειτουργικοί, να διοικούμε από κοινού, να αποφεύγουμε τις επικαλύψεις, να αποκτήσουμε δυνατότητες που δεν έχουμε. Υπάρχει τεράστιος όγκος εργασίας που πρέπει να γίνει για τη βελτιστοποίηση των στρατιωτικών δαπανών στην Ευρώπη, επειδή είναι πολύ διάσπαρτες. Όλοι μαζί, ξοδεύουμε περίπου τρεις φορές περισσότερα από τη Ρωσία και όσο η Κίνα, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι είμαστε τόσο αποτελεσματικοί.»

Στο ερώτημα, γιατί είναι τόσο περίπλοκο για τη Γαλλία να πείσει τους εταίρους της να οικοδομήσουν αυτή την ευρωπαϊκή αμυντική ικανότητα, επισημαίνει τη διαφορετική αντίληψη περί απειλών στις χώρες της Βαλτικής και της Μεσογείου, τονίζοντας: «Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε μια πολιτική Ένωση, πρέπει να καλλιεργήσουμε μια κοινή στρατηγική κουλτούρα και αυτό απαιτεί χρόνο.»

Τέλος, στο ερώτημα, πώς θα επανεξεταστεί υπό το φως του πολέμου στην Ουκρανία, αυτή η κοινή ανάλυση των απειλών, αν όντως ήταν η φιλοδοξία της στρατηγικής πυξίδας, πάνω στην οποία οι Ευρωπαίοι ηγέτες εργάζονται εδώ και αρκετά χρόνια, αναφέρει: «Η ρωσική απειλή ήταν ήδη πολύ παρούσα και οι σχέσεις μας είχαν ήδη επιδεινωθεί πολύ. Έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή στις σχέσεις μας με τη Ρωσία και αυτός ο πόλεμος θα σημαδέψει την ευρωπαϊκή πολιτική για πολύ καιρό. Θα χρησιμεύσει επίσης ως επιταχυντής για τη γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης. Ειδικότερα, θα είναι απαραίτητο να εξαλειφθεί η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, επειδή έχει γίνει όπλο στα χέρια της Μόσχας.»