Σημαντικά οφέλη, αλλά και κινδύνους για τις ελληνικές τράπεζες, ενέχει μια ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ. Όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη στο «Π», η εκτίναξη του πληθωρισμού ασκεί πίεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λάβει δραστικά μέτρα, μεταξύ των οποίων και η αύξηση του κόστους χρήματος.Τα παραπάνω δεδομένα αξιολογούνται από τα εγχώρια τραπεζικά επιτελεία, που εξετάζουν όλα τα σενάρια και τον αντίκτυπο που θα έχει στον ισολογισμό τους, αλλά και στο επιχειρηματικό τους μοντέλο, μια αύξηση των επιτοκίων.

Ωφελούμενοι οι καταθέτες

Από πλευράς κερδοφορίας, οι τράπεζες επιθυμούν διακαώς μια αύξηση της τάξης των 50 μέχρι και 100 μονάδων βάσης στα επιτόκια. Ο λόγος είναι απλός: Σχεδόν το σύνολο της αύξησης αυτής θα περάσει στο κόστος δανεισμού, ενώ, αντίθετα, μόνο ένα μικρό έως μηδενικό ποσοστό θα μεταφερθεί στις καταθέσεις, ειδικά για τρεχούμενους λογαριασμούς και λογαριασμούς ταμιευτηρίου.Η εξέλιξη αυτή, ειδικά στην περίπτωση τραπεζών με μεγάλη δεξαμενή μικροκαταθετών, μεταφράζεται σε άμεση αύξηση της κερδοφορία τους, χωρίς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να χρειαστεί να κάνουν τίποτε. Συγκεκριμένα, για κάθε δισεκατομμύριο χορηγήσεων που έχουν δώσει με κυμαινόμενο επιτόκιο, τα κέρδη από την άνοδο των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης (1%) ανέρχονται σε 10 εκατομμύρια ευρώ.Έτσι, για το σύνολο των χαρτοφυλακίων τους, και εφόσον έχουν τις απαραίτητες καταθέσεις, μπορούν να δουν την κερδοφορία τους να αυξάνεται κατά έως και 200 με 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, χωρίς στην πραγματικότητα να κάνουν τίποτε. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αποτελεί «μάννα εξ ουρανού» για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ειδικά σε μια περίοδο που πασχίζουν για να μειώσουν λειτουργικά έξοδα και να διατηρήσουν τα επιτοκιακά περιθώρια κέρδους τους.

Ανησυχία για τις επισφάλειες

Στον αντίποδα, μια αύξηση στο κόστος χρήματος, σε συνδυασμό με όλες τις υπόλοιπες ανατιμήσεις που επηρεάζουν τις επιχειρήσεις,προκαλεί ανησυχίες για αύξηση των επισφαλειών.Ήδη, το τελευταίο διάστημα, διαπιστώνεται πως ρυθμισμένα δάνεια αντιμετωπίζουν ξανά προβλήματα, ενώ σημαντικός αριθμός εταιρειών βρίσκονται στα όρια και δυσκολεύονται εξαιρετικά να ανταποκριθούν στο σύνολο των υποχρεώσεων. Έτσι, όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, μια περαιτέρω αύξηση στο κόστος του χρήματος θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό των δανειοληπτών που δεν θα μπορούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Ταυτόχρονα, για τα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια που ήδη πλήττονται από το κύμα των ανατιμήσεων, η αύξηση στη μηνιαία δόση τους θα επιδεινώσει την οικονομική τους κατάσταση.

Τέλος, το αυξημένο κόστος χρήματος μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη και για νέες χορηγήσεις, καθώς, σε συνδυασμό πάντα με τις υπόλοιπες πληθωριστικές πιέσεις, ενδέχεται να οδηγήσει σε μη βιώσιμα –και κατ’ επέκταση μη χρηματοδοτήσιμα– επιχειρηματικά πλάνα.

Έτσι, οι τράπεζες μπορούν να βρεθούν αντιμέτωπες αφενός με περιορισμένη ζήτηση για νέες χορηγήσεις και αφετέρου με ένα νέο κύμα επισφαλειών, που θα ροκανίσει την κερδοφορία που θα φέρει η αύξηση των επιτοκίων.

Στο πλαίσιο αυτό, μεγάλο είναι το ενδιαφέρον για στεγαστικά δάνεια και μάλιστα με σταθερό επιτόκιο. Επίσης, λόγω της συγκυρίας, το κοινό προτιμά να κλειδώσει τις δόσεις του δανείου του σε σταθερό επιτόκιο, ακόμη και αν γνωρίζει ότι με το κυμαινόμενο θα μπορεί να επωφελείται της καθοδικής πορείας των επιτοκίων, όταν αυτό συμβαίνει. Σήμερα, τα σταθερά επιτόκια κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος και, στην πλειοψηφία τους,όλα τα δάνεια στέγης συνάπτονται με σταθερής διάρκειας επιτόκιο. Άλλωστε, σήμερα σε όλη την αγορά δεν υπάρχει επιτόκιο υψηλότερο του 4% και, δεδομένης της πρόθεσης των κεντρικών τραπεζών να ακολουθήσουν έστω στο τέλος του έτους το στίγμα ανόδου των επιτοκίων, οι ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να κλείσουν συμφωνίες με σταθερό κόστος. Μάλιστα, στα στεγαστικά δάνεια που η διάρκειά τους μπορεί να φθάνει και τα 30 χρόνια, η επιλογή μιας σταθερής δόσης είναι κάτι σαν… δώρο. Εξασφαλίζει μια σταθερότητα και μειώνει την ανασφάλεια των κυμαινόμενων δόσεων.

Το «χαμένο» έδαφος

Πάντως, με το ενδιαφέρον των καταναλωτών να αυξάνεται ειδικά τους τελευταίους μήνες, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι οι στόχοι για τη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων θα πιαστούν φέτος, παρά τις δυσκολίες όλης της αγοράς. Και μέσω των αυξήσεων αυτών, θα αναπληρωθεί το χαμένο έδαφος στην αγορά της στεγαστικής πίστης, που φάνηκε ιδιαίτερα έντονο τα προηγούμενα χρόνια.

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το πρώτο τρίμηνο του έτους,όπου καταγράφηκε αυξημένη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια.Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τα κριτήρια χορήγησης στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες αναμένεται να γίνουν έως έναν βαθμό πιο χαλαρά κατά τη διάρκεια του β’τριμήνου του 2022, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια προς νοικοκυριά –των οποίων η ζήτηση παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη– δεν αναμένεται κάποια μεταβολή.Τα κριτήρια χορήγησης δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) παρέμειναν αμετάβλητα σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2021, εξέλιξη σύμφωνη με τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί στην έρευνα του προηγούμενου τριμήνου. Επιπλέον, οι τράπεζες εκτιμούν ότι τα κριτήρια θα παραμείνουν αμετάβλητα και κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου του 2022.Οι συνολικοί όροι χορήγησης δανείων προς τις ΜΧΕ παρέμειναν αμετάβλητοι σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2021.Η συνολική ζήτηση δανείων από τις ΜΧΕ, στο α’ τρίμηνο του 2022, παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, αν και τα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξήθηκαν έως έναν βαθμό, λόγω αναγκών για αποθέματα και κεφάλαια κίνησης. Το επόμενο τρίμηνο, η συνολική ζήτηση δανείων, τόσο από τις μικρομεσαίες όσο και από τις μεγάλες επιχειρήσεις, αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη.Η αναλογία των αιτήσεων για επιχειρηματικά δάνεια που απορρίφθηκαν παρέμεινε αμετάβλητη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Τράπεζα Πειραιώς

Ήδη, όπως φάνηκε και από τη χρήση 2021, οι νέες εκταμιεύσεις δανείων υπερέβησαν τις αρχικές προσδοκίες και ανήλθαν σε 6,5 δισ. ευρώ, υψηλότερα του αρχικού στόχου για 5,7 δισ. ευρώ. Ενθαρρυντικά τα μηνύματα για το σύνολο του 2022, καθώς το πρώτο δίμηνο η Τράπεζα Πειραιώς χορήγησε 1 δισ. ευρώ νέα δάνεια, ρυθμό πολύ υψηλότερο από τον αντίστοιχο περσινό που δημιουργεί προσδοκίες για υπέρβαση των φετινών στόχων.

Alpha Bank

Σε ό,τι αφορά την AlphaBank, όπως ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος Βασίλης Ψάλτης σε διεθνείς επενδυτές, η καθαρή πιστωτική επέκταση για φέτος προβλέπεται στα 2,2 δισ. ευρώ και σημείωσε ότι το 1 δισ. ευρώ έχει ήδη «κλείσει» μέσα στο πρώτο τρίμηνο, ενώ άλλο 1 δισ. βρίσκεται κοντά σε συμβασιοποιήσεις. Μάλιστα διευκρίνισε ότι το πρώτο τρίμηνο δείχνει μεγάλη ζήτηση για δάνεια και από τη λιανική τραπεζική. Σημειώνεται ότι τα νέα δάνεια το 2021 ξεπέρασαν τα 5 δισ. ευρώ.

Εθνική Τράπεζα

Στην αναθεώρηση του στόχου για νέες εκταμιεύσεις δανείων το 2022 κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2021 έχει προχωρήσει η Εθνική Τράπεζα. Σύμφωνα με τον στρατηγικό σχεδιασμό της Τράπεζας, τα νέα δάνεια θα ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ το έτος μέχρι το 2023. Από τις νέες εκταμιεύσεις των 5 δισ. ευρώ, τα 3 δισ. ευρώ αναμένεται να αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, προς μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις. Το ποσό αυτό εκτιμάται ότι αντιστοιχεί σε καθαρή πιστωτική επέκταση προς επιχειρήσεις γύρω στο 1 δισ. ευρώ. Τα υπόλοιπα 2 δισ. ευρώ των νέων δανείων θα αφορούν κυρίως τη λιανική τραπεζική, με το μεγαλύτερο ποσοστό να ενισχύει τη στεγαστική πίστη, όπου το υπόλοιπο αναμένεται να αυξηθεί γύρω στα 300 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η Εθνική Τράπεζα πρόκειται να δώσει φέτος μεγαλύτερη έμφαση στα καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια, ενώ θα διατηρήσει την παρουσία της στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων.

Eurobank

Η Eurobank για το 2022 έχει σχεδιάσει καθαρές εκταμιεύσεις 1,5-2 δισ. ευρώ. Ο σχεδιασμός αυτός εντάσσεται στον τριετή σχεδιασμό για αύξηση της πιστωτικής επέκτασης κατά 20% στην τριετία με νέες εκταμιεύσεις 5,5 δισ. ευρώ ή σε καθαρό δανεισμό 3,5 δισ. στην τριετία, Στόχος της τράπεζας είναι να αποκτήσει μερίδιο 30% στις χορηγήσεις.

 

της Αμαλίας Κάτζου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο