Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Νίκος Μαραντζίδης, κάνει λόγο στο iefimerida.gr για «κακά» μαντάτα, εξαιτίας της ακρίβειας, τα οποία προς το παρόν όμως δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στην κυβέρνηση.

«Είναι γεγονός ότι η “ψαλίδα” ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ έχει μειωθεί, με την πρώτη όμως να συνεχίζει να διατηρεί το προβάδισμα. Τα πιο ανησυχητικά για τη ΝΔ ευρήματα έρχονται στο επίπεδο της δημοφιλίας της και στο αίσθημα δυσφορίας και απαισιοδοξίας της ελληνικής κοινωνίας ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά ή πάνε προς το χειρότερο. Αυτό για την κυβέρνηση είναι ένα κακό νέο, με επιπτώσεις, όμως, όχι άμεσες», αναφέρει ο κ. Μαραντζίδης.

Το έδαφος που κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αξιομνημόνευτο, δεν ανατρέπει τις ισορροπίες
Όπως λέει, η πρωτοκαθεδρία της ΝΔ -έστω και αν πράγματι μειώνεται η απόσταση με την αξιωματική αντιπολίτευση- «προκύπτει επειδή “πέφτει” η κυβέρνηση, παρά επειδή -προς το παρόν, τουλάχιστον- ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει σοβαρή δυναμική ανόδου. Στις τελευταίες έρευνες το έδαφος που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει είναι μεν υπαρκτό, αλλά δεν είναι αξιομνημόνευτο, και οπωσδήποτε δεν ανατρέπει τις ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί εδώ και τρία σχεδόν χρόνια».

Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας σχολιάζει ότι «βεβαίως, αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί -και αναφέρομαι στην ακρίβεια- αυτά είναι άσχημα μαντάτα για την κυβέρνηση. Δεν ξέρω μέχρι πού θα φτάσουν οι επιπτώσεις, αλλά οπωσδήποτε “τρώει” δημοφιλία».
Αναφερόμενος στο παρελθόν, στην παλιά, προμνημονιακή εποχή, ο κ. Μαραντζίδης σημειώνει ότι κάπου στη μέση της θητείας τής εκάστοτε κυβέρνησης σημειωνόταν μια «κοιλιά». Το «ναδίρ» εντοπιζόταν στις αρχές του τρίτου χρόνου, με τις κυβερνήσεις να κινητοποιούνται ώστε να «μαζέψουν» το μεγάλο μέρος των δυσαρεστημένων. Συνήθως είχαμε το μοντέλο των θητειών μιας κυβέρνησης στα 4 συν 3 χρόνια. «Έκτοτε, όμως, είμαστε λίγο σε αχαρτογράφητα ύδατα», εξηγεί.

Αν η ακρίβεια συνεχιστεί, θα δημιουργήσει πρόβλημα στην κυβέρνηση
«Τώρα δεν είναι πια τόσο βέβαιο ότι κάπου από τη μέση και μετά, και καθώς βαδίζουμε σε εκλογές, το κυβερνητικό κόμμα της πρώτης θητείας έχει τη δύναμη της επανασυσπείρωσης της εκλογικής του βάσης ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει απαραίτητα πως η κυβέρνηση μπήκε σε τροχιά αέναης πτώσης, χωρίς επιστροφή. Ενδέχεται, όμως, αν η ακρίβεια συνεχιστεί με πιο γοργούς ρυθμούς, αν το καλοκαίρι δεν φέρει την αισιοδοξία όπως προσδοκά η κυβέρνηση, τότε να έρθουν και άλλα άσχημα μαντάτα για την κυβέρνηση και εκεί η αντιπολίτευση να διεκδικήσει κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπουμε σήμερα στις δημοσκοπήσεις», επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

Όπως εξηγεί, στο παρελθόν, κατά την πρώτη τετραετία, οι ψηφοφόροι έδιναν τουλάχιστον μια πίστωση χρόνου στην κυβέρνηση ακόμη και αν το κυβερνητικό έργο δεν τους ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό. Στην περίοδο των μνημονίων, όμως, διαταράχθηκε αυτή η σχέση. Οι ψηφοφόροι, για πολλούς λόγους, δεν αισθάνονται τους ίδιους δεσμούς με τα κόμματα σήμερα όπως παλαιότερα. «Δεν μπορούμε επακριβώς να ξέρουμε σε έναν χρόνο από τώρα ποιες θα είναι οι τάσεις», ξεκαθαρίζει ο κ. Μαραντζίδης.

Πρώτη φορά τα δύο κόμματα έχουν τόσο μεγάλη ιδεολογική απόσταση
Πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω και σχολιάζοντας τη μάχη των δύο κομμάτων για το Κέντρο και τον κεντρώο ψηφοφόρο, ο καθηγητής σημειώνει ότι είναι η πρώτη φορά, από την περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστά ένα από τα κόμματα του «καχεκτικού δικομματισμού», που τα δύο κόμματα έχουν τόσο μεγάλη ιδεολογική απόσταση μεταξύ τους. «Ενώ και οι δύο απευθύνονται στο Κέντρο, οι αποστάσεις που τους χωρίζουν είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με αυτό που χώριζε τη ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’90 ή του 2000, και ίσως αυτό εξηγεί και την ανθεκτικότητα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στον χώρο του Κέντρου».

Η μεγάλη κάλπη των εθνικών εκλογών θα δείξει ποιο είναι το μεγάλο και ποιο το μικρό κόμμα
Ο κ. Μαραντζίδης δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα συνέδρια ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ, που κατά τον ίδιο είχαν περισσότερο έναν επικοινωνιακό χαρακτήρα. «Οι περίπου 180.000 ψήφοι στο συνέδριο του ΚΙΝΑΛ είναι ένας μεγάλος αριθμός. Βέβαια στις δημοκρατίες μετρούν οι ψήφοι των εκλογών και όχι των εσωκομματικών εκλογών, έστω και αν έχουν τη σημασία τους. Οι αριθμοί αυτοί επιτελούν έναν ρόλο συσπείρωσης της κομματικής βάσης, δίνοντας αισιοδοξία στους φίλους του κόμματος ότι ο χώρος, το κόμμα, η παράταξη ανακάμπτει και έχει προοπτικές. Έχουν έναν χαρακτήρα επικοινωνιακό κυρίως. Η μεγάλη κάλπη, αυτή των εθνικών εκλογών, είναι αυτή που μας λέει ποιο είναι το μεγάλο κόμμα και ποιο είναι το μικρό», καταλήγει.

Πηγή: iefimerida