Την Παρασκευή, στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου στη Θεσσαλονίκη, αναβίωσε μία υπόθεση φρίκης, με θύμα κοριτσάκι μόλις οκτώ ετών, όπου τον χειμώνα του 2016 εντοπίστηκε από αστυνομικούς σε άθλια κατάσταση, κλειδωμένη και γυμνή, στο ξύλινο και παγωμένο πάτωμα ενός δωματίου διαμερίσματος όπου ζούσε στη Θεσσαλονίκη.
Για τη σοβαρή υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος της ανήλικης και για τα βασανιστήρια που υπέστη, ήταν κατηγορούμενες δύο γυναίκες, η νεαρή μητέρα και η γιαγιά, εκείνη ουσιαστικά που μεγάλωνε το κορίτσι, μαζί με τα υπόλοιπα τρία αδέλφια του από 6 έως 10 ετών.

Η δεύτερη κατηγορούμενη, η γιαγιά της οκτάχρονης, που είχε την επίβλεψη του παιδιού και η ποινή της έπεσε σε δύο χρόνια φυλάκισης, με τριετή αναστολή, με το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού, απεβίωσε πριν την εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο.

Ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την ενοχή της κατηγορούμενης και τόνισε ότι επί σειρά ετών η ανήλικη δεχόταν μια κακοποιητική συμπεριφορά και δεν πήγαινε ούτε στο σχολείο.

Το θύμα της σκληρής ενδοοικογενειακής βίας, όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια του, δεν γνώρισαν ποτέ τον πατέρα τους και, όπως έγινε γνωστό, προέρχονται από τέσσερις διαφορετικούς γάμους.

Μετά την αποκάλυψη της σοκαριστικής υπόθεσης, το 2016, μεταφέρθηκαν σε ίδρυμα. Η μητέρα τους έκανε ένα ακόμη παιδί, μετά την καταδίκη της από το δικαστήριο, ενώ επισκέπτεται τακτικά τα παιδιά της στη δομή όπου μεγαλώνουν.

Η κατάθεση του αστυνομικού, του πρώτου ανθρώπου που αντίκρισε την ανήλικη στην άθλια κατάσταση που είχε περιέλθει, ήταν συγκλονιστική. Ήταν επίσης εκείνος που  όταν η γιαγιά προσπάθησε να τον πείσει ότι η οκτάχρονη δεν ήταν στο σπίτι, αισθάνθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και επέμεινε να παραμείνει στην οικία του τρόμου.

Τις Αρχές ειδοποίησε ένας γείτονας, έχοντας υποψιαστεί τη νοσηρότητα που επικρατούσε,  ενώ ο αστυνομικός με τη συνοδεία της κοινωνικής λειτουργού ήταν οι άνθρωποι που έσωσαν το παιδάκι.

Στην κατάθεσή του ο αστυνομικός, ανέφερε ότι το παγωμένο πρωινό του Φεβρουαρίου, το 2016, την πόρτα του διαμερίσματος την άνοιξε η γιαγιά. Μόλις ρωτήθηκε πού βρίσκεται η οκτάχρονη, εκείνη αρχικά ισχυρίστηκε πως το παιδί είχε βγει για ψώνια με τη μητέρα του, ωστόσο η γιαγιά δεν κατάφερε να πείσει και ο αστυνομικός την ενημέρωσε πως θα περιμένει το κορίτσι να επιστρέψει όσες ώρες κι αν περάσουν.

«Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχε ακόμα χιόνια. Δήλωσα στη γιαγιά της ότι είμαι αστυνομικός και ότι θα έπρεπε να μεταφέρω την (σ.σ. αναφέρει το όνομα της ανήλικης) στο νοσοκομείο. Μέσα στο σπίτι υπήρχαν τρία παιδιά που κάθονταν στη ζέστη και έβλεπαν τηλεόραση με τη γιαγιά τους. Όταν τη ρωτήσαμε που είναι η … μας είπε ότι είναι για ψώνια με την μαμά και τις είπαμε ότι θα περιμένουμε. Μετά η γιαγιά άλλαξε την ιστορία και μας είπε ότι είναι στο δωμάτιο και κοιμάται. Εκεί καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Τα αδέλφια της μας έδειξαν το δωμάτιο», περιέγραψε ο αστυνομικός.

Σίγουρος πως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η οκτάχρονη να κινδυνεύει, δεν έχασε καθόλου χρόνο και μαζί με την κοινωνική λειτουργό κατευθύνθηκαν αμέσως προς το δωμάτιο το οποίο υπέδειξαν τα ανήλικα αδέλφια. Αυτό που αντίκρισαν, ωστόσο, δεν το χωράει ανθρώπινος νους, όπως είπε ο αστυνομικός, μιλώντας για κάτι που δεν μπορεί να ξεπεράσει.

Η κατάθεση του αστυνομικού, όπως και όσα αποκάλυψε η ανήλικη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της στο νοσοκομείο σοκάρουν. Το παιδί είχε να φάει και να πιει νερό τουλάχιστον δύο ημέρες, ενώ βρίσκονταν διαρκώς κλειδωμένο μέσα στο παγωμένη δωμάτιο του σπιτιού. Η γιαγιά φαίνεται πως ήταν αυτή που την έβαζε… τιμωρία, ενώ η μαμά απουσίαζε τις περισσότερες ώρες της ημέρας και μόλις επέστρεφε την χτυπούσε.

«Η γιαγιά προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ήταν άσχημο αυτό που είδαμε. Τα υπόλοιπα παιδιά έβλεπαν την αδελφή τους σε τέτοια κατάσταση. Η (σ.σ. όνομα ανήλικης) ήταν σε αυτήν την κατάσταση όλο το χειμώνα. Μέσα στο κρύο, γυμνή και η μαμά να την χτυπάει, μας είπαν τα αδέλφια της. Αυτό μας το είπε και η (σ.σ. όνομα ανήλικης) , ότι η μαμά την χτυπάει βάναυσα, παρά πολύ άσχημα», είπε ο αστυνομικός, ενώ η ανήλικη του αποκάλυψε και έναν διάλογο με τη μητέρα της, όταν την παρακαλούσε να την απαλλάξει από αυτήν τη κακοποιητική κατάσταση.

«Όταν της έλεγα “μαμά δεν αντέχω άλλο, θα πεθάνω”, μου απαντούσε “δεν με νοιάζει, να ψοφήσεις”», είπε η ανήλικη στον αστυνομικό κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της στο νοσοκομείο. «Στο δρόμο μας ζήτησε κάτι να φάει. Μας είπε ότι είχε να φάει τρεις ημέρες και να πιει νερό. Το πρώτο πράγμα που μας ζήτησε είναι λίγο φαγητό και νερό. Φαινόταν ότι έχει καιρό να φάει», κατέθεσε ο αστυνομικός.

«Διέτρεχε ξεκάθαρα κίνδυνο η ζωή της. Δεν είχα αντιμετωπίσει ξανά τέτοια κατάσταση, πιάστηκε η καρδιά μου. Ήταν Φεβρουάριος, είχε χιόνια και ζούσε μέσα σε αυτό στο δωμάτιο στην παγωνιά» υπογράμμισε ο αστυνομικός στη κατάθεση του.