Ταχεία έγκριση για το νέο φάρμακο Lecanemab για την νόσο του Αλτσχάιμερ έδωσε ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA),

Πρόκειται για τη δεύτερη θεραπεία που αναπτύχθηκε από την αμερικανική Biogen και την ιαπωνική φαρμακευτική Eisai, και που έλαβε έγκριση σε λιγότερο από δύο χρόνια.

Η έγκριση του FDA έρχεται μετά τα αποτελέσματα κλινικών δοκιμών που δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο που έδειξαν ότι το Lecanemab επιβραδύνει σε κάποιο βαθμό τη γνωστική μείωση σε άτομα με ήπια συμπτώματα στα αρχικά στάδια της νόσου, αλλά η θεραπεία εγκυμονεί επίσης κινδύνους εγκεφαλικού οιδήματος και αιμορραγίας.

Τα ευρήματα χαρακτηρίστηκαν σημαντικά, με δεδομένη την πλήρη αποτυχία εύρεσης ενός αποτελεσματικού φαρμάκου κατά της νευροεκφύλισης εδώ και δεκαετίες.

Παράλληλα όμως, το lecanemab, ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που χορηγείται ενδοφλέβια, φαίνεται επίσης να ενέχει κινδύνους σοβαρών παρενεργειών, ακόμη και θανάτου, λόγω πρηξίματος του εγκεφάλου (στο 13% των συμμετεχόντων) και αιμορραγίας (στο 17%), ενώ στο 7% χρειάστηκε να διακόψουν τη δοκιμή λόγω των παρενεργειών, γι’ αυτό το φάρμακο θα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω.

Επιπλέον, το φάρμακο δρα μόνο αν έχει έγκαιρα διαγνωστεί η νόσος Αλτσχάιμερ και όχι σε πιο προχωρημένο στάδιο. Ακόμη, η επίδρασή του είναι πολύ μικρή: σε μία κλίμακα 1 έως 18 (από το φυσιολογικό έως τη σοβαρή άνοια), όσοι πήραν το φάρμακο, ήταν κατά μέσο όρο 0,45 μονάδες καλύτερα. Αλλά, σύμφωνα με τους ειδικούς, το κάτι είναι καλύτερο από το τίποτε. Καθώς η δοκιμή διήρκεσε 18 μήνες, ερωτηματικό παραμένει τι επίπτωση θα υπάρχει μετά από αυτό το χρονικό διάστημα.

Το lecanemab στοχεύει στις κολλώδεις τοξικές πλάκες της πρωτεΐνης βήτα αμυλοειδούς, που συσσωρεύονται στον εγκέφαλο των ασθενών με Αλτσχάιμερ, καταστρέφοντας σταδιακά ζωτικά κύτταρα νευρώνων και κατ’ επέκταση τις μνημονικές και γνωστικές λειτουργίες τους. Σύμφωνα με την εταιρεία Eisai, μετά από 18 μήνες δοκιμής το 68% των ατόμων που πήραν το φάρμακο, είχαν καθαρίσει από αυτές τις εγκεφαλικές πλάκες. Μέχρι σήμερα τα όποια φάρμακα απλώς επιτρέπουν μια καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων, αλλά κανένα δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία της νόσου προς την επιδείνωση.