Στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, κατέθεσε σήμερα, ένας από τους πιο βασικούς μάρτυρες στην υπόθεση δολοφονίας του Άλκη Καμπανού από τους 12 «χούλιγκανς».

Ο 22χρονος φίλος του Άλκη και ο ίδιος, θύμα της επίθεσης, περιέγραψε όσα έγιναν τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου του 2020, στην οδό Θ. Γαζή στην περιοχή της Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη, όταν δέχθηκαν τη δολοφονική και απρόκλητη επίθεση από τα οπλισμένα άτομα, εξηγώντας ότι ήταν οργανωμένο χτύπημα και ότι οι κατηγορούμενοι ήθελαν να σκοτώσουν και δε σταμάτησαν ούτε τη στιγμή που ο 19χρονος εκλιπαρούσε αιμόφυρτος για βοήθεια.

Στη κατάθεσή του, αρχικά ανέφερε, ότι είχαν συναντηθεί περίπου στις 20.00 με τον Άλκη και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας του, πήγαν για καφέ στο πάρκο του Άρη, στη συνέχεια για λίγη ώρα στον σύνδεσμο και επέστρεψαν στο πάρκο. Μετά έφυγαν και πήγαν να κάτσουν στα σκαλιά της πολυκατοικίας επί της οδού Θ. Γαζή, εκεί όπου περίπου μισή αργότερα θα δεχόταν την άγρια επίθεση από τους 12 κατηγορούμενους.

«Ο Άλκης ήταν καθισμένος στα σκαλιά. Στην αρχή είδα από αριστερά 4 άτομα, να μας ρωτάνε τι ομάδα είμαστε. Αυτός που μας ρώτησε τι ομάδα είμαστε, ήταν ψηλός, αυτόν κατάλαβα μόνο. Είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα τους με fullface και κουκούλες. Φαίνονταν μόνο τα μάτια και τίποτα άλλο. Ο μόνος που δε φορούσε κάτι ήταν ο ξανθός που είχε διαφορετικό σωματοτυπο, ήταν ψηλός και πιο γεροδεμένος, φορούσε full face αλλά κάλυπτε μέχρι τη μύτη. Ήταν όλοι μαυροφορεμένοι για να μη τους βλέπουν στο σκοτάδι, το έκαναν επίτηδες και ήταν σίγουρα οργανωμένο», ανέφερε για όσα έγιναν το μοιραίο βράδυ.

Βάσει του μάρτυρα, ο ένας από τα τέσσερα άτομα που αρχικά πήγαν προς το μέρος τους κρατούσε ένα ξύλινο κοντάρι και οι υπόλοιποι έφεραν κάτι στα χέρια τους που δε μπόρεσε να αντιληφθεί τι ακριβώς ήταν.

«Είπα ότι είμαστε Άρης. Δε κατάλαβα τι έγινε εκείνη τη στιγμή. Περπατούσαν, δεν ήρθαν γρήγορα. Ήταν ήρεμοι και ψυχροί, δεν κατάλαβα για ποιο λόγο ήρθαν. Απάντησα εγώ και ο Κ. Μετά αντιλήφθηκα από τη δεξιά μεριά περισσότερα άτομα να έρχονται, περίπου 5-6. Εκείνη τη στιγμή το μόνο πράγμα που είδα ήταν το δρεπάνι και κοκάλωσα. Το κρατούσε στα χέρια. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να αμυνθώ, οπότε σήκωσα το κράνος μου. Ανέβηκαν στα σκαλιά όλα τα άτομα και μας επιτέθηκαν. Σήκωσα το κράνος για αυτοάμυνα, το είχα μαζί μου λόγω της μηχανής. Χτύπησα έναν στο κεφάλι, αυτός τότε έκανε δύο – τρία βήματα πίσω και ήρθε και με κάρφωσε με ένα μαχαίρι αριστερά στο πόδι και στη δεξιά μεριά», κατέθεσε.

Στη συνέχεια, τόνισε, ότι επάνω του «έπεσαν» πάνω από τέσσερα άτομα, κάποιοι τον κρατούσαν και άλλοι τον χτυπούσαν και τον καρφωναν με μαχαίρια. «Με σταθεροποιούσαν για να με χτυπήσουν. Είχα αρκετές μαχαιριές. Όλο έγινε σε δευτερόλεπτα. Με χτύπησαν με ξύλο στο κεφάλι και με το δρεπάνι», ανέφερε.

Ο μάρτυρας, περιέγραψε τη στιγμή που ο Άλκης εκλιπαρούσε για βοήθεια, πεσμένος στο έδαφος και έχοντας δεχθεί δεκάδες χτυπήματα από μαχαίρια, ξύλα, τα γκλοπ και το δρεπάνι.

«Με κρατούσαν από πίσω, άκουσα τον Άλκη να φωνάζει “βοήθεια”. Ήταν πεσμένος αριστερά στα σκαλοπάτια. Εγώ ήμουν όρθιος στα σκαλιά, με είχαν κολλήσει στον τοίχο και με χτυπούσαν. Κάποια στιγμή τους έσπρωξα, έφυγα από αυτούς και πήγα να δω τον Άλκη. Τον είδα κάτω και από πάνω του πάρα πολλά άτομα να τον χτυπάνε. Φώναζε για βοήθεια. Ήταν σίγουρα πάνω από δέκα εκείνη τη στιγμή επάνω του. Τον χτυπούσαν με ξύλα, δε μπόρεσα να δω κάτι παραπάνω, προσπαθούσα να καλυφθώ. Πήγα να πέσω επάνω του μπας και προλάβω να σώσω κάτι, αλλά με κράτησαν στη γωνία, πάτησα στη χελώνα της ΔΕΗ, με σταθεροποιήσαν και με χτυπούσαν εκεί πάνω. Δεν κατάφερα να πέσω κάτω. Στη συνέχεια, ένας από αυτούς που χτυπούσε τον Άλκη, γύρισε και με χτύπησε με το ξύλο στο κεφάλι. Προσπάθησα να μη λιποθυμήσω, ήξερα ότι αν πέσω κάτω θα με σκοτώσουν. Κατάφερα να μείνω ξύπνιος και να μη πέσω. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα φεύγουν. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να με χτυπούν στο κεφάλι και μετά να φεύγουν. Σήκωσα ένα δευτερόλεπτο το βλέμμα και είδα να φεύγουν κάποιοι τρέχοντας. Είδα τους περισσότερους να φεύγουν από την Πλαστήρα», είπε.

Ο μάρτυρας ανέφερε ξανά ότι ο Άλκης ούρλιαζε για βοήθεια και έλεγε «δε μπορώ, σταματήστε, πονάω», ωστόσο εκείνοι συνέχισαν χωρίς να δείχνουν κανένα έλεος.

Μόλις τα άτομα ολοκλήρωσαν την οργανωμένη επίθεση και αποχώρησαν, εκείνος, αν και είχε δεχθεί πολλές μαχαιριές και χτυπήματα, έτρεξε αμέσως στον Άλκη.

«Κατέβηκα τα σκαλάκια και σήκωσα τον Άλκη. Είχαμε μείνει οι δύο μας, οι υπόλοιποι πρόλαβαν να φύγουν. Τον σήκωσα, έκανε δύο – τρία βήματα και κάτσαμε στο παρτέρι. Προσπαθούσα να του δώσω βοήθεια, όσο μπορούσα, αλλά άδικα. Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου να του πω τι έγινε, μετά από λίγα λεπτά ήρθε και η αστυνομία, δεν πρόλαβα να τους καλέσω εγώ», κατέθεσε.

«Ηταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, έτρεχε πολύ αίμα, δε μπορούσε να περπατήσει και σε δύο δευτερόλεπτα κατέρρευσε. Έτρεχε πάρα πολύ αίμα παντού, όταν σηκώθηκε υπήρχε κάτω πάρα πολύ αίμα. Πήγαν για να σκοτώσουν», πρόσθεσε.

Σε ερωτήσεις της εισαγγελέως, ο μάρτυρας κατέθεσε πως όση ώρα κράτησε η επίθεση, «Δεν βγήκε λέξη από κανέναν. Ήταν όλοι ψυχροί σαν δολοφόνοι, ήρθαν να σκοτώσουν και κανένας δεν έβγαζε λέξεις. Ήρθαν να κάνουν αυτό που έκαναν αθόρυβα και να φύγουν. Ήρθαν με δρεπάνια, ξύλα και μαχαίρια, πήγαν για να σκοτώσουν. Δεν υπήρξε κανένας καβγάς».

«Θυμάμαι τον Άλκη να φωνάζει βοήθεια και προσπάθησα να τρέξω δίπλα του. Θυμάμαι τον Άλκη στα σκαλιά και μετά ξαπλωμένο κάτω από τα σκαλιά. Το μόνο που θυμάμαι είναι να προσπαθώ να πάω δίπλα στον Άλκη», ανέφερε.

«Το χτύπημα που δέχθηκα ήταν πάρα πολύ ισχυρό. Οι μαχαιριές δε με λύγισαν, το χτύπημα στο κεφάλι όμως με λύγισε. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα καταλάβει ότι έχω δεκαπέντε τραύματα από μαχαίρι, νόμιζα πως είναι τέσσερα. Δεν έχω βρεθεί ξανά σε καβγά. Με σόκαραν όλα. Έγιναν σε δευτερόλεπτα. Αυτό που με σόκαρε πιο πολύ είναι όταν είδα το δρεπάνι. Δεν είχα ξανά μπλεχτεί σε κάτι τέτοιο, μου φαινόταν άγνωστο και ακραίο αυτό που θα ζούσαμε, είχαμε βγει απλά για έναν καφέ. Ούτε εγώ, ούτε ο Άλκης είχαμε συμμετάσχει ποτέ σε επεισόδια», εξήγησε.

Ο μάρτυρας, κατέθεσε ακόμη, πως είναι σίγουρος ότι στην επίθεση συμμετείχαν περισσότερα από 12 άτομα που κάθονται στο εδώλιο, εξηγώντας ότι είναι βέβαιος πως κάποιος ενημέρωσε τους συγκεκριμένους χούλιγκανς ότι η παρέα του βρίσκονταν εκεί, σε ένα σκοτεινό σημείο που μπορούσαν να χτυπήσουν και να διαφύγουν.