Για τον Γιώργο Αρβανιτίδη, επικεφαλής του κοινοβουλευτικού τομέα Περιβάλλοντος – Ενέργειας, ο «κορεσμός των δικτύων είναι η αχίλλειος πτέρνα του ενεργειακού μας συστήματος». Όπως μας είπε στη συνομιλία που είχαμε, «προϋπόθεση της ενεργειακής δημοκρατίας είναι το δικαίωμα συμμετοχής όλων στην πράσινη μετάβαση». Και «δικαίωμα του καταναλωτή είναι να αντιλαμβάνεται στο τιμολόγιο ρεύματος με διαφάνεια πώς προκύπτει η λιανική τιμή ρεύματος».

Διαμόρφωση τιμολογίου

Ξεκινάμε από το τελευταίο. Αναλυτικά είπε: Είναι πολύ βασικό να μπορεί ο καταναλωτής να αντιλαμβάνεται στο τιμολόγιο ρεύματος με διαφάνεια πώς προκύπτει η λιανική τιμή ρεύματος, που σημειωτέον είναι από τις πιο ακριβές στην ΕΕ – ανεξαρτήτως αν έπεσε τελευταίως λόγω επιδοματικής πολιτικής.

Σχηματικά εξαρτάται αυτήν τη στιγμή κυρίως από τέσσερις παράγοντες:

Από την τιμή χονδρικής που διαμορφώνεται χρηματιστηριακά για το φυσικό αέριο. Και αυτό, γιατί δυστυχώς η κυβέρνηση αποφάσισε τα τελευταία τέσσερα χρόνια να αντικαταστήσει βιαίως τα λιγνιτο-εργοστάσια με εργοστάσια παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο, αντί να τα αποσύρει σταδιακά αντικαθιστώντας τα με μονάδες ΑΠΕ. Αντί, δηλαδή, να αλλάξει τον «βρόμικο» αλλά εγχώριο λιγνίτη με «καθαρές» και εγχώριες ΑΠΕ, προτίμησε το… λιγότερο «βρόμικο» και εισαγόμενο φυσικό αέριο.

Από το ενεργειακό μείγμα, από ποια ενεργειακή πηγή δηλαδή παράγεται το ρεύμα που έρχεται στα σπίτια μας. Όταν φυσάει ή έχουμε μεγάλη ηλιοφάνεια, η τιμή της ενέργειας πέφτει, καθώς, όπως έχουν αποδείξει πολλές μελέτες, το κόστος παραγωγής ρεύματος από τις ΑΠΕ είναι σημαντικά χαμηλότερο από το να παράγεις ρεύμα από φυσικό αέριο. Η ολιγωρία και οι καθυστερήσεις της κυβέρνησης να αναπτύξει μικρές και πολλές μονάδες ΑΠΕ, να ενισχύσει τον ενεργειακό συμψηφισμό (net metering – ο πολίτης παράγει και καταναλώνει τη δική του ενέργεια), να «τρέξει» το θεσμικό πλαίσιο για τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, την αξιοποίηση της γεωθερμίας κ.λπ. κοστίζαν σε όλους μας. Δόθηκε προτεραιότητα σε φαραωνικά έργα ΑΠΕ (μεγάλων ομίλων) που θέλουν μεγαλύτερους χρόνους ολοκλήρωσης και αποφέρουν κέρδος πρωτίστως στις μεγάλες εταιρείες.

Από εισαγωγές ρεύματος γειτονικών χωρών, που εισρέουν στο ελληνικό μας σύστημα. Όταν μπορείς να αγοράσεις
δηλαδή πιο φθηνή ενέργεια από τα γειτονικά κράτη, μπορείς και να ρίξεις τον μέσο όρο της τιμής στην εγχώρια αγορά. Η κυβέρνηση όμως επαναπαύθηκε και δεν «έτρεξε» τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις με Ιταλία, Βουλγαρία κ.λπ. Παραδείγματος χάριν: Μια γραμμή υπερυψηλής τάσης του ΑΔΜΗΕ που έχει μελετηθεί και προταθεί από το 2000 και θα έπρεπε να είναι έτοιμη εδώ και 1-2 χρόνια, ώστε να έχουμε μια δεύτερη σύνδεση με τη Βουλγαρία (Νέα Σάντα -Μαρίτσα). Φτάσαμε στο 2023 και ακόμα τρέχουμε να ολοκληρώσουμε το δικό μας τμήμα 30 χλμ., ενώ οι Βούλγαροι που είχαν να κατασκευάσουν 130 χλμ. είναι έτοιμοι!

Από τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς, που δεν μπορούν να συνεχίζονται εσαεί και θα έπρεπε να είναι πιο στοχευμένες. Τα δισεκατομμύρια ευρώ των επιδοτήσεων στην ουσία πηγαίνουν στις τσέπες των ενεργειακών εταιρειών, από τις οποίες υποτίθεται έφυγαν ως φορολογία υπερκερδών. Αν είχαν δοθεί ως οικονομικά κίνητρα που θα επιβράβευαν τη μείωση της ενέργειας στα νοικοκυριά, θα είχαν πολύ πιο θετικό αποτύπωμα (τα ενεργειακά αποδοτικά νοικοκυριά θα μπορούσαν να λαμβάνουν αυτά τα ποσά ως σημαντικές εκπτώσεις στους λογαριασμούς τους (φορολογικά κίνητρα) για δράσεις ενεργειακής αναβάθμισης και εγκατάστασης συστημάτων ΑΠΕ
– π.χ. φωτοβολταϊκά, ηλιακοί θερμοσίφωνες, που θα μείωναν μόνιμα το ενεργειακό τους κόστος). Ωστόσο βλέπουμε
να διαμορφώνονται ολιγοπωλιακές συνθήκες – η κυβέρνηση δεν θέλει να βάλει κανόνες υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά και δεν χρησιμοποιεί τους ελεγκτικούς μηχανισμούς όσο θα έπρεπε.

Συνοπτικά: Η ενεργειακή πολιτική της ΝΔ έχει αποτύχει παταγωδώς σε επίπεδο προβλεπτικότητας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, η οποία ναι μεν οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες αλλά μας βρήκε απροετοίμαστους. Εξαρχής είχαμε προτείνει ένα πλαφόν στη λιανική τιμή, όσο διαρκεί η κρίση, και μια εύλογη αποζημίωση των προμηθευτών που θα πωλούσαν κάτω του κόστους. Το κόστος αυτό θα ήταν
σημαντικά μικρότερο για τον προϋπολογισμό από ό,τι τώρα.

«Κορεσμένα» δίκτυα

Για εμάς, συνεχίζει ο κ. Αρβανιτίδης, πρώτη προτεραιότητα είναι: «Δίκτυα, δίκτυα, δίκτυα. Δεν επαρκούν και σε πολλές περιοχές είναι “κορεσμένα”. Τα δίκτυα μεταφοράς είναι η “αχίλλειος πτέρνα” του ελληνικού ενεργειακού συστήματος. Ο ηλεκτρικός χώρος έτσι δεν επαρκεί για σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ.
Αυτό ισχύει για τον ΔΕΔΔΗΕ και για τον ΑΔΜΗΕ. Συνέπεια αυτού του κορεσμού και της ανυπαρξίας ηλεκτρικού χώρου είναι το επ’ αόριστον “πάγωμα” από τον ΔΕΔΔΗΕ νέων αιτήσεων σύνδεσης ανεξάρτητων μικρών παραγωγών. Για τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, δηλαδή για μικρά και μεσαία φωτοβολταϊκά που θα πωλούν την παραγωγή τους στο δίκτυο, έρχεται το τέλος και εξοβελίζονται πλήρως οι μικροί από την αγορά των ΑΠΕ προς χάριν λίγων μεγάλων συμφερόντων. Αυτό θα είναι και το τέλος της ενεργειακής δημοκρατίας, για την
οποία αναγκαία προϋπόθεση είναι να έχουν όλοι δικαίωμα συμμετοχής στην πράσινη μετάβαση. Αλλιώς, θα αποτύχει.

Όλα λοιπόν τα έργα αναβαθμίσεων του εθνικού δικτύου θα πρέπει να επιταχυνθούν και να αντιμετωπιστούν όπως
τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων, σε συνδυασμό με την ενίσχυση των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων της χώρας. Έχουμε καταθέσει πρόταση ώστε η χώρα μας να γίνει εξαγωγός χώρα “καθαρής” ενέργειας μέχρι το 2030, μέσω μιας ηλεκτρικής λεωφόρου που θα την συνδέει με την Κεντρική Ευρώπη. Παρά την υιοθέτηση της πρότασής μας από την κυβέρνηση και τη σχετική εξαγγελία του αρμόδιου υπουργού, δεν βλέπω να γίνεται κάτι.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιλέγει και ιδιωτικοποιεί κρίσιμες ενεργειακές υποδομές και δίκτυα, όπως ο ΔΕΔΔΗΕ
και η ΔΕΠΑ Υποδομών. Δεν δεσμεύει όμως τους ιδιώτες για επενδύσεις και ανάπτυξη των δικτύων, αλλά κατευθύνει δημόσιους πόρους και κονδύλια από το Ταμείο Ανάπτυξης για την υλοποίηση αυτών των έργων!».

Πού πάσχει το target model

«Δυστυχώς έγινε μια πολύ στρεβλή εφαρμογή του target model (του ενιαίου μοντέλου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στην Ελλάδα», υποστηρίζει ο κ. Αρβανιτίδης: «Το Χρηματιστήριο Ενέργειας μπήκε σε λειτουργία
σε κακό timing. Εφαρμόστηκαν πρόχειρα σε μια εντελώς ανώριμη αγορά, όπως η ελληνική, μοντέλα και πρακτικές των ώριμων αγορών ηλεκτρικής ενέργειας της Βόρειας Ευρώπης. Παράλληλα, υπήρξε καθυστερημένη διαπίστωση της ανάγκης για διμερή συμβόλαια πράσινης ενέργειας μεταξύ παραγωγών και ενεργοβόρων βιομηχανικών καταναλωτών για μείωση του ενεργειακού τους κόστος, όταν η ΔΕΗ έθεσε ζήτημα αναπροσαρμογής των τιμολογίων τους, απαιτώντας τεράστιες αυξήσεις».

 

του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο