Ενώ αρχίζουν να κυριαρχούν εμβληματικές πολιτικές που μεταμορφώνουν και προσανατολίζουν παγκοσμίως τη βιομηχανία προς τις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, παράλληλα δεν έχει υποχωρήσει, όπως αναφέρουν διεθνείς εκθέσεις, η χρηματοδότηση ορυκτών καυσίμων, που «δεν συνάδει με τη Συμφωνία του Παρισιού (2016) και τον στόχο για μηδενικές εκπομπές άνθρακα το 2050». Την ίδια στιγμή αυξάνεται η σπουδαιότητα των «ορυκτών κρίσιμης σημασίας» ως βασικών συστατικών στην πράσινη μετάβαση.

Προς την κατεύθυνση του πράσινου μετασχηματισμού της βιομηχανίας είναι: ο νόμος περί Net Zero Industry Act στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανακοίνωση Μπάιντεν για διοχέτευση κεφαλαίων προς ενίσχυση της παραγωγής μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων στις ΗΠΑ, το πενταετές σχέδιο της Κίνας (2021-2025), η πολιτική κινήτρων για βιώσιμη παραγωγή στην Ινδία, το πρόγραμμα πράσινου μετασχηματισμού της Ιαπωνίας κ.λπ.

Από τα τέλη του 2022, η εκτιμώμενη (υπάρχουσα και ανακοινωθείσα) παραγωγική ικανότητα για ηλιακά φωτοβολταϊκά έχει αυξηθεί κατά 60%, για μπαταρίες κατά 25% και για ηλεκτρολύτες κατά 20%, αναφέρει η έκθεση Energy Technology Perspectives.

Ωστόσο, η αρμόδια επιτροπή για το κλίμα, του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, προειδοποιεί ότι «απέχουμε πολύ» από το επίπεδο και την ταχύτητα μείωσης των εκπομπών για να μείνει η θερμοκρασία στον 1,5 βαθμό Κελσίου.

Η έκθεση Banking on Climate 2023 έρχεται να συμμεριστεί τις ανησυχίες του ΟΗΕ, κάνοντας λόγο για υπέρμετρη χρηματοδότηση εταιρειών ορυκτών καυσίμων, από τις 60 μεγαλύτερες εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες του κόσμου: Από την υιοθέτηση της Συμφωνίας του Παρισιού έχει φτάσει σχεδόν τα 5,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, με 673 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο το 2022.

«Επτά χρόνια από τη Συμφωνία», όπως αναφέρει η έκθεση, «η JP Morgan Chase παραμένει ο μεγαλύτερος χρηματοδότης ορυκτών καυσίμων, συνολικού ύψους 434 δισεκατομμυρίων δολαρίων». Η Mitsubishi UFJ Financial Group (MUFG) κατατάσσεται στους επίσης μεγάλους χρηματοδότες μεταξύ των ασιατικών τραπεζών, με 29,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022. Ακολουθεί η γαλλική τράπεζα BNP Paribas στην Ευρώπη, με 20,8 δισεκατομμύρια δολάρια την ίδια χρονιά.

Τα δύο τελευταία χρόνια, από τότε που ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) άρχισε να υποστηρίζει ότι «η ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου θα περιόριζε τις πιθανότητες περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από 1,5 βαθμό Κελσίου, οι περισσότερες τράπεζες απέτυχαν να υιοθετήσουν αυστηρές πολιτικές αποκλεισμούς για εταιρείες που επεκτείνουν τα ορυκτά καύσιμα».

Συγκεκριμένα:

·       Η Tar sands oil, κορυφαίες εταιρείες πίσσας άμμου, έλαβαν χρηματοδότηση 21,0 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022, με επικεφαλής τις μεγαλύτερες καναδικές τράπεζες, οι οποίες παρείχαν το 89% αυτών των κεφαλαίων. Οι TD, RBC και Bank of Montreal βρίσκονται στην κορυφή της λίστας.

·       Οι κινεζικές τράπεζες ICBC, Agricultural Bank of China και China Construction Bank ηγήθηκαν της χρηματοδότησης για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Αρκτικής, που ανήλθε συνολικά σε 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Επίσης, 26 τράπεζες εξακολουθούν να χρηματοδοτούν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Αρκτικής, συμπεριλαμβανομένων των JP Morgan Chase, Citi και Bank of America.

·       Η ισπανική τράπεζα Santander ηγείται της χρηματοδότησης εταιρειών που εξορύσσουν στη βιομάζα του Αμαζονίου, περιλαμβάνεται και η αμερικανική τράπεζα Citi. Η χρηματοδότηση ανήλθε συνολικά σε 769 δολάρια το 2022.

·       Η χρηματοδότηση για εταιρείες fracking ανήλθε συνολικά σε 67 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 – μια αύξηση 8% σε σχέση με τη χρηματοδότηση το 2021. Η RBC και η JP Morgan Chase είναι οι κορυφαίοι χρηματοδότες του fracked πετρελαίου και φυσικού αερίου για το 2022 και μετά τη Συμφωνία του Παρισιού.

·       Οι ευρωπαϊκές τράπεζες BNP Paribas, Crédit Agricole και η ιαπωνική τράπεζα SMBC Group βρίσκονται στην κορυφή της λίστας με τους χειρότερους χρηματοδότες υπεράκτιων πετρελαίου και φυσικού αερίου για το 2022. Η χρηματοδότηση ανήλθε συνολικά σε 34 δισ.

·       Από τη χρηματοδότηση 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων που διατέθηκαν σε 30 μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης στον κόσμο, το 87% χορηγήθηκε από τράπεζες που βρίσκονται στην Κίνα, με επικεφαλής την China CITIC Bank, την China Everbright Bank και την Industrial Bank.

·       Από τη χρηματοδότηση των 30 κορυφαίων εταιρειών στον κόσμο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα, το 97% της χρηματοδότησης χορηγήθηκε από κινεζικές τράπεζες. Αυτές οι εταιρείες, οι οποίες έχουν σχέδια να επεκτείνουν την παραγωγική ικανότητα από άνθρακα, έλαβαν 29,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ο ΔΟΕ αναγνωρίζει πάντως ότι «οι κυβερνήσεις των G7 (Group of Seven) έχουν ήδη αναγνωρίσει τη σημασία της δημιουργίας ανθεκτικών, ασφαλών και βιώσιμων αλυσίδων εφοδιασμού για την επιτάχυνση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια.

Ο ΔΟΕ αναγνωρίζει επίσης ότι, εκτός από την παραγωγή καθαρών τεχνολογιών, το ζήτημα της ασφάλειας των ορυκτών κρίσιμης σημασίας, όπως νικέλιο, λίθιο κ.λπ., είναι (εξίσου) στρατηγικής σημασίας για πολλές χώρες και ένας τομέας όπου η ανάγκη για διεθνή συνεργασία είναι έντονη. Αυτά τα ορυκτά αποτελούν βασικό συστατικό στη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια και η διαφοροποίηση είναι απαραίτητη για τον μετριασμό των διαταραχών ή των σημείων συμφόρησης στις αλυσίδες εφοδιασμού. (Ως κρίσιμα ορυκτά ορίζονται τα υλικό χωρίς καύσιμο που θεωρείται ζωτικής σημασίας για την οικονομική ευημερία των μεγάλων και αναδυόμενων οικονομιών του κόσμου).

Ως «παγκόσμια ενεργειακή αρχή», ο ΔΟΕ ανακοίνωσε ότι «αναλαμβάνει την ηγετική ευθύνη για την ασφαλή και βιώσιμη προμήθεια κρίσιμων ορυκτών. Η αποτελεσματική διαχείριση αυτών των πόρων είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι οι κλιματικοί στόχοι μεταφράζονται σε απτά έργα και καθαρή ενέργεια. Θεωρούμε ανάγκη να έρθουν κοντά οι κυβερνήσεις, η βιομηχανία, οι επενδυτές και άλλοι συμμετέχοντες, για να αντιμετωπίσουν συλλογικά ζητήματα που θα έχουν βαθύ αντίκτυπο στο μέλλον της ενεργειακής ασφάλειας και στις παγκόσμιες προσπάθειες για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών».

Δεσμευτική συμφωνία

Η Συμφωνία του Παρισιού είναι μια νομικά δεσμευτική διεθνής συνθήκη για την κλιματική αλλαγή. Εγκρίθηκε από 196 μέρη στο COP 21 στο Παρίσι, στις 12 Δεκεμβρίου 2015, και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Νοεμβρίου 2016. Ο μακροπρόθεσμος στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού είναι η διατήρηση της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας αρκετά κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου, πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, και η συνέχιση των καταβαλλόμενων προσπαθειών ώστε να μην υπερβεί η αύξηση τον 1,5 βαθμό Κελσίου. Η ΕΕ και όλα τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να θέτουν στόχους και να κοινοποιούν τις εθνικά καθορισμένες συνεισφορές τους (NDC) ανά πενταετία, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της Συμφωνίας του Παρισιού.

 

του Φίλη Καϊτατζή

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο