Ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το… αίνιγμα της Σφίγγας
Αυτές τις ημέρες, πολύς κόσμος θα ήθελε να βρίσκεται μέσα στο μυαλό του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο ίδιος κρατά ερμητικά σφραγισμένες τις σκέψεις του για το πρόσωπο που πρόκειται να προτείνει για την Προεδρία της Δημοκρατίας, τόσο ερμητικά που – παραδόξως για το πολιτικό σκηνικό της χώρας- κανείς δεν μπορεί να «διαρρεύσει» εκ του ασφαλούς ότι «εγώ ξέρω τι σκέφτεται ο πρωθυπουργός».
Ενδείξεις υπάρχουν, φυσικά, όπως και ονόματα που «παίζουν» στο τραπέζι. Στο τέλος, όμως, όλα θα κριθούν από τον τρόπο που ο ίδιος ο Μητσοτάκης θέλει να συνεχίσει το σκακιστικό παιχνίδι: Η επιλογή του ΠτΔ θα είναι απλώς η επόμενη κίνηση, η παρτίδα δεν τελειώνει εκεί.
Η εφημερίδα «Political», παρ’ όλα αυτά, κάνει κάποιες υποθέσεις. Η ασφαλέστερη από αυτές είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα θελήσει με την επιλογή Προέδρου να ενώσει, όχι μόνο το δικό του κόμμα, αλλά και τον ευρύτερο χώρο του Κέντρου, ο οποίος πλέον έχει απλωθεί προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Και διευρύνεται διαρκώς, αλλάζοντας το πολιτικό σκηνικό. Ο Μητσοτάκης είναι ένας πολιτικός με μεγάλο εύρος επισκόπησης· η πολιτική του όραση δεν περιορίζεται στα του κόμματός του, αλλά αγκαλιάζει αυτό που τελικά είναι και η ραχοκοκαλιά του εκλογικού σώματος: το μετριοπαθές Κέντρο, τον μέσο πολίτη που δεν αγαπά τις κορόνες και τους λαϊκισμούς, που δεν συμπαθεί τα άκρα, που θέλει σταθερότητα και ασφάλεια.
Οι τρεις επιλογές
Οι βασικές επιλογές του Πρωθυπουργού είναι τρεις: Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά ή να επιλέξει έναν υπερκομματικό τεχνοκράτη, όπως τον Λουκά Παπαδήμο ή τον Γιάννη Στουρνάρα.
Στην πρώτη περίπτωση, μέσω του Νίκου Δένδια, ας πούμε, ή του Κώστα Τασούλα, θα κρατούσε ικανοποιημένο το κόμμα του (πλην αυτών των λίγων που δεν ικανοποιούνται με τίποτε, οπότε δεν τον νοιάζουν), όμως ενδεχόμενα θα αποξένωνε την Κεντροαριστερά, το ΠΑΣΟΚ δηλαδή.
Στη δεύτερη περίπτωση, θα πρέπει να κινηθεί πολύ προσεκτικά, ώστε ναι μεν να ικανοποιήσει τους εξ αριστερών του, αλλά χωρίς να αποξενώσει την πιο συντηρητική πτέρυγα της παράταξής του. Δεν υπάρχουν πολλά πρόσωπα που να μπορούν να ικανοποιήσουν αυτήν τη συνθήκη. Ο Αλέκος Παπαδόπουλος ή ο Τάσος Γιαννίτσης είναι πρόσωπα με εκσυγχρονιστικό προφίλ, στα οποία θα έλεγε «ναι» το ΠΑΣΟΚ, όμως κανείς τους δεν έχει το ειδικό βάρος -ή και το βαρύ όνομα- του Ευάγγελου Βενιζέλου. Επίσης, κανείς πλην του Βενιζέλου δεν θα φέρει σε «δύσκολη» θέση και τα πιο αριστερά του πολιτικού φάσματος, ωθώντας με λίγα λόγια τον ΣΥΡΙΖΑ να συνταχθεί με τον πρωθυπουργό. Εάν συμβεί αυτό, ο Μητσοτάκης θα καταγράψει δεύτερη διακομματική συναίνεση μετά το νομοσχέδιο για τον γάμο των ατόμων του ιδίου φύλου. Και θα βρεθεί ακόμη ένα βήμα πιο κοντά στην απόλυτη κυριαρχία του επί του ευρέος πυρήνα του πολιτικού σκηνικού.
Έμπειρος και ρεαλιστής
Πέραν αυτού, δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς κάποιον Έλληνα πολιτικό πιο ευρυμαθή, πιο ουσιαστικό και πιο έμπειρο από τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Αν και χειμαρρώδης στον δημόσιο λόγο του, ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν ενέδωσε ποτέ στις σειρήνες του λαϊκισμού. Τουναντίον, ήταν πάντα η επιτομή του ρεαλισμού και αυτό είναι ίσως το πιο χρήσιμο, αν όχι απαραίτητο στοιχείο που πρέπει να έχει ένας πολιτικός σήμερα.
Στο παρελθόν, δεν δίστασε να ρισκάρει την πολιτική του καριέρα όταν έκρινε ότι η σύμπραξη με τη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά ήταν για το καλό της χώρας. Αυτό μπορεί από κάποιους να καταγράφηκε ως «αρνητικό», για όσους αντιμετωπίζουν με τον ίδιο ρεαλισμό την πολιτική, όμως, μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να έχει.
Εξωστρεφή και «ορατή»
Το μόνο βέβαιο για τον Ευάγγελο Βενιζέλο είναι ότι δεν θα είναι ένας «σιωπηλός» Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, του είδους στο οποίο έχουμε συνηθίσει. Έτσι κι αλλιώς, εκ του Συντάγματος ο ΠτΔ δεν μπορεί να κάνει πολλά, μπορεί να πει πολλά, όμως, και έχει σημασία πώς και από ποιους θα ακουστούν αυτά σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Αν μη τι άλλο, τον Βενιζέλο τον ακούς. Και δεν τον ακούς μόνο εσύ, τον ακούν κι εκείνοι που πρέπει. Διότι ξέρει τι λέει, πώς να το πει και πότε να το πει. Εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον επιλέξει, δεν θα επιλέξει μόνο ένα πρόσωπο που θα μπορεί να του διασφαλίσει ευρεία συναίνεση -το οποίο τελικά αφορά τον ίδιο και την κυβέρνησή του-, αλλά και ένα πρόσωπο που μπορεί στο μέτρο του δυνατού να μεταμορφώσει την Προεδρία της Δημοκρατίας. Να την κάνει πιο εξωστρεφή και «ορατή».
Παρ’ όλα αυτά, όλα καταλήγουν στην ίδια σκακιστική παρτίδα που «παίζει» στο μυαλό του ο πρωθυπουργός. Εκείνος ξέρει τι είδους Πρόεδρο θέλει, εκείνος ξέρει τις προτεραιότητές του, εκείνος κινεί τα πιόνια κι εκείνος «ζυγίζει» τις πιθανότητες και τις συνέπειες. Είναι βέβαιον ότι όλα αυτά τα έχει σκεφτεί ήδη. Όπως και άλλα τα οποία κανείς, πλην του ιδίου, δεν γνωρίζει…