Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι πλέον στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, αλλά μια πραγματικότητα που επηρεάζει το σύγχρονο κράτος και τις λειτουργίες του. Στην Ελλάδα, όπου ο δημόσιος τομέας συχνά κατηγορείται για γραφειοκρατία, αργούς ρυθμούς και δυσκαμψία, η ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν είναι απλώς μια ευκαιρία για εκσυγχρονισμό. Η ψηφιακή Ελλάδα αναδεικνύεται σε ένα από τα βασικά στοιχήματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η Δημόσια Διοίκηση στη χώρα μας αντιμετωπίζει διαχρονικά και γνωστά σε όλους μας προβλήματα. Η πραγματική πρόκληση δεν είναι μόνο η τεχνική υποδομή, αλλά η αλλαγή νοοτροπίας, ιδίως σε έναν δημόσιο τομέα με μέσο όρο ηλικίας άνω των 50 ετών! Ο εκσυγχρονισμός του κράτους περνά μέσα από την εκπαίδευση και την επανακατάρτιση των δημοσίων υπαλλήλων. Ο υψηλός ηλικιακός μέσος όρος δημιουργεί ανησυχίες για δυσκολία προσαρμογής, όμως η εμπειρία από άλλες χώρες δείχνει ότι ακόμα και εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας μπορούν να εξοικειωθούν με τις τεχνολογικές εξελίξεις, εφόσον τους δοθούν τα κατάλληλα εργαλεία.
Η μετάβαση σαφώς δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Παράλληλα, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έρχεται για να καταργήσει θέσεις εργασίας, αλλά για να απελευθερώσει ανθρώπινους πόρους από μηχανιστικές και χρονοβόρες διαδικασίες και να τους στρέψει σε καθήκοντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, σε πιο δημιουργικές και παραγωγικές δραστηριότητες. Πρέπει να περάσει το μήνυμα ότι η νέα εποχή δεν απειλεί, αλλά ενδυναμώνει. Η τεχνολογία δεν υποκαθιστά την ανθρώπινη κρίση, τη συμπληρώνει. Ο δημόσιος τομέας πρέπει να γίνει πιο ευέλικτος και ανοικτός στην αλλαγή.
Η ελληνική Πολιτεία έχει ήδη κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, με το λαμπρό παράδειγμα του gov.gr, την ψηφιοποίηση υπηρεσιών και την ενίσχυση της διαφάνειας. Όμως, η εισαγωγή της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν μπορεί να περιοριστεί στην απλή αυτοματοποίηση διαδικασιών. Χρειάζεται μια ολιστική πολιτική προσέγγιση, που να στοχεύει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και στην αξιοποίηση της τεχνολογίας προς όφελος όλων.
Σε διεθνές επίπεδο, η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει ήδη ανατρέψει ισορροπίες. Το παράδειγμα της Κίνας με το Deepseek αποδεικνύει ότι η τεχνολογία μπορεί να φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα με περιορισμένο κόστος, καθώς και ότι οι αλλαγές αυτές δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Δύσης. Ο ανταγωνισμός είναι σφοδρός, με εταιρείες όπως η Meta και η OpenAI να επενδύουν δισεκατομμύρια, υπογραμμίζοντας ότι οι χώρες που θα αργήσουν να προσαρμοστούν θα μείνουν πίσω. Η Ελλάδα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί γρήγορα για να διασφαλίσει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη τεχνολογικής προόδου.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση δεν είναι απλώς τεχνοκρατική. Ο φόβος της αλλαγής, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους, είναι αναμενόμενος, αλλά μπορεί να ξεπεραστεί. Χρειάζονται εκπαιδευτικά προγράμματα, συστηματική ενημέρωση και μια σταθερή δέσμευση από την πολιτική ηγεσία ότι οι θέσεις εργασίας δεν απειλούνται, αλλά μετασχηματίζονται. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό, προωθώντας την ιδέα ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη αποτελεί σύμμαχο για ένα πιο αποτελεσματικό και λιγότερο καταπιεστικό εργασιακό περιβάλλον.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη, τελικά, είναι εργαλείο και όχι πανάκεια. Το πώς θα αξιοποιηθεί εξαρτάται από εμάς. Επιβάλλεται να γίνει ο μοχλός που θα ωθήσει την Ελλάδα σε μια νέα εποχή προόδου. Αρκεί να έχουμε τη διορατικότητα, τη βούληση και τη συνεργασία που απαιτείται για να την αξιοποιήσουμε προς όφελος όλων.
του Δημήτρη Κούβελα
Βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με τη ΝΔ

