Όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι οι χαμένοι «της μάχης των Τεμπών»,
ενώ κερδισμένοι οι ακραίοι της Δεξιάς και οι αντισυστημικοί
Οι διαδηλώσεις για την τραγωδία των Τεμπών, στις οποίες κατέβηκαν αρκετές δεκάδες χιλιάδες πολιτών, μαζί με τις αναπόδεικτες μεν μέχρι στιγμής, πλην σοβαρές καταγγελίες για συγκαλύψεις, έφεραν μια νέα κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό, που πλέον κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει.
Ανεξάρτητα από την κοινοβουλευτική και δικαστική εξέλιξη της τραγωδίας των Τεμπών, το σίγουρο είναι πως οι πολιτικές παρενέργειες είναι αξιοσημείωτες και δεν περιορίζονται μόνο στο κυβερνητικό στρατόπεδο, όπως δείχνουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Ο Μητσοτάκης και η κυβέρνηση από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν κολλημένοι στον τοίχο, ενώ ακόμα δεν έχουμε πρακτικά κάποια νέα εξέλιξη πέραν των μαζικών διαδηλώσεων. Ακόμα και το πόρισμα του Πολυτεχνείου, που αναμένεται να μας φωτίσει για να καταλάβουμε γιατί έγινε η μεγάλη έκρηξη, η οποία ενδεχομένως οδήγησε στον θάνατο κάποιους τραυματισμένους, δεν το έχουμε δει και άρα δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε ανατροπή σε όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Όπως επίσης δεν έχουμε δει ακόμα το πόρισμα του εφέτη ανακριτή που διερευνά διεξοδικά την υπόθεση εδώ και δύο χρόνια, από το οποίο επίσης θα συναχθούν κάποια συμπεράσματα και με το οποίο θα επιρρίπτονται ευθύνες και θα παραπέμπονται σε δίκη όσοι κριθεί ότι έχουν ευθύνη.
Εργαλειοποίηση
Όμως, αυτά τελούν εν αναμονή. Παρά ταύτα, η αντιπολίτευση, εργαλειοποιώντας αυτό το δράμα, προσπαθεί να δρέψει πολιτικά οφέλη. Γι’ αυτό και η προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή που ζήτησαν, γι’ αυτό και η σχεδιαζόμενη πρόταση μομφής, παρότι δεν υπάρχουν ακόμα νέα στοιχεία που να τεκμηριώνουν ευθύνες ποινικές ή πολιτικές για στελέχη της κυβέρνησης.
Αλλά τι έχει πράγματι κερδίσει μέχρι τώρα η αντιπολίτευση, ιδιαίτερα μετά τις ογκώδεις διαδηλώσεις της προπερασμένης Κυριακής και την «απολογητική» συνέντευξη του πρωθυπουργού;
Αυτό που βλέπουμε στις πρώτες δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν μετά τα συλλαλητήρια, είναι ότι η ΝΔ έχει απώλειες της τάξης του 1,5%-1,7%. Απώλεια όμως δείχνει να σημειώνουν και τα άλλα δύο συστημικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Αξιοσημείωτο είναι ότι σ’ αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή για την κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ πέφτει, για τρίτο συνεχή μάλιστα μήνα, στις δημοσκοπήσεις και ο ΣΥΡΙΖΑ με τα δόντια κρατιέται σε ένα 7% -7,5%, αν δεν χάνει και οριακά. Ωστόσο, δεν είναι περίεργο. Αναφερόμαστε στα δύο αυτά κόμματα που έχουν κυβερνήσει τη χώρα μεταπολιτευτικά. Έχουν ευθύνες στα μάτια της κοινωνίας για παθογένειες του ΟΣΕ και των σιδηροδρόμων του κράτους, των θεσμών και της Δικαιοσύνης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε τραγωδίες όπως στο Μάτι και δεν πήρε και τον καλύτερο βαθμό, με τη δίκη να γίνεται έξι ολόκληρα χρόνια μετά, με κανέναν πολιτικό να παραιτείται και τους παραπεμφθέντες όλους για πλημμέλημα. Ακόμη και η εγκατάσταση του συστήματος ΕΤCS στους σιδηροδρόμους, για την οποία «κατηγορείται» ότι δεν ολοκλήρωσε ο επί ΝΔ υπουργός Συγκοινωνιών Κώστας Καραμανλής, επί ΣΥΡΙΖΑ (με υπουργό τον Χρ. Σπίρτζη) δεν είχε προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Ο Χρήστος Σπίρτζης μάλιστα είχε χειριστεί, εκτός από τη σύμβαση 717, και τα θέματα τηλεδιοίκησης και την ιδιωτικοποίηση του μεταφορικού έργου του ΟΣΕ.
Πολιτική εκμετάλλευση
Είναι πολύ σημαντικό επίσης το δημοσκοπικό εύρημα, ότι το 73,5% θεωρεί ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης θέλουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά την υπόθεση. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Ενώ αμέσως μετά τα συλλαλητήρια, όλα τα κόμματα εξέδωσαν ανακοινώσεις για τον αυθόρμητο και τον υπερκομματικό χαρακτήρα τους, οι δυνάμεις αυτές, συν η Νέα Αριστερά, εκπέμπουν μια εικόνα ενός συνεχούς διαγκωνισμού για το ποιος θα καταθέσει πρώτος ερώτηση στη Βουλή ή ποιος θα κάνει πρώτος πρόταση μομφής στην κυβέρνηση. Από προτάσεις δε για βελτίωση του προβλήματος «σιδηρόδρομοι Ελλάδος», μηδέν. Στα δύο χρόνια από το δυστύχημα των Τεμπών μέχρι σήμερα, για δικούς του λόγους το καθένα, τα δύο συστημικά αντιπολιτευόμενα κόμματα έβλεπαν απλώς «τα τρένα να περνούν». Δεν επιδίωξαν ποτέ να πάνε τη συζήτηση πέρα από τα σενάρια συγκάλυψης και τον προβληματισμό για το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας.
Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα στοιχεία δίνουν χώρο και επανεμφανίζουν ισχυρό τον Κανένα, αυξάνουν την «γκρίζα ζώνη» στο 22%-23% και το άθροισμα των πέραν της ΝΔ Δεξιάς στο 21%-22%, με ουσιαστικούς κερδισμένους αυτής της περιόδου τα αποκαλούμενα ακροδεξιά και αντισυστημικά κόμματα.
«Επιστρέφει»
Αν πριν από δύο τρεις εβδομάδες η εκτίμηση που προέκυπτε ήταν ότι η ΝΔ έχει μπει σε ανοδική πορεία και τα ποιοτικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν καύσιμα να συνεχίσει, τώρα φαίνεται ότι η κυβέρνηση, έχοντας τις συγκεκριμένες απώλειες, επιστρέφει περίπου στον κύκλο της εκλογικής επίδοσης των ευρωεκλογών και ότι οι ποιοτικοί δείκτες μπορεί να την τραβήξουν προς τα κάτω, αν δεν δείξει αντανακλαστικά και αν δεν πάρει καίριες πρωτοβουλίες.
Μόνο που τώρα οι δυσκολίες θα είναι μεγαλύτερες, αφού έδωσε χρόνο και χώρο να αναπτυχθούν θεωρίες συγκάλυψης και συνωμοσίας κάθε είδους. Τώρα έχει να αντιμετωπίσει το 81,1%, που πιστεύει ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να πέσει φως στην υπόθεση των Τεμπών (έρευνα MRB) και το 74,2% που κρίνει ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει την υπόθεση (έρευνα GPO).
Επιπλέον, έχει μπροστά της ένα δύσκολο χρονικό διάστημα, όπου θα κυριαρχεί η υπόθεση των Τεμπών, με συζήτηση στη Βουλή, νέα συλλαλητήρια, έκδοση πορισμάτων. Γι’ αυτό, αν μέχρι πριν από δεκαπέντε μέρες χρειάζονταν αλλαγές, τώρα χρειάζονται ανατροπές. Αν χρειάζονταν εξηγήσεις, τώρα χρειάζονται γρήγορες διαδικασίες για την εκκίνηση της δίκης. Δεν υπάρχει χρόνος για ολιγωρία και άλλα λάθη.
του Φώτη Σιούμπουρα