Δεν μπορούμε να προβλέψουμε αν ο Τραμπ θα προσαρτήσει τον Καναδά και τη Γροιλανδία, αν θα αναλάβει τη διοίκηση της Διώρυγας του Παναμά, αν θα λήξει τη σύγκρουση στην Ουκρανία και αν θα μετατρέψει τη Γάζα σε Ριβιέρα. Μπορούμε να συμπεράνουμε όμως ότι, μετά τη Διάσκεψη στο Μόναχο και τα όσα είπε ο υπουργός του επί των Εξωτερικών, κατέστη απολύτως σαφές ότι η σχέση που διαμορφώθηκε ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και εν πολλοίς διαμόρφωσε τον κόσμο έφτασε στο τέλος της.
Είναι το «τέλος μιας σχέσης» ανάμεσα στη δημοκρατική Ευρώπη και αυτό που ήταν η πιο ισχυρή και μία από τις παλαιότερες χώρες του πλανήτη. Η φράση του Ντόναλντ Τραμπ, πως «δεν παραβιάζει κανέναν νόμο όποιος σώζει τη χώρα του» είναι απολύτως ενδεικτική, τόσο των αντιλήψεών του όσο και των προθέσεών του.
Σαφείς είναι και οι προθέσεις του απέναντι στην Ευρώπη. Ορίζοντας ως βασικό του συνομιλητή την άκρα Δεξιά, ο Αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί αφενός να πλήξει την ευρωπαϊκή δημοκρατική τάξη και αφετέρου να υπονομεύσει εκ των έσω τη Γηραιά Ήπειρο.
Η Ευρώπη, η οποία αυτή την ώρα μοιάζει όλο και πιο ασθενική, απρόσωπη και μελαγχολική, διαθέτει οικονομική και αμυντική ισχύ που της επιτρέπει να θωρακίσει τη θέση της σε αυτό το νέο παγκόσμιο σύστημα αταξίας. Αρκεί οι Ευρωπαίοι να σηκώσουν κεφάλι και να παραμείνουν ενωμένοι.
Όσον αφορά τα καθ’ ημάς, πραγματικά μπερδεύεσαι και ψάχνεις να βρεις από πού πηγάζει όλη αυτή η «ευφορία» σε μερικούς «προοδευτικούς», ακραίους και αντισυστημικούς -και του τύπου μάλιστα «εγώ σας τα ’λεγα»- για την απόφαση του Τραμπ και του Πούτιν να (προσπαθήσουν να) μοιράσουν έδαφος της Ουκρανίας (και γεωγραφικά της Ευρώπης) που δεν ανήκει σε κανέναν από τους δύο. Και γιατί εκφράζεται όλη αυτή η χαιρεκακία που οι «δύο» αφήνουν εκτός την ΕΕ. Γιατί χαίρονται και χαμογελούν τόσοι «προοδευτικοί» με αυτή την εξέλιξη; Εμπιστεύονται άραγε περισσότερο από τη «λυκοσυμμαχία της ΕΕ» τον Τραμπ, που προτείνει εθνοκάθαρση στη Γάζα, ή τον Πούτιν, που βομβάρδιζε μαιευτήρια και περιοχές όπου ζούσαν Έλληνες στη Μαριούπολη;
του Φώτη Σιούμπουρα

