Πέρασαν δύο χρόνια από την τραγωδία των Τεμπών, ένα δυστύχημα που ποτέ δεν έπρεπε να είχε συμβεί και το οποίο φανέρωσε με τον πιο τραγικό τρόπο τις παθογένειες του ελληνικού κράτους. Και παρότι η ελληνική Πολιτεία ενεργοποιήθηκε άμεσα αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη και έκτοτε βελτιώνει τον σιδηρόδρομο και στηρίζει τη δικαστική εξουσία στη διερεύνηση των αιτίων, το τραύμα δεν έχει ακόμα ξεκινήσει να επουλώνεται.
Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Διότι όσο η έρευνα παραμένει ακόμα ανοικτή, όσο υπάρχουν ακόμα αναπάντητα ερωτήματα, όσο πορίσματα διαμορφώνονται και όσο η δίκη δεν έχει ακόμα ξεκινήσει, τόσο οι οικογένειες δεν μπορούν να λάβουν τις απαντήσεις που δικαιούνται,αλλά και τόσο διατηρείται ο χώρος για κάθε πιθανή ή απίθανη θεωρία.Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, κάποιοι πολιτικοί σχηματισμοί είδαν τη δική τους ευκαιρία, βρίσκοντας έδαφος για να εξάψουν το θυμικό της κοινωνίας, να μοχλεύσουν και να καπηλευτούν τις αντιδράσεις και να διεκδικήσουν πολιτικά ερείσματα, δηλητηριάζοντας όμως το κλίμα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι προφανές ότι η σιωπή εκλαμβάνεται μόνο ως έμμεση παραδοχή ενοχής και ο σεβασμός στα θύματα, ως υπεκφυγή και συγκάλυψη.
Όταν δεν μας έχουν πει όμως ποτέ τι συγκαλύπτεται, από ποιον και για ποιον λόγο,όταν η αποδόμηση των ακραίων και αυθαίρετων θεωριών δεν οδηγεί στη σιωπή αλλά σε ακόμα πιο εξωφρενικές θεωρίες, όταν οι δημοκρατικοί θεσμοί υπονομεύονται από την ακραία ρητορική, όταν η τοξικότητα συνειδητά καλλιεργείται με το μάτι στραμμένο στις δημοσκοπήσεις,τότε πρέπει κάποιος να μιλήσει.Πρέπει κάποιος να αναδείξει τον πραγματικό λόγο που γίνονται όλα αυτά και ότι, ελλείψει πειστικού αφηγήματος, η κατρακύλα της αντιπολίτευσης στα πιο χαμηλά επίπεδα της πολιτικής αντιπαράθεσης αποτελεί τη βασική αιτία της όξυνσης.
Οφείλουμε να σταθούμε συνειδητά απέναντι στις φωνές της τοξικότητας.Όχι μόνο γιατί διχάζουν αναίτια την κοινωνία προκειμένου να πληγεί η κυβέρνηση.Όχι μόνο γιατί τραυματίζουν τους θεσμούς και υπονομεύουν τη σταθερότητα. Αλλά κυρίως διότι η τακτική τους είναι βαθιά ανήθικη. Αλήθεια, τους σκέφτηκαν τους γονείς αυτοί που επενδύουν στην τοξικότητα;
Ποιος γονιός θα βρει γαλήνη, όταν για τον θάνατο του παιδιού του το ένα ακραίο σενάριο διαδέχεται το επόμενο; Ποια οικογένεια θα μπορέσει να νιώσει ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη, όταν δηλητηριάζεται με αυτόν τον τρόπο η δικαστική έρευνα; Πώς θα μπορέσει η Δικαιοσύνη, η μόνη αρμόδια, να δώσει πειστικές απαντήσεις, όταν εκ προοιμίου αμφισβητείται; Πώς θα δικαιωθούν οι ψυχές των 57 νεκρών, πώς θα πάψουν να δηλητηριάζονται οι οικογένειες και πώς οι επιζώντες θα γαληνέψουν; Πώς τελικά θα υπάρξει δικαιοσύνη, σε ένα τέτοιο κλίμα όπου όλα δύναται να αμφισβητηθούν και δεν υπάρχει καμιά σταθερά και κανένα όριο στη σύγκρουση και την αντιπαράθεση;
Ας βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους. Η τραγωδία των Τεμπών αποτελεί εθνικό τραύμα. Στα Τέμπη δεν συγκρούστηκαν μόνο δύο τρένα, αλλά και ένα αναποτελεσματικό κράτος με μια πραγματικότητα που δεν είναι πλέον αποδεκτή. Αυτή είναι η συζήτηση που αφορά το πολιτικό σύστημα και σε αυτή την κουβέντα δυστυχώς μόνο η κυβέρνηση έχει πράγματα να πει. Ο κόσμος, και μαζί του κι εμείς, θα συνεχίσουμε να περιμένουμε αληθινές απαντήσεις από τον μόνο αρμόδιο θεσμό, την ελληνική Δικαιοσύνη. Έτσι ώστε οι πληγές να επουλωθούν πραγματικά, σε μια Ελλάδα χωρίς άλλα Τέμπη. Και στον στόχο αυτό οφείλουμε να παραμείνουμε σταθεροί, προσηλωμένοι και αταλάντευτοι.
Γράφει ο Περικλής Π. Μαντάς
Βουλευτής Μεσσηνίας με τη ΝΔ

