Οι τρεις κύριοι ένοχοι λόγοι
Μπορεί η Θεσσαλονίκη να φημίζεται για την ομορφιά και την ιστορία της, αλλά η ατμοσφαιρική ρύπανση και ο αέρας που αναπνέουν οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της προκαλεί ανησυχία.
Σύμφωνα με νέα έρευνα της εταιρείας IQAir, η οποία εκδίδει ετήσια στοιχεία για την ατμοσφαιρική ρύπανση και την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε, τέσσερις περιοχές της Θεσσαλονίκης βρίσκονται στο top 10 με τις πιο μολυσμένες περιοχές. Συγκεκριμένα: το Πλαγιάρι, τα Βασιλικά, ο Τρίλοφος και το κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Η έκθεση εξέτασε συγκεκριμένα, τα λεπτά σωματίδια, ή PM2.5, έναν από τους μικρότερους αλλά πιο επικίνδυνους ρύπους. Τα PM2,5 προέρχονται από πηγές όπως είναι η καύση ορυκτών καυσίμων, οι καταιγίδες σκόνης και οι πυρκαγιές. Είναι τόσο μικροσκοπικά σωματίδια – το 1/20 του πλάτους μίας ανθρώπινης τρίχας – που μπορεί να εισχωρήσουν βαθιά στους πνεύμονες, και πολλά από αυτά να μπουν ακόμη και στην αιματική κυκλοφορία.
Οι τρεις ένοχοι της ρύπανσης
Ένα τρίπτυχο προβλημάτων συνθέτουν το επικίνδυνο «κοκτέιλ» αέρα που εισπνέουν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Διευθυντή και Πρόεδρο του ΔΣ του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Δημοσθένη Σαρηγιάννη το κυκλοφοριακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πόλη είναι ένας από τους παράγοντες. «Η πόλη έχει μεγάλες περιφερειακές οδούς που είναι γεμάτες με οχήματα, ενώ έχει αρκετή κίνηση και στο κέντρο. Με τις εργασίες στον Περιφερειακό για το Flyover έχουμε συχνά μποτιλιάρισμα και οι οδηγοί αναγκάζονται να βρουν άλλους δρόμους για να εξυπηρετηθούν, οπότε δημιουργείται ρύπανση και σε σημεία που δεν υπήρχε πριν», εξηγεί μιλώντας στην Karfitsa. Επιπλέον, η πόλη «έχει βιομηχανίες κοντά και μέσα στον αστικό ιστό της, συν ότι υπάρχουν οδικοί άξονες με βαριά οχήματα, τα οποία επιβαρύνουν με τις εκπομπές τους τον αέρα ιδιαίτερα στις δυτικές συνοικίες».
Παράλληλα, «υπάρχει σημαντική επιβάρυνση τον χειμώνα από την οικιακή θέρμανση με καύση ξύλων, μια πρακτική η οποία μας έμεινε από την εποχή της οικονομικής κρίσης και της ενεργειακής φτώχειας». «Όλα τα παραπάνω, συν ότι η πόλη είναι είναι υπερβολικά πυκνοκατοικημένη, χωρίς πολύ πράσινο, κάτι που σημαίνει ότι δεν έχει μηχανισμούς ελάφρυνσης του περιβαλλοντικού φόρτου στον αέρα είναι οι βασικοί λόγοι επιβάρυνσης του αέρα», ανέφερε ο κ. Σαρηγιάννης.
Η ορογραφία, οι λόφοι και τα εγκλωβισμένα σωματίδια
Η έρευνα εκτός από τις πιο μολυσμένες περιοχές καταγράφει και τις πιο καθαρές. Μέσα σε αυτές υπάρχουν δυο από τη Θεσσαλονίκη, η Νέα Ραιδεστός και ο Άγιος Παύλος. Αν και ακούγεται οξύμωρο να συνυπάρχουν περιοχές με μολυσμένο και καθαρό αέρα στον ίδιο νομό, για τους ειδικούς δεν είναι. «Αν σκεφτούμε την ορογραφία της Θεσσαλονίκης αντιλαμβανόμαστε τον λόγο», είπε ο κ. Σαρηγιάννης και εξήγησε πως «η Θεσσαλονίκη έχει λόφους. Αν φυσάει νοτιοδυτικά φέρνει το αλάτι της θάλασσας και τα σωματίδια προς τα μέσα στην πόλη.
Ειδικά αν έχουμε το φαινόμενο της θερμοκρασιακής αναστροφής, όπως τώρα, όταν δηλαδή η θερμοκρασία αυξάνεται με το ύψος σχηματίζοντας ένα ‘’καπάκι’’ που παγιδεύει τους ρύπους κοντά στο έδαφος. Τότε λοιπόν το στρώμα σωματιδίων μεταφέρεται με τον άνεμο, ‘’χτυπάει’’ στον Χορτιάτη, εγκλωβίζεται και συγκεντρώνεται εκεί. Αντίθετα αν φυσήξει ανάποδα, π.χ. Βαρδάρης και δεν έχουμε θερμοκρασιακή αναστροφή αυτό το στρώμα μπορεί να ανεβεί πιο ψηλά και οι τιμές να είναι πολύ χαμηλές. Οπότε ανάλογα με το πως φυσάει ο άνεμος μεταφέρει τα σωματίδια».
Αναφορικά με περιοχές που θεωρούνται πιο απομακρυσμένες από την πολύβουη πόλη, αλλά είναι ανάμεσα σε εκείνες με τον πιο μολυσμένο αέρα, όπως για παράδειγμα το Πλαγιάρι, ο καθηγητής υπογράμμισε πως «εκεί δεν υπάρχουν εκπομπές εκτός από εκείνες της καύσης ξυλείας, δηλαδή υπάρχει μόνο μία τοπική πηγή. Λόγω της ορογραφίας τα σωματίδια μεταφέρονται με τον άνεμο, πέφτουν πάνω στην πλαγιά και μένουν εκεί».
Οι ρεαλιστικές λύσεις για καθαρότερο αέρα
Η λήψη μέτρων, ρεαλιστικών και άμεσα εφαρμόσιμων, που θα έχουν δραστικά αποτελέσματα είναι αναγκαία. «Υπάρχει ένας συνδυασμός παρεμβάσεων για να αλλάξουν γρήγορα τα δεδομένα της ατμοσφαιρικής επιβάρυνσης, χωρίς να χρειαστούν δραματικές μεταβολές στην αστική δομή», υπογραμμίζει ο κ. Σαρηγιάννης.
«Αν καθιερωθεί μια ημέρα τηλεργασίας, ειδικά για όσους εργάζονται στο κέντρο της πόλης, θα βλέπαμε άμεσα αποτελέσματα. Εφόσον αυτό εφαρμοζόταν σε κυλιόμενη βάση – με μόλις το 15% των εργαζομένων να δουλεύει από το σπίτι κάθε μέρα – το συνολικό φορτίο στις μετακινήσεις και τις εκπομπές ρύπων θα μειωνόταν σημαντικά. Το είδαμε να συμβαίνει στην πράξη την περίοδο του lockdown».
Η σταδιακή μετάβαση από τα συμβατικά οχήματα σε υβριδικά ή αμιγώς ηλεκτρικά μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό βήμα για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. «Για ρεαλιστικούς λόγους βέβαια, ακόμη και αν πάμε απλώς σε πιο μοντέρνα συμβατικά οχήματα, με καλύτερη και σύγχρονη τεχνολογία, θα έχουμε λιγότερες εκπομπές, οπότε και πάλι θα έχουμε όφελος».
Επίσης, η καλύτερη διασύνδεση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, θα επιφέρει θετικά δείγματα. «Τώρα που έχουμε και μετρό στη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να συντονιστούν τα δρομολόγια των ΜΜΜ καλύτερα και να συνδυαστούν οι τερματικοί τους σταθμοί με χώρους στάθμευσης, για να τα χρησιμοποιούν άνετα οι επιβάτες, αλλά κυρίως με σιγουριά. Να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του επιβατικού κοινού και να μην νιώθει ο πολίτης ότι το σύστημα θα τον προδώσει», τόνισε ο κ. Σαρηγιάννης.
Η Θεσσαλονίκη υπερβαίνει τα όρια
Εκτός από τους λόγους υγείας που πρέπει να παρθούν μέτρα, υπάρχει και ένα ακόμη καμπανάκι εκείνο των προστίμων. Η Ελλάδα κάθε χρόνο πιστώνεται πρόστιμα λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ενώ η Θεσσαλονίκη υπερβαίνει πολλές φορές τα όρια. «Γίνονται μετρήσεις από τους σταθμούς της Περιφέρειας και τα αποτελέσματα δηλώνονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με βάση αυτό έρχονται τα πρόστιμα. Υπάρχει ένας αριθμός υπερβάσεων που θεωρείται μη τιμωρητέος και είναι 35 τον χρόνο, δηλαδή το 10% των ημερών ενός έτους. Στη Θεσσαλονίκη όμως το υπερβαίνουμε συχνά. Το 2024 είχαμε πάρα πολλές, περίπου 80».