Τι θα χρειαστεί να αποδείξουν κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι
Με την απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας της αντιπολίτευσης και την επιβεβαίωση από τη Βουλή της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, για δεύτερη μάλιστα φορά μέσα σε έντεκα μήνες, επιβεβαιώθηκε ένας παλιός δημοκρατικός κανόνας. Ότι οι κυβερνήσεις σε δημοκρατικά καθεστώτα δεν πέφτουν στις πλατείες, ούτε σε διαδηλώσεις ή «λαοσυνάξεις», ούτε από φωνές και τηλεοπτικές διαμαρτυρίες.
Οι κυβερνήσεις πέφτουν στη Βουλή και στις εκλογές. Ευτυχώς. Διαφορετικά δεν θα είχαμε δημοκρατία. Θα είχαμε μια διαρκή εκτροπή. Τώρα η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να διαθέτει άλλη στρατηγική για να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και συνεπώς θα συνεχίσει να αναμοχλεύει το ίδιο ρεπερτόριο και τις ίδιες μεθόδους, παρά τις ήττες της. Και η κυβέρνηση μπορεί να βγήκε αλώβητη από την κοινοβουλευτική διαδικασία, αλλά προηγουμένως κατελήφθη σχεδόν εξαπίνης σε ένα θέμα που νόμιζε ότι είχε πάρει τον δρόμο του. Τώρα θα αποδείξει αν το πάθημα της έγινε μάθημα.
Θα χρειαστεί δηλαδή να αποδείξει αν η εκ νέου επιβεβαίωση της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης, η ορκωμοσία του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και ο κυβερνητικός ανασχηματισμός θα αποτελέσουν αφετηρία επανεκκίνησης για μια διακυβέρνηση που μετράει ήδη σχεδόν έξι χρόνια στην πλάτη της.
Να αποδείξει αν μπορεί να εκμεταλλευθεί το σκηνικό τοξικότητας, διάλυσης, αναξιοπιστίας και σε πολλές περιπτώσεις γραφικότητας μέρους της αντιπολίτευσης, για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της.
Και φυσικά θα κληθεί να αποδείξει όλα τα παραπάνω σε ένα επιβαρυμένο κοινωνικό κλίμα, που θέτει σε δοκιμασία τις σχέσεις εμπιστοσύνης της κυβέρνησης με τους πολίτες. «Το ζητούμενο είναι πώς προχωράμε μπροστά, ώστε να κάνουμε πράξη όσα ζήτησε η πλειοψηφία των πολιτών που συμμετείχε στα μεγάλα συλλαλητήρια», αναρωτήθηκε ο πρωθυπουργός την περασμένη Κυριακή στο εβδομαδιαίο επικοινωνιακό του σημείωμα προς τους πολίτες. Για να δώσει ευθύς αμέσως την απάντηση: «Αλήθεια, δικαιοσύνη, να τρέξουμε πιο γρήγορα για να αλλάξουμε το κράτος και όσα κρατούν την Ελλάδα πίσω». Παράλληλα βέβαια θα συνεχίσει το κυβερνητικό έργο, όπως είναι και το χρέος του, αφήνοντας για το μέγα θέμα των Τεμπών τη Δικαιοσύνη ανεπηρέαστη να κάνει το δικό της έργο.
Και βέβαια η Δικαιοσύνη πρέπει να έχει -και έχει- τον πρώτο λόγο για την αναζήτηση των υπευθύνων και την τιμωρία τους – κανείς δεν διαφωνεί. Όμως έχει την ευθύνη η κυβερνητική παράταξη και τα άλλα κόμματα να κάνουν το χρέος: Να διευκολύνουν τη Δικαιοσύνη να κάνει με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα το έργο της. Η συζήτηση δεν μπορεί να τροφοδοτείται με επιχειρήματα του τύπου ότι τάσσεται εναντίον της κυβέρνησης η συμμαχία των «προθύμων του μηδενισμού». Οι πολίτες είναι ήδη πολύ μακριά από τέτοιου τύπου συμπεράσματα. Δεν τους αφορούν ευκαιριακές συμμαχίες κομμάτων, γιατί δεν βλέπουν στην παρούσα φάση με τους κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού. Εκφράζουν την απογοήτευση και τον θυμό τους και περιμένουν επιχειρήματα έξω από το κουτί.
Άλλωστε, η συμμαχία ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέας Αριστεράς, Πλεύσης Ελευθερίας και κάποιων ανεξάρτητων βουλευτών θα μπορούσε (το πιθανότερο) να μην είχε συμβεί, αν δεν χρειάζονταν 50 υπογραφές για την κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον της κυβέρνησης. Συμμάχησαν, αλλά για πόσο; Τώρα που έκλεισαν τα φώτα της διαδικασίας επί της προτάσεως μομφής, δείχνουν να βρίσκονται σε πορεία αυτοδιάλυσης.
Είναι πασιφανές ότι αυτήν τη στιγμή οι στοχεύσεις των κομμάτων της «μομφής» είναι πολύ διαφορετικές. Το ΠΑΣΟΚ έσπευσε (αμέσως μετά την κατάθεση της κοινής πρότασης) να υπογραμμίσει διά στελεχών του ότι αναδεικνύεται σε ηγέτιδα δύναμη της αντιπολίτευσης, στη μόνη δύναμη που μπορεί να ανοίξει την πόρτα της εξόδου στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μπορεί να επιστρέψει στην αυτόνομη πορεία, ενδέχεται να συμμαχήσει εκ νέου με άλλα κόμματα για κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες, αλλά θα κινηθεί -όπως όλα δείχνουν- ως ο βασικός αντίπαλος της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει σε υψηλότερους τόνους να ζητάει εκλογές, προσπαθώντας να προσεγγίσει τα ευρύτερα κοινά τα οποία είχε αλλά έχασε σταδιακά, ξεκινώντας από τη στρατηγική ήττα του 2019 και κάποια στελέχη του, όπως ο Παύλος Πολάκης, θα συνεχίσουν να προτείνουν «προοδευτικές λύσεις» άλλου τύπου και με άλλους «συμμάχους». Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει με θεαματικό τρόπο, αν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα, δεν καταφέρουν να δουν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη τους και αν δεν αποφασίσουν με ποιους τελικά θέλουν να πάνε και ποιους να αφήσουν. Το σίγουρο είναι ότι ούτε το ΠΑΣΟΚ μπορεί να γίνει εύκολα ουρά της Κωνσταντοπούλου, (οι ψηφοφόροι του εξάλλου εναντιώνονται σε κάτι τέτοιο), ούτε η Πλεύση Ελευθερίας να εκφράσει ξαφνικά το… σύνολο της «γκρίζας ζώνης». Κι ακόμη πιο σίγουρο είναι ότι στην τελική ευθεία προς τις εκλογές (όποτε κι αν γίνουν), μόνο τότε θα αρχίσουν να σταθεροποιούνται τα κομμάτια στο παζλ.
Μέχρι τότε, στην πραγματικότητα, έχουν ελάχιστο χρόνο μπροστά τους για να απαντήσουν και να επαναχαράξουν τη στρατηγική τους, αν θέλουν να σηκώσουν κεφάλι πιο γρήγορα από τη λήξη των τελεσιγράφων που στέλνουν όλο και περισσότεροι πολίτες το τελευταίο διάστημα. Και κυρίως οφείλουν να απαντήσουν στο ερώτημα αν μπορούν να καταστούν αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Αν έχουν τα κότσια να ξεφύγουν από το κλίμα τοξικότητας που και τα ίδια καλλιεργούν. Αν έχουν να σχεδιάσουν, να προτείνουν λύσεις ανεξάρτητα από εκλογικούς κύκλους και θεωρίες του τύπου «να πέσει ο Μητσοτάκης και βλέπουμε».
του Φώτη Σιούμπουρα